Εμβολιασμός 5-11 ετών στην Ιταλία
Αν και οι προσπάθειες των τελευταίων ετών αρχίζουν να αποδίδουν ενάντια στο αντι-εμβολιαστικό κίνημα, μόνο από το 43% αξιολογείται εμβολιασμός ως μέτρο πρόληψης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Κοινωνικού Βαρόμετρου. Ο εμβολιασμός, ο οποίος αποτελεί τρόπο εκρίζωσης λοιμώξεων και αποφυγής νοσηρότητας και θνητότητας, βρίσκεται προτελευταίος στη λίστα με τα αναγκαία μέτρα πρόληψης για το ελληνικό κοινό, αναδεικνύοντας την ανάγκη για ενημέρωση.
Τα παραπάνω τόνισαν οι ομιλητές σε συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συνεργασία της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ΕΠΕ) με τον 37ο Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας, για 7η συνεχόμενη χρονιά, με στόχο την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τη σημασία της πρόληψης.
«Συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη, μέσω του εμβολιασμού, σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων, όπως η πνευμονιοκοκκική πνευμονία, που αποτελεί μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας, με ένα φορτίο 1,6 εκατομμυρίων θανάτων ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο και θύματα κυρίως βρέφη και ηλικιωμένους. Στην Ελλάδα ο εμβολιασμός για πνευμονιόκοκκο συστήνεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών σε όλους τους ενήλικες άνω των 65 ετών, καθώς και για ενήλικες 19 έως 64 ετών που ανήκουν στις ομάδες κινδύνου για σοβαρές πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις, όπως οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, ασθενείς με χρόνια καρδιακά ή αναπνευστικά νοσήματα, οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, όλο το υγειονομικό προσωπικό καθώς και οι συστηματικοί καπνιστές», τόνισε εκ μέρους του Δ.Σ της Ε.Π.Ε, ο κ. Στέλιος Λουκίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πνευμονολογίας, Β’ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική Ε.Κ.Π.Α, Νοσοκομείο «Αττικόν».
Η έρευνα
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η κα Παρασκευή Κατσαούνου, Επίκουρη Καθηγήτρια Πνευμονολογίας Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. και Υπεύθυνη της Ομάδας Λοιμώξεων Αναπνευστικού Συστήματος της Ε.Π.Ε, η σωστή ενημέρωση του κοινού αποτελεί καταλυτικό στοιχείο για την ενίσχυση της πρόληψης. Αυτό αναδεικνύεται και από τα ευρήματα της έρευνας του Κοινωνικού Βαρόμετρου, που αποτύπωσε υψηλή αξιακή βάση για την πρόληψη στα θέματα υγείας αλλά και βελτίωση (συγκριτικά με αντίστοιχη έρευνα το 2017) σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται. Πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της έρευνας οδηγούν σε κάποιους ιδιαίτερα ενδιαφέροντες άξονες συμπερασμάτων, σχετικά με τη στάση και αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για την αξία της πρόληψης για την υγεία, τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται και τη χρήση εμβολίων από τους ενήλικες.
Ο πρώτος άξονας, αφορά την ιδιαιτέρως υψηλή θεωρητική αξία της πρόληψης στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, καθώς το 94% των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της έρευνας την αξιολογεί ως πολύ και αρκετά σημαντική και το 65% ως πολύ σημαντική. Ο δεύτερος άξονας, αφορά την αντίληψη της κοινωνίας για το τι σημαίνει πρόληψη, με την υγιεινή διατροφή (83%), τις διαγνωστικές εξετάσεις (80%) και την τακτική άσκηση (71%) να συνιστούν το βασικό τρίπτυχο και τον εμβολιασμό (58%) και τη διακοπή του καπνίσματος (56%) να ακολουθούν.
«Βλέπουμε, λοιπόν, πως παρά το γεγονός ότι υπάρχει βελτίωση στο ενδιαφέρον για την πρόληψη, η ιεράρχηση εξακολουθεί να μην είναι η “ενδεικνυόμενη”, καθώς το κάπνισμα -αν και το μεγαλύτερο αίτιο θνησιμότητας που μπορεί να αποτραπεί- βρίσκεται τελευταίο και ο εμβολιασμός -ο τρόπος εκρίζωσης λοιμώξεων και αποφυγής νοσηρότητας και θνητότητας- είναι προτελευταίος. Επιπλέον, το ότι 43% του δείγματος δε θυμάται αν έχει εμβολιαστεί, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μη αξιολόγηση αυτού ως προτεραιότητα. Ωστόσο, σημαντικό στοιχείο αποτελεί ότι ο ιατρός αποτελεί κυρίως αυτόν τον οποίο εμπιστεύονται για λήψη συμβουλής σε σχέση με το διαδίκτυο», ανέφερε η κα Κατσαούνου.
Ανάγκη για ενημέρωση
Η αυξημένη λήψη μέτρων πρόληψης είναι, επίσης, ένα στοιχείο, που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, καθώς σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2017, καταγράφεται αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού (+13%), της τακτικής άσκησης (+8%) και των διαγνωστικών εξετάσεων (+7%). Παράλληλα, αναδεικνύονται ως παράγοντες που εμποδίζουν τη λήψη πρόσθετων μέτρων πρόληψης, η έλλειψη ενημέρωσης (από το 12% το 2017 στο 26% το 2019) και η έλλειψη χρόνου (29% με αύξηση 3%), ενώ η αδυναμία κάλυψης του κόστους μειώνεται κατά 9%, παραμένοντας, ωστόσο, σταθερά στην πρώτη θέση με 37%. Ο τελευταίος άξονας, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάγκη για αυξημένη ενημέρωση, καθώς μόνο το 21% των ερωτηθέντων θεωρεί σήμερα ότι είναι πολύ ενημερωμένο (πρόσθετο 48% δηλώνει αρκετά ενημερωμένο), ενώ 30% δηλώνει λίγο/καθόλου, με συνέπεια η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης να εμφανίζεται ως βασικός λόγος για τη μη λήψη μέτρων πρόληψης. Η έλλειψη ενημέρωσης αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα που αφορούν τη διακοπή του καπνίσματος. Έτσι μόνο το 80% των καπνιστών αποπειρώνται να διακόψουν μόνοι τους (ποσοστά επιτυχίας 3-5%) ενώ μόνο 4% απευθύνεται στα ιατρεία διακοπής του καπνίσματος (ποσοστά επιτυχίας πάνω από 35%) και 8% καταφεύγει στα καινούργια καπνικά προϊόντα (μη ασφαλή).
«Αν και οι προσπάθειες των τελευταίων ετών αρχίζουν να αποδίδουν ενάντια στο αντι-εμβολιαστικό κίνημα, μόνο το 43% του δείγματος αξιολογεί τον εμβολιασμό ως μέτρο πρόληψης. Επιπρόσθετα, τα συμπληρώματα διατροφής εξακολουθούν να κατέχουν μερίδιο στους τρόπους πρόληψης, ενώ η υγιεινή διατροφή – αν και πρώτη σε σειρά- μείωσε το ποσοστό της. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων αναγνωρίζει την πρόληψη ως προτεραιότητα, αλλά ΜΟΝΟ το 21% είναι καλά ενημερωμένο, απλά καταδεικνύει την αναγκαιότητα και την αξία εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού», σημείωσε η κα Κατσαούνου.