Ένας στους τρεις ανθρώπους εμφανίζει κακοσμία της στοματικής κοιλότητας, που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες. Eφόσον μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους τρίτους, αποτελεί γεγονός που χρειάζεται διερεύνηση και αντιμετώπιση.

Η κακοσμία του στόματος οφείλεται στην αύξηση της συγκέντρωσης βακτηρίων στη στοματική κοιλότητα, στα δόντια και στη γλώσσα. Η μεταβολική λειτουργία αυτών των βακτηρίων δημιουργεί δύσοσμα θειούχα πτητικά παραπροϊόντα, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη δυσάρεστη αναπνοή, όπως εξηγεί η χειρουργός-ωτορινολαρυγγολόγος Ανατολή Παταρίδου.

Η στοματική κακοσμία διερευνάται από ένα σύνολο ιατρικών ειδικοτήτων: τον οδοντίατρο, το στοματολόγο, τον ωτορινολαρυγγολόγο και η συνεργασία τους μπορεί να είναι αναγκαία για την ακριβή διάγνωση και τον εντοπισμό των αιτιών της. Αν αποκλειστούν καθαρά στοματικά αίτια (τερηδονισμένοι οδόντες, ουλίτιδα, περιοδοντίτιδα, παθήσεις του βλεννογόνου του στόματος, κλπ) τότε πρέπει να ερευνηθούν προσεκτικά ο στοματοφάρυγγας, ο ρινοφάρυγγας, το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα με τις παραρρίνιες κοιλότητες, το κατώτερο αναπνευστικό και το γαστρεντερικό σύστημα και η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς.

Ποιοι είναι οι παράγοντες που ευνοούν την κακοσμία του στόματος;

Η στοματική κακοσμία μπορεί να έχει τις ρίζες τις σε διάφορες παθήσεις. Για παράδειγμα, μια χρόνια παραρρινοκολπίτιδα με πολύποδες ή όχι, επηρεάζει τη δυνατότητα της φυσιολογικής λειτουργίας του κροσσωτού επιθηλίου που καλύπτει τις ρινικές και παραρρίνιες κοιλότητες. Αυτή η δυσλειτουργία επηρεάζει την καθαριστική ιδιότητα των κροσσών, πράγμα που επιτρέπει τη στάση και λίμναση των εκκρίσεων, τον υπερπολλαπλασιασμό των παθογόνων βακτηριδίων. Η χρόνια λίμναση των εκκρίσεων στους παραρρίνιους κόλπους και ο χρόνιος οπισθορρινικός κατάρρους δύσοσμων εκκρίσεων προκαλεί την αναπαραγωγή δύσοσμης απόπνοιας κυρίως από τη μύτη αλλά και από το στόμα.

Το μπούκωμα της μύτης, που συνοδεύει μια παραρρινοκολπίτιδα, αναγκάζει τον ασθενή να αναπνέει από το στόμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ξηροστομία, με αποτέλεσμα την εκδήλωση κακοσμίας από το στόμα, ιδίως της πρωινές ώρες. Η πρωινή κακοσμία αυτού του τύπου διαφέρει από την φυσιολογική πρωινή κακοσμία, που παρατηρείται στην πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι καλοήθης και υποχωρεί μόλις πάρει κανείς πρωινό και πλύνει το στόμα του. Επιπλέον, υπάρχει επιβεβαιωμένη σχέση της γαστρoοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠ) με την κακοσμία του στόματος.

Μια άλλη αιτία της κακοσμίας  βρίσκεται στις αμυγδαλές που έχουν έντονα βαθειές κρύπτες, υπολείμματα τροφής που έχουν αναμειχθεί με νεκρά επιθηλιακά κύτταρα του βλεννογόνου του στόματος και του φάρυγγα. Αυτά μπαίνουν στις αμυγδαλικές κρύπτες όπου και γίνεται σήψη και πέψη αυτών των υλικών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα έντονα δύσοσμo υλικό. Επίσης, η κακοσμία μπορεί να προέρχεται από κάποια χρόνια φλεγμονή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος αλλά μην ξεχνάμε και τις κακοήθειες στη γλώσσα, στα ούλα, στο φάρυγγα, λάρυγγα και στον ρινοφάρυγγα.

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Χρησιμοποιώντας μια ευαίσθητη κάμερα, ο ωτορινολαρυγγολόγος μπορεί να επιθεωρήσει τη ρινική κοιλότητα, το λαιμό και την περιοχή των φωνητικών χορδών, προκειμένου να διαγνώσει την προέλευση του προβλήματος, σε περίπτωση που ευθύνεται κάποια από αυτές τις περιοχές για την κακοσμία. Αν υπάρχουν υποψίες για την ύπαρξη ιγμορίτιδας, μία ειδική εξέταση (CT) θα ανιχνεύσει και αυτήν την πιθανότητα.

Συμβουλές για την κακοσμία

  • Διακοπή του καπνίσματος
  • Βούρτσισμα των δοντιών
  • Ξέπλυμα του στόματος με αντισηπτικά διαλύματα
  • Βούρτσισμα της γλώσσας (ύπαρξη επιχρίσματος – τριχωτή γλώσσα)
  • Χρήση οδοντικού νήματος
  • Καθάρισμα και απολύμανση οδοντοστοιχίας κάθε βράδυ
  • Ξέπλυμα στόματος και αμυγδαλών με νερό ή φυσιολογικό ορό
  • Δίαιτα με χαμηλά λιπαρά
  • Άφθονη λήψη φρούτων και λαχανικών
  • Αποφυγή αφυδάτωσης με τη λήψη 8 – 10 ποτηριών ύδατος την ημέρα
  • Λήψη σκευασμάτων μέντας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Η ξαφνική απώλεια των αποταμιεύσεων αυξάνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έρευνα: Οι καπνιστές κάνουν χειρότερη διατροφή από τους μη καπνιστές!

 

 

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Αρτηριακή πίεση: Ποια είναι τα νέα φυσιολογικά όρια