Η βιταμίνη D και το μουρουνέλαιο έγιναν αντικείμενο δύο μεγάλων μελετών για το αν μπορούν να προλάβουν την COVID-19, καθώς αυτή η πεποίθηση είχε εντόνως συζητηθεί στη διάρκεια της πανδημίας.

Δύο μεγάλες κλινικές δοκιμές, μια βρετανική και μια νορβηγική, δεν βρήκαν να υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D και σε μειωμένο κίνδυνο για λοίμωξη COVID-19.

1

Καταρρέει έτσι μάλλον ένας «μύθος», που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα εν λόγω συμπληρώματα, όσον αφορά την προστατευτική δράση τους κατά του κορονοϊού ή άλλων οξέων αναπνευστικών λοιμώξεων.

Η βιταμίνη D έχει εδώ και καιρό αναγνωρισθεί ότι υποστηρίζει τις εγγενείς ανοσιακές αντιδράσεις του οργανισμού απέναντι σε αναπνευστικούς ιούς και βακτήρια. Μερικές μελέτες είχαν βρει ενδείξεις ότι η εν λόγω βιταμίνη μπορεί να προστατεύει από σχετικές λοιμώξεις, ιδίως τους ανθρώπους που έχουν έλλειψη της D. Έτσι, η συγκεκριμένη βιταμίνη τράβηξε αρκετή προσοχή για τον πιθανό ρόλο της στην πρόληψη και θεραπεία της COVID-19, όμως οι περισσότερες σχετικές μελέτες μέχρι σήμερα ήταν μελέτες παρατήρησης (με ανάμικτα και ασαφή ευρήματα) και όχι κλινικές δοκιμές.

Η μία δοκιμή, έγινε στη Νορβηγία τη διετία 2020-21 και δημοσιεύθηκε στο BMJ, με επικεφαλής τον δρ Άρνε Σόραας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Όσλο, χρησιμοποίησε – αντί για συμπληρώματα της D – μουρουνέλαιο που, μεταξύ άλλων, περιέχει βιταμίνη D. Συμμετείχαν 34.741 άτομα 18-75 ετών που είχαν χωριστεί τυχαία σε δύο ομάδες και η μία έπαιρνε καθημερινά μουρουνέλαιο (5 mL), ενώ η άλλη πλασίμπο (καλαμποκέλαιο). Και η δοκιμή αυτή δεν βρήκε κάποια θετική επίπτωση του μουρουνέλαιου, σε σχέση με το πλασίμπο, όσον αφορά τη μείωση της πιθανότητας να διαγνωστεί κάποιος με COVID-19.

Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι η έξτρα βιταμίνη D δεν μειώνει τον κίνδυνο για COVID-19 ή άλλη οξεία αναπνευστική λοίμωξη. Ο Σουηδός καθηγητής Πέτερ Μπέργκμαν του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης δήλωσε ότι ο εμβολιασμός παραμένει ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας από τον κορονοϊό και επεσήμανε ότι ιδίως οι υγιείς άνθρωποι με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D δεν έχουν κανένα λόγο να παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D ή μουρουνέλαιο. Από την άλλη, η χορήγηση θα μπορούσε να εξετασθεί (αφού προηγουμένως γίνουν εξετάσεις αίματος και επιβεβαιωθεί η ανεπάρκεια της D) στην περίπτωση ανθρώπων που σπάνια εκτίθενται στον ήλιο, εγκύων και ηλικιωμένων με χρόνιες παθήσεις.

Η άλλη δοκιμή, έγινε στη Βρετανία επίσης το 2020-21 και δημοσιεύθηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ) με επικεφαλής τον δρ Αντριάν Μαρτινό του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, αφορούσε 6.200 άτομα άνω των 16 ετών που δεν χρησιμοποιούσαν βιταμίνη D στην αρχή της μελέτης. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: η πρώτη έκανε τεστ αίματος και όσοι είχαν χαμηλά επίπεδα της D (ήταν το 86% των 3.100 ατόμων), πήραν συμπλήρωμα βιταμίνης σε δύο διαφορετικές δόσεις επί έξι μήνες, ενώ οι άλλοι μισοί (η ομάδα ελέγχου για λόγους σύγκρισης) δεν έκανε τεστ αίματος ούτε πήρε έξτρα βιταμίνη D.

Διαπιστώθηκε ότι στη διάρκεια του επομένου εξαμήνου δεν υπήρχε καμία διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες, όσον αφορά τις διαγνώσεις γενικά των αναπνευστικών λοιμώξεων και ειδικότερα της COVID-19 (με βάση μοριακά τεστ). Με άλλα λόγια, η χορήγηση της D δεν μείωσε τον κίνδυνο να αρρωστήσει κανείς από κορονοϊό.

Διαβάστε επίσης:

Σχολεία: Πενθήμερη καραντίνα για κρούσματα – Τεστ για ανεμβολίαστους εκπαιδευτικούς

Για ποιους είναι τα νέα εμβόλια, πόσες δόσεις έχει η Ελλάδα, πότε αρχίζουν οι εμβολιασμοί