Οι γυναίκες που έχουν ενθέματα σιλικόνης στο στήθος τους μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων σπάνιων καταστάσεων, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη μελέτη που έχει διεξαχθεί για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τους στην υγεία μετά την έγκρισή τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Οργανισμός Τροφίμων και φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) απαγόρευσε την χρήση ενθεμάτων σιλικόνης στο στήθος, ανταποκρινόμενος στις ανησυχίες του κοινού σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία, όπως το ενδεχόμενο καρκίνου, ασθενειών του συνδετικού ιστού και αυτοάνοσων νοσημάτων. Εντούτοις, η μεταγενέστερη έρευνα δεν βρήκε καμία συσχέτιση με τις καταστάσεις αυτές. Έτσι, το 2006, ο FDA ενέκρινε τα γεμισμένα με γέλη σιλικόνης ενθέματα από δύο κατασκευαστές (Allergan και Mentor Corp), με την προϋπόθεση ωστόσο ότι θα διεξάγουν μεγάλες μελέτες για την παρακολούθηση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων υγείας και ασφάλειας μετά την έγκριση (LPAS) .
Παρά τη συλλογή άφθονων δεδομένων και την ανοικτή δημόσια πρόσβαση, η βάση δεδομένων δεν είχε ποτέ αναλυθεί και δημοσιευθεί.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα σχεδόν 100.000 ασθενών που συμμετείχαν στις μελέτες αυτές μεταξύ 2007 και 2009-10. Περισσότερες από 80.000 είχαν βάλει ενθέματα σιλικόνης, ενώ οι υπόλοιπες είχαν τοποθετήσει στο στήθος τους ενθέματα φυσιολογικού ορού.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που είχαν ενθέματα σιλικόνης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων σπάνιων καταστάσεων σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Ειδικότερα, πρόκειται για τρεις καταστάσεις που ταξινομούνται ως αυτοάνοσες ή ρευματολογικές διαταραχές: το σύνδρομο Sjogren, με κίνδυνο περίπου οκτώ φορές υψηλότερο από τον γενικό πληθυσμό, το σκληρόδερμα, με επταπλάσια αύξηση του κινδύνου και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, με περίπου έξι φορές αύξηση του κινδύνου.
Τα ενθέματα σιλικόνης συσχετίστηκαν επίσης με αύξηση του κινδύνου θνησιγένειας κατά 4,5 φορές, οι πιθανότητες εμφάνισης μελανώματος, ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερες στις γυναίκες με ενθέματα σιλικόνης, ενώ δεν υπήρξε σημαντική συσχέτιση με τον κίνδυνο αυτοκτονίας, που είχε προταθεί από προηγούμενη μελέτη. Η βάση δεδομένων περιελάμβανε μόνο μία περίπτωση αναπλαστιικού από μεγάλα κύτταρα λεμφώματος που σχετίζεται με το ένθεμα του μαστού – ενός σπάνιου αλλά σοβαρού τύπου καρκίνου που είχε προηγουμένως συσχετιστεί με τα ενθέματα στήθους.
Σε σύγκριση με τα ενθέματα φυσιολογικού ορού, αυτά της σιλικόνης συνδέονταν επίσης με υψηλότερο κίνδυνο ορισμένων χειρουργικών επιπλοκών, όπως η καψική σύσπαση (ουλές γύρω από το εμφύτευμα), η οποία εμφανίστηκε σε ποσοστό 5 % έναντι 2,8 % στα ενθέματα φυσιολογικού ορού.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα ευρήματα αυτά είναι συσχετίσεις που παρατηρούνται και δεν αποδεικνύουν ότι οι καταστάσεις αυτές προκαλούνται από τα ενθέματα σιλικόνης. Η οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια απαιτεί περαιτέρω μελέτη.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Annals of Surgery.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Πλαστική Χειρουργική: «Καμπανάκι κινδύνου» για την πιο θανατηφόρα επέμβαση
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σύνδρομο Sjögren: Τι είναι και τι πιθανότητες έχετε να σας συμβεί