Μια διαταραχή που πυροδοτεί αφύσικα υψηλή αρτηριακή πίεση της εγκύου σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα πρόωρου θανάτου του παιδιού από τη γέννηση έως και μετά την ενηλικίωσή του, δείχνει μια νέα μεγάλη επιστημονική έρευνα.

Η υπερτασική διαταραχή της κύησης περιλαμβάνει την προεκλαμψία, την εκλαμψία και την υπέρταση, που μπορεί να επιφέρουν επιπλοκές στην εγκυμοσύνη. Η διαταραχή επηρεάζει έως το 10% των κυήσεων παγκοσμίως και είναι μια από τις βασικές αιτίες ασθένειας και θανάτου μητέρων και νεογνών.

1

Επίσης έχει συσχετιστεί με διάφορες παθήσεις αργότερα του παιδιού, όπως μεταβολικό σύνδρομο (συνδυασμό διαβήτη, υπέρτασης και παχυσαρκίας), αυτοάνοσες παθήσεις και νευροαναπτυξιακές ή ψυχιατρικές διαταραχές.

Οι ερευνητές από την Κίνα και τη Δανία, με επικεφαλής τον ειδικό στη βιοστατιστική δρ Γιονγκφού Γιου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Φουντάν της Σαγκάης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), ανέλυσαν στοιχεία σε βάθος 20ετίας για περίπου 2,43 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους το 4,2% είχε εκτεθεί σε προγεννητική διαταραχή υπέρτασης (το 2,8% σε προεκλαμψία και το 1,4% σε υπέρταση).

Διαπιστώθηκε ότι η πρόωρη θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία (έως την ηλικία των 41 ετών) ήταν κατά 26% μεγαλύτερη στα παιδιά που ως έμβρυα είχαν εκτεθεί σε υπερτασική διαταραχή κύησης.

Ειδικότερα, ο κίνδυνος ήταν αυξημένος κατά 29% στην περίπτωση προεκλαμψίας, 188% εκλαμψίας και 12% υπέρτασης της εγκύου μητέρας.

Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες εμφάνισαν σοβαρή και πρώιμη προεκλαμψία, είχαν πάνω από έξι φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου, ιδίως αν συνυπήρχε ιστορικό διαβήτη ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της μητέρας. Δεν βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στην μητρική υπερτασική διαταραχή κύησης και σε θανατηφόρο καρκίνο στο παιδί.

Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη περαιτέρω μελέτης για να διερευνηθούν οι βιολογικοί μηχανισμοί μεταξύ της διαταραχής κύησης της μητέρας και της πρόωρης θνησιμότητας του παιδιού.

Διαβάστε επίσης:

Αυτή η συνήθεια την ώρα του ύπνου αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας, διαβήτη και υπέρτασης