Ο σχεδιασμός του νέου Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) βρέθηκε στο επίκεντρο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ακολουθώντας τη δέσμευση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για αναδιαμόρφωσή του κατά την μετά κορονοϊού εποχή.
Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάστηκαν τα βασικότερα σημεία σχετικής μελέτης που εκπόνησαν επτά διακεκριμένοι καθηγητές, από πέντε πανεπιστήμια της χώρας, η οποία διαμόρφωσε μία συνολική πρόταση με 70 επιμέρους προτάσεις.
Σύμφωνα με τους συντάκτες, η πρόταση αυτή στοχεύει στη μετατροπή του ΕΣΥ σε ένα σύγχρονο δημόσιο σύστημα υγείας, με έμφαση στην ισότητα, την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα.
Παράλληλα, εκφράστηκαν οι προθέσεις και τα επόμενα βήματα της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου υγείας, και θίχτηκε το θέμα μεταρρυθμίσεων που «πάγωσαν» λόγω της κρίσης του κορονοϊού, οι οποίες σύντομα θα κατατεθούν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Ο Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, Γιάννης Τούντας, παρουσίασε την πρόταση της διαΝΕΟΣΙΣ για τη γενική αναδιοργάνωση του Συστήματος Υγείας, δίνοντας έμφαση στα σημαντικότερα σημεία της.
«Το υφιστάμενο ΕΣΥ, παρότι ανταποκρίθηκε με εξαιρετικό τρόπο στις προκλήσεις της επιδημίας τους τελευταίους μήνες, χάρη στις έγκαιρες και τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις του υπουργείου Υγείας, παραμένει ένα ΕΣΥ το οποίο χαρακτηρίζεται από υποστελέχωση, υποχρηματοδότηση, ανεπαρκή διοίκηση και από έλλειψη σχεδιασμού, συν το γεγονός ότι βασίζεται σε αξίες της Ελλάδας του χθες. Εμείς θέλαμε να δούμε ένα ΕΣΥ της Ελλάδας του σήμερα και κυρίως της Ελλάδας του αύριο. Το σημερινό ΕΣΥ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες υγείας του ελληνικού πληθυσμού», τόνισε στην τοποθέτησή του ο κος Τούντας.
Οργάνωση
Η μελέτη προτείνει οι Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ), από 7 που είναι σήμερα να γίνουν 13 και να αντιστοιχηθούν στις Διοικητικές Περιφέρειες της χώρας. Αυτό θα επιτρέψει αφενός την εμπλοκή της Διοικητικής Περιφέρειας στο σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος υγείας, αφετέρου τους σχεδιασμούς και τις παρεμβάσεις με βάση τις ανάγκες υγείας της κάθε Περιφέρειας.
Παράλληλα, προτείνεται ανασχεδιασμός του νοσοκομειακού χάρτη, με αναδιάρθρωση των νοσοκομείων, αλλαγές χρήσης, συγχωνεύσεις, δημιουργία νοσοκομειακών συμπλεγμάτων και δικτύων αλλά και μία ανακατανομή των νοσοκομειακών κλινών της χώρας, των κλινικών και των εργαστηρίων.
Η οργάνωση μιας ισχυρής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), η οποία αποτελεί για τους επιστήμονες τον «αδύναμο κρίκο» του ΕΣΥ, είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία της πρότασης, ενώ παράλληλα προτείνεται η ενίσχυση καινοτόμων υπηρεσιών, με ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας, νοσηλεία στο σπίτι, κέντρα χρονίως πασχόντων, κλινικές και χειρουργεία ημέρας.
Η συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α.) και των ενώσεων ασθενών στη λειτουργία του συστήματος εντάσσεται, επίσης, στο πλαίσιο της πρότασης για το νέο ΕΣΥ, έτσι ώστε να υπάρχει μια ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Διοίκηση
Η βασική πρόταση περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός κέντρου στρατηγικού σχεδιασμού και αξιολόγησης, με τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), υπό την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, που θα συλλέγει όλες τις πληροφορίες από την καθημερινή λειτουργία των μονάδων του ΕΣΥ, θα τις επεξεργάζεται και με βάση αυτές θα μπορεί να κάνει και προτάσεις σχεδιασμού αλλά κυρίως προτάσεις αξιολόγησης και ελέγχου.
Προτείνεται, επίσης, τα νοσοκομεία να αλλάξουν θεσμικό καθεστώς και να γίνουν ΝΠΙΔ, χωρίς ωστόσο να χάσουν το δημόσιο χαρακτήρα τους. Δηλαδή, να μετατραπούν σε θυγατρικές εταιρείες των ΥΠΕ, οι οποίες θα παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και έτσι θα αποκτήσουν μια διαχειριστική ευχέρεια την οποία δεν έχουν σήμερα.
Οι διοικητικές αρμοδιότητες προτείνεται να μεταφερθούν σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλό επίπεδο. «Σήμερα και όλα αυτά τα χρόνια, το ΕΣΥ διοικείται από το γραφείο του εκάστοτε υπουργού Υγείας. Θεωρούμε ότι αυτό είναι αναχρονιστικό. Το υπουργείο Υγείας θα πρέπει να έχει επιτελικό ρόλο και η διοίκηση να ασκείται μέσα στη μονάδα, η οποία θα πρέπει να έχει την ευθύνη με αξιοκρατικά κριτήρια και με άξια στελέχη, να προσφέρει καθημερινά το καλύτερο δυνατό έργο», τόνισε ο καθηγητής.
Η σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ), στο πλαίσιο μίας συμπληρωματικής σχέσης, αποτελεί ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της μελέτης, με στόχο τη μεταφορά από τον κρατικό χαρακτήρα του συστήματος, στο δημόσιο χαρακτήρα, όπου έχει ρόλο και ο συμβεβλημένος ιδιωτικός τομέας και ο κρατικός και ο ευρύτερος δημόσιος (π.χ.Τ.Α., ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.).
Ειδικά όσον αφορά στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), η πρόταση περιλαμβάνει μετακίνηση του κέντρου βάρους από την έννοια του οικογενειακού γιατρού στην έννοια της οικογενειακής Ιατρικής. Να γίνει, δηλαδή, η οικογένεια ο πυρήνας άσκησης της ΠΦΥ, ενώ αναδεικνύεται η ανάγκη δομών οικογενειακής Ιατρικής, οι οποίες θα συναποτελούν δίκτυα ΠΦΥ σε κάθε Δήμο ή κάθε διαμέρισμα. Αυτά τα δίκτυα θα στελεχώνονται από διάφορες ειδικότητες και θα μπορούν να συμμετέχουν με ίσους όρους οι κρατικοί φορείς, όπως κέντρα υγείας και περιφερειακά ιατρεία, οι φορείς της Τ.Α. (δημοτικά ιατρεία και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες υγείας) καθώς και ο συμβεβλημένος ιδιωτικός τομέας.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην ελεύθερη επιλογή του Έλληνα πολίτη, κάτι που θεωρείται από τους ειδικούς «κλειδί» προκειμένου να υπάρξει ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού. Να μπορούν δηλαδή οι δομές δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με ίσους όρους, κοινά κριτήρια και κοινές προδιαγραφές να ανταγωνίζονται, έτσι ώστε αυτός ο ανταγωνισμός αφενός να βελτιώνει την ποιότητα των υπηρεσιών, αφετέρου να μειώνει το κόστος τους.
Ο κ. Τούντας τόνισε ότι μέχρι τώρα έχουν γίνει προσπάθειες μεταρρυθμίσεων στην υγεία, οι περισσότερες εκ των οποίων απέτυχαν ή έμειναν στη μέση, γιατί έλειπε η απαραίτητη πολιτική βούληση, ενώ εξέφρασε την ελπίδα η παρούσα Κυβέρνηση να προχωρήσει στην άμεση υλοποίησή της.
Χρηματοδότηση
Οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα, ωστόσο, σύμφωνα με τον Επίτιμο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, Γιάννη Κυριόπουλο (μέλος της επιστημονικής ομάδας που συνέταξε την έρευνα), το ζητούμενο δεν είναι τόσο η αύξησή τους αλλά η σωστή κατανομή τους.
«Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα, είναι στο DNA του συστήματος υγείας. Τα τελευταία 50 χρόνια δεν έχουν υπάρξει διακυμάνσεις όσον αφορά στη σύνθεση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική δαπάνη. Κατά συνέπεια το ζητούμενο δεν είναι τόσο να έχουμε πρόσθετους πόρους, αλλά κυρίως να βρούμε τους τρόπους μεταρρύθμισης κατά τους οποίους οι δύο κύριες εισροές να μπορούν να συνυπάρχουν», σημείωσε ο καθηγητής.
Ο ίδιος τόνισε ότι μετά την έξοδο από την μακρά οικονομική κρίση, το σύστημα Υγείας χρειάζεται να επανέλθει κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη δημόσια δαπάνη, ποσοστό που αντιστοιχεί σε λίγο παραπάνω από το 1% του ΑΕΠ. Ο στόχος αυτός πρέπει να προγραμματιστεί, έτσι ώστε σταδιακά να αρχίσουν να μεταφέρονται πόροι από την πλευρά των δημόσιων οικονομικών στο ΕΣΥ. «Νομίζω ότι αυτό είναι εφικτό στην παρούσα συγκυρία αλλά και στις προοπτικές που διανοίγονται στην ελληνική οικονομία», σημείωσε ο κος Κυριόπουλος, τονίζοντας ότι το εγχείρημα σέβεται ακολουθεί και ουσιαστικά ολοκληρώνει προηγούμενες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες διαχρονικών αλλαγών στο ΕΣΥ,
Σύμφωνα με τον ίδιο, το θέμα της χρηματοδότησης και αποζημίωσης δεν είναι ποσοτικό, ούτε απλά τεχνικό. Συνήθως τα συστήματα χρηματοδότησης και αποζημίωσης απεικονίζουν το χαρακτήρα των ανταλλαγών που γίνονται μεταξύ π.χ. 200 χιλιάδων επαγγελματιών υγείας και 11 εκατομμυρίων Ελλήνων. Στο βαθμό που δεν υπάρχει αυτή η ισορροπία προκύπτουν εκτροπές από τις οποίες είναι γεμάτη η σύγχρονη ιστορία και οι οποίες οδηγούν συνήθως σε αποτυχία.
Η επιστημονική ομάδα έχει «δανειστεί» την εμπειρία από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ευρώπη και τις τεχνικές αρετές που εντοπίζονται, όχι ολοκληρωμένες αλλά προωθημένες, στις ΗΠΑ.
Έτσι, προωθείται το πρότυπο ενός απολύτως ελεγχόμενου από το κράτος εσωτερικού ανταγωνισμού στις υπηρεσίες υγείας, ανεξάρτητα από τη φύση και το χαρακτήρα τους. Για το σκοπό αυτό οι βασικές προτάσεις περιλαμβάνουν ενιαίο τρίτο πληρωτή, ο οποίος θα πληρώνει σε τιμές κανονικές, ανεξάρτητα από τα σχήματα ασφάλισης, εισαγωγή τιμών και αποζημίωση με προκαθορισμένα κριτήρια, πρακτικές οι οποίες έχουν εφαρμοστεί σε εκατοντάδες χώρες.
Τα επόμενα βήματα της Κυβέρνησης
Ο Υφυπουργός Υγείας, Βασίλης Κοντοζαμάνης τάχθηκε υπέρ των στόχων που εκφράζει η έκθεση, τονίζοντας ότι η Κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να μεταρρυθμίσει το σύστημα υγείας. Παράλληλα, διευκρίνισε ότι δεν τίθεται θέμα ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, ενώ τόνισε ότι υπάρχει πρόθεση για προσέγγιση του ευρωπαϊκού μέσου όρου ως προς τη χρηματοδότηση.
«Πριν τον κορονοϊό θεσμοθετήσαμε ένα πλαίσιο για τη δημόσια υγεία και στα πλάνα μας είναι να χρηματοδοτήσουμε την ΠΦΥ. Ή τώρα ή ποτέ! Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Είναι η ευκαιρία και για τη χώρα και για το σύστημα υγείας να αναταχθεί», τόνισε ο κος Κοντοζαμάνης.
Μία εμβληματική για το υπουργείο Υγείας μεταρρύθμιση, η οποία σύντομα θα εισέλθει στη Βουλή, είναι ο Οργανισμός Διασφάλισης της Ποιότητας στις Υπηρεσίες Υγείας, ένας θεσμός ο οποίος θα ρυθμίζει την αγορά.
Με τον Οργανισμό αυτό στοχεύει να βελτιώσει τις υπηρεσίες υγείας προς τους πολίτες και να παρέχει πρόσβαση στον πολίτη σε στοιχεία που αφορούν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, έτσι ώστε να κρίνει προς τα πού θα κατευθυνθεί.
Παράλληλα, με συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια προτίθεται να δημιουργήσει έναν ουσιαστικό χάρτη υγείας, με νέες υπηρεσίες σε όλες τις βαθμίδες του συστήματος, έτσι ώστε να καλυφθεί το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης και της υφιστάμενη κατάστασης του ΕΣΥ.
Ιδιαίτερη σημασία θα δοθεί στη δημιουργία νέων δομών, όπως για παράδειγμα Κέντρων Αποκατάστασης, στις οποίες το σύστημα πάσχει και αναγκάζονται οι πολίτες να καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα.
«Συμφωνώ ότι πρέπει να υπάρξει ένα νέο ΕΣΥ. Το παλιό συμπλήρωσε τα συντάξιμα χρόνια του, 35 και πλέον χρόνια λειτουργίας και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Επίσης να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός σε ότι αφορά τη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων», σημείωσε ο υφυπουργός Υγείας.
Εκτός από τον Οργανισμό προωθείται ένα νέο σύστημα προμηθειών στο χώρο της υγείας με στόχο να αποκαλυφθεί το μέγεθος της σπατάλης που γίνεται όλα αυτά τα χρόνια και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά οι διαθέσιμοι πόροι.
Επιπλέον, αναμορφώνεται ο ρόλος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), το οποίο με συγκεκριμένες εισηγήσεις προς την πολιτική ηγεσία, σε επιστημονικό επίπεδο, και σε συνεργασία με τον Οργανισμό, θα καλύπτει τα επιχειρησιακά και τα επιστημονικά κομμάτια του ΕΣΥ.
Τέλος, οι ΣΔΙΤ, θεωρούνται ένα από τα βασικότερα εργαλεία βελτίωσης του συστήματος υγείας, προκειμένου να παρέχονται ποιοτικότερες υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες.
Για τον καίριο ρόλο τους στην ανάπτυξη του δημόσιου τομέα συμφώνησαν όλοι οι συνομιλητές και ανέφεραν ότι χωρίς τις ΣΔΙΤ ο δημόσιος τομέας όχι μόνο δεν αναπτύσσεται αλλά συρρικνώνεται.
«Σήμερα στην ΠΦΥ το 20% των πολιτών απευθύνεται στο δημόσιο τομέα και το 80% στον ιδιωτικό. Στόχος είναι να αντιστραφεί αυτή η σχέση, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία σήμερα λείπει παντελώς από το σύστημά μας», δήλωσε σχετικά ο κος Τούντας.
Σύμφωνα με τον κο Κυριόπουλο, οι ΣΔΙΤ είναι ένα κλασικό εργαλείο μάνατζμεντ που χρησιμοποιείται ευρέως στο δυτικό κόσμο. «Ήδη λειτουργούν τέτοιες συμπράξεις και στη χώρα μας, οι οποίες είναι άτυπες, κακοφτιαγμένες και καλό είναι να μπουν σε μία φόρμα. Το Ελληνικό Σύστημα Υγείας είναι το πιο ιδιωτικοποιημένο στο δυτικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, με εξαίρεση τη νότια Κορέα και το Μεξικό. Περίπου 39-40% της ελληνικής ιατρικής δαπάνης είναι ιδιωτική δαπάνη, το 90% της οποίας είναι δαπάνη απευθείας συναλλαγών των πολιτών με τους προμηθευτές των υπηρεσιών υγείας. Δεν είναι συμπληρωματική προπληρωμένη δαπάνη μέσω ενός επικουρικού σχήματος που είτε είναι ιδιωτικό είτε κοινωνικό, και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι η πύλη εισόδου των μεταρρυθμίσεων. Χωρίς αυτό καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να σταθεί», τόνισε ο καθηγητής.
Ο υφυπουργός Υγείας υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίζει το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος υγείας», τονίζοντας την ανάγκη να διαχωριστούν οι έννοιες του δημόσιου και του κρατικού χαρακτήρα.
«Οι ΣΔΙΤ δεν είναι τίποτα άλλο από χρηματοδοτικά εργαλεία, τα οποία στοχεύουν να βελτιώσουν τις υπηρεσίες υγείας και τελικά την πρόσβαση του κάθε πολίτη σε αυτές. Δεν είναι ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας. Ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος είναι αδιαπραγμάτευτος και θα τον στηρίξουμε με κάθε τρόπο και κάθε μέσο», διαβεβαίωσε ο κος Κοντοζαμάνης.
.