• ΥΓΕΙΑ

    Κ. Αθανασάκης: Η οικονομία θα ξεκινήσει με δημόσια υγεία – Ανεπαχθές το κόστος της επιδημίας στο ΕΣΥ

    Κώστας Αθανασάκης, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας


    Σε περίπου  10 εκατομμύρια ευρώ εκτιμάται το κόστος της επιδημίας του κορονοϊού στο ΕΣΥ κατά την πρώτη φάση της υγειονομικής κρίσης, ένα νούμερο το οποίο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της υγείας, δεν συνιστά ένα δυσβάστακτο κόστος, όπως για πολλούς ήταν αναμενόμενο.

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, τα 1000 επιβεβαιωμένα κρούσματα κοστίζουν στο ΕΣΥ περί τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου ότι με βάση την τελευταία επίσημη ανακοίνωση  (16/6) τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στη χώρα είναι 3148, το συνολικό ποσό που έχει διατεθεί μέχρι σήμερα για την περίθαλψη όσων χρειάστηκαν νοσηλεία ανέρχεται περί τα 11 εκατ. ευρώ.

    Όπως ανέφερε ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου, Κώστας Αθανασάκης, στο πλαίσιο της δεύτερης ψηφιακής συζήτησης που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, το σύστημα υγείας δεν έφτασε στα όριά του κατά  την περίοδο της επιδημίας, λόγω της καλής διαχείρισης αλλά και ορισμένων ιδιαιτεροτήτων της χώρας.

    «Στους τομείς που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, όπως οι ΜΕΘ, έφτασε περίπου στο 90% των δυνατοτήτων του. Δεν επιβαρύνθηκε, λοιπόν, υπέρμετρα σε όρους δαπάνης. Υπολογίζουμε ότι για κάθε 1000 επιβεβαιωμένα κρούσματα που βλέπει το σύστημα υγείας, 20% θα νοσηλευτούν, εκ των οποίων το 5% στις ΜΕΘ. Για αυτούς τους 1000 ασθενείς η δαπάνη είναι περί τα 3,5 εκατ. ευρώ, ποσό που δεν θεωρείται δυσβάστακτο», σημείωσε ο κ. Αθανασάκης, τονίζοντας μάλιστα ότι σύμφωνα με νεότερα δεδομένα, καθώς το σύστημα μαθαίνει να διαχειρίζεται τους ασθενείς καλύτερα, το κόστος μάλλον μειώνεται.

    Η θετική αυτή έκβαση δεν σημαίνει, ωστόσο, πως πρέπει να επαναπαυτούμε στις δάφνες της νίκης, αλλά αντιθέτως, ότι θα πρέπει να λυθεί το πρόβλημα της αποεπένδυσης που υπάρχει σε αυτόν τον τομέα.

    «Το σύστημα υγείας χρειάζεται επενδύσεις, έμψυχες και σε σταθερά μέσα παραγωγής (σ.σ. τεχνολογία). Οι επενδύσεις στην υγεία είναι αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές. Παράγουν πολύ πιο γρήγορα πολλαπλασιαστές από οποιονδήποτε άλλο τομέα και μπορούν να αναστρέψουν και την ύφεση», τόνισε.

    Η «χρυσή ευκαιρία»

    Μια καλή ευκαιρία που προέκυψε από την επιδημία ήταν η ανάδειξη της «παραμελημένης» στη χώρα δημόσιας υγείας. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες οι οποίες δαπανούν το μικρότερο ποσοστό χρηματοδότησης, ως ΑΕΠ ή ως δαπάνη Υγείας, σε  συλλογικές υπηρεσίες.

    Παρόλα αυτά, η COVID αντιμετωπίστηκε με υπηρεσίες και δράσεις δημόσιας υγείας και για οριστική καταπολέμηση του ιού βασιζόμαστε σε εργαλεία δημόσιας υγείας (π.χ. εμβόλια).

    “Είναι μια χρυσή ευκαιρία να εστιάσουμε στη δημόσια υγεία και στην παραγωγή δημόσιων αγαθών, όπως είναι η συλλογική ανοσία από το εμβόλιο που περιμένουμε να παραχθεί, προκειμένου να ξεκινήσει ξανά η οικονομία  μας. Η οικονομία θα ξεκινήσει με δημόσια υγεία. Όχι με νοσοκομεία. Θα ξεκινήσει με εμβόλια, όχι τόσο με φάρμακα. Η δημόσια υγεία παράγει δημόσια αγαθά, λειαίνει τις ανισότητες, βελτιώνει την πρόσβαση», σημείωσε ο κος Αθανασάκης, τονίζοντας ότι το σύστημα υγείας πρέπει να ξεφύγει από τη συνήθεια να παράγει υπηρεσίες «ένας προς έναν».

    Υπενθυμίζεται ότι το Μάρτιο ψηφίστηκε νομοσχέδιο για την εθνική στρατηγική δημόσιας υγείας, ωστόσο, ορσμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι μετά την υγειονομική κρίση θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους που ανέδειξε η πανδημία.

    Ο εκσυγχρονισμός του ΕΣΥ

    Ο νέος κορονοϊός έφερε στην επιφάνεια τον αναχρονιστικό χαρακτήρα του ΕΣΥ, επιτάχυνε τις εξελίξεις και έδωσε κατευθύνσεις προς τις οποίες θα πρέπει να γίνουν οι επόμενες κινήσεις.

    «Το πρόβλημα που περικλείει όλα τα υπόλοιπα είναι ότι το σύστημα ήταν διοικητικά αναντίστοιχο με την εποχή του. Κοινώς ήταν πίσω. Πριν από 15 χρόνια το ΕΣΥ ήταν σε οργανωτικούς όρους μάλλον 30 χρόνια πίσω, ενδεχομένως και παραπάνω. Αυτό κάποια στιγμή άρχισε να αμβλύνεται μέχρι που έπεσε πάνω στην πανδημία. Ο κορονοϊός ήταν ένας καταλύτης – επιταχυντής των εξελίξεων για την ελληνική πολιτεία και για τα οικονομικά της υγείας. Το ΕΣΥ αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί ή τουλάχιστον να έρθει στη σημερινή εποχή», ανέφερε ο διευθυντής του Ινστιτούτου.

    Στο πλαίσιο της πανδημίας έγιναν εκσυγχρονιστικές κινήσεις, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας, με άυλη συνταγογράφηση, μητρώα ασθενών κ.ά.

    Αναφερόμενος στη διαδικασία της προσαρμογής του συστήματος στην ψηφιακή εποχή, ο κος Αθανασάκης, υπογράμμισε ότι η τεχνική αυτή μεταβολή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια αντίστοιχη μεταβολή των οικονομικών μεγεθών, μέτρων και μηχανισμών του συστήματος υγείας, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η παροχή υπηρεσιών υγείας.

    Ο «βραχνάς» της υποχρηματοδότησης

    Ένα από τα σημαντικότερα διαχρονικά ζητήματα που αποτελεί τροχοπέδη στις εξελίξεις είναι αυτό της υποχρηματοδότησης του ΕΣΥ και κυρίως της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και της δημόσιας Υγείας. Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ, έτσι ώστε να φτάσει στο 6% που θεωρείται φυσιολογικό επίπεδο, υπάρχει εδώ και χρόνια σαν αίτημα. Σημαντικό είναι, ωστόσο, και το ζήτημα της σύνθεσης των δαπανών.

    «Το ζήτημα αυτό θίγει πολλαπλώς το σύστημα. Η σύνθεση των δαπανών του συστήματος υγείας στην Ελλάδα είναι 60% δημόσια, 40% ιδιωτική, χονδρικά, κάτι το οποίο το τοποθετεί τελείως εκτός μέτρου σε σχέση με αντίστοιχες χώρες της Ευρώπης.

    Μπορώ να σας αποδείξω ερευνητικά ότι τα συστήματα στα οποία το κράτος συμμετέχει περισσότερο, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας -85-87%- έχουν υψηλότερο προσδόκιμο υγιούς επιβίωσης και η στατιστική συσχέτιση είναι πολύ μεγάλη. Τα συστήματα τα οποία δαπανούν περισσότερα χρήματα, ως ποσοστό της δαπάνης υγείας, για συλλογικές υπηρεσίες –μεταξύ των οποίων και η δημόσια υγεία- είναι τα συστήματα με το υψηλότερο προσδόκιμο υγιούς επιβίωσης μετά τα 65 έτη, παγκοσμίως. Άρα δεν είναι απλώς ένα ζήτημα κατανομής της δαπάνης, είναι τελικά ένα ζήτημα ευημερίας. Ωστόσο, λόγω του δημοσιονομικού περιορισμού, το 5% δυσκολεύεται να γίνει 6%. Αυτό, όμως, θα ήταν μια επένδυση για το κράτος, καθώς η επένδυση στην υγεία, ιδίως εν μέσω κρίσεων είναι μία αντικυκλική οικονομική πολιτική», τόνισε ο κος Αθανασάκης.

    Πάντως, όπως ανέφερε ο γενικός γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας, Ιωάννης Κωτσιόπουλος, κατά τους επόμενους μήνες θα προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη δρομολογηθεί αλλά «πάγωσαν» εξαιτίας του κορονοϊού. Ο κ. Κωτσιόπουλος αναφέρθηκε στη νομοθέτηση του Οργανισμού Διασφάλισης για την Υγεία, την υλοποίηση της στρατηγικής του Εθνικού Ηλεκτρονικού Δικτύου Υγείας, με τον Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας σε συνεργασία με το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης,  καθώς και στη νομοθέτηση της νέας Κεντρικής Αρχής Προμηθειών στην Υγεία και τη σταδιακή παροχή ακόμη περισότερων ψηφιακών υπηρεσιών στον πολίτη.



    ΣΧΟΛΙΑ