Περιεχόμενα
Γράφει η Κομνηνού Ελένη, Ρευματολόγος, Υπεύθυνη Τμήματος Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων Κύησης, ΜΗΤΕΡΑ
Η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) έχει αλλάξει το τοπίο για τα ζευγάρια που παλεύουν με τη στειρότητα. Παρέχει ελπίδα και τη δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας σε πολλά άτομα που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν.
Ωστόσο, η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης μερικές φορές μπορεί να παρεμποδιστεί από την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ του ανοσοποιητικού συστήματος και της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Η κατανόηση αυτής της σύνδεσης είναι ζωτικής σημασίας για τα άτομα που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ένα ισορροπημένο και ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα είναι απαραίτητο για μια επιτυχημένη εγκυμοσύνη, αλλά ορισμένες διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στη σύλληψη και όχι μόνο.
Το ανοσοποιητικό σύστημα παίζει κρίσιμο ρόλο στην διατήρηση της συνολικής υγείας ενός ατόμου. Ειδικότερα, το προσαρμοστικό (ειδικό) ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση συγκεκριμένων μικροβίων με τα οποία το σώμα έχει προηγουμένως έρθει σε επαφή.
Η σημασία ενός ισορροπημένου ανοσοποιητικού συστήματος στην εγκυμοσύνη είναι ζωτικής σημασίας, καθώς βοηθά τη μήτρα να αποδεχτεί και να θρέψει το έμβρυο. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που κατοικούν στην αναπαραγωγική οδό παίζουν αντιφατικούς ρόλους: διατηρούν ανοσία έναντι των κολπικών παθογόνων στην κάτω οδό και δημιουργούν ανοσολογική ανοχή για το σπέρμα και του εμβρύου στην ανώτερη οδό.
Οι διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος (αυτοανοσία, αλλοανοσία κ.ά.), επηρεάζουν όλα τα στάδια της Αναπαραγωγής, ακόμη και την έκβαση μιας εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Στα αυτοάνοσα νοσήματα, το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος επιτίθεται σε υγιή κύτταρα και ιστούς, θεωρώντας τα ξένα ή μη φυσιολογικά, παράγοντας αντισώματα εναντίον τους. Οι αυτοάνοσες διαταραχές μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο επιπλοκών της εγκυμοσύνης και δυσμενών εκβάσεων όπως αποβολή, προεκλαμψία, διαβήτης κύησης, περιορισμός της ενδομήτριας ανάπτυξης, πρόωρος τοκετός και μωρά χαμηλού βάρους.
Λόγω του κρίσιμου ρόλου του Ανοσοποιητικού Συστήματος στην εμφύτευση εμβρύου στη μήτρα και στην ανάπτυξη μιας εγκυμοσύνης, μία διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να είναι μία από τις αιτίες της Υπογονιμότητας. Αποτελεί αναγκαιότητα να εξετάζεται το ενδεχόμενο για ορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες–ιδιαίτερα εάν υπάρχει προσπάθεια για τεκνοποίηση-για μεγάλο χρονικό διάστημα (υπάρχει υπογονιμότητα), ή επαναλαμβανόμενες αποβολές.
Μερικά Αυτοάνοσα Νοσήματα που προκαλούν τα ανωτέρω προβλήματα είναι:
- Αυτοάνοσα Νοσήματα του θυρεοειδούς.
- Μειωμένο απόθεμα ωοθηκών , λόγω Αυτοανοσίας.
- Σύνδρομο αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων (APLAS).
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα.
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
- Αντισώματα κατά του σπέρματος, κ.ά.
Αυτές οι καταστάσεις μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις ωοθήκες, μειώνοντας το απόθεμα των ωοθηκών ή τον αριθμό των ωαρίων που απομένουν στις ωοθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη εμμηνόπαυση και στειρότητα. Η ανοσολογική δυσλειτουργία εμφύτευσης (Immunological Implantation Dysfunction IID) είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να μειώσει δραστικά την πιθανότητα επιτυχούς εμφύτευσης και εγκυμοσύνης.
Επί υπάρξεως αυτοανοσίας, περίπου οι μισές από τις in vitro εγκυμοσύνες αποτυγχάνουν κατά τη διάρκεια του σταδίου εμφύτευσης και πολλές φυσικές εγκυμοσύνες αποτυγχάνουν επίσης. Η υπογονιμότητα ή RPL προκαλείται από δυσλειτουργία ανοσολογικής εμφύτευσης (IID) στο 15-20% των γυναικών. Αυτό μπορεί να προκληθεί από διάφορες καταστάσεις όπως αυτοάνοσες διαταραχές ή χρόνια φλεγμονή. Επιπλέον, ορισμένοι γενετικοί παράγοντες μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στην προδιάθεση των ατόμων για IID.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αξιολογούνται και να αντιμετωπίζονται όλες οι γυναίκες που έχουν ενδομητρίωση (αυτοάνοση νόσος), ανεξήγητη υπογονιμότητα/επαναλαμβανόμενη αποτυχημένη εξωσωματική γονιμοποίηση, RPL ή προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό πρωτοπαθών αυτοάνοσων νοσημάτων.
Θεραπείες για Δυσλειτουργία Ανοσολογικής Εμφύτευσης (IID)
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος της IID, υπάρχουν διάφορες στρατηγικές για τη ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Μια συνήθης προσέγγιση είναι η χρήση ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων, όπως τα κορτικοστεροειδή ή οι ενδοφλέβιες ανοσοσφαιρίνες (IVIG) κ.ά. και κυρίως η εμπλοκή Ρευματολόγου που ασχολείται με τα αυτοάνοσα νοσήματα και την Κύηση. Αυτά τα φάρμακα δρουν τροποποιώντας την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και μειώνοντας τη δραστηριότητά του, ελαχιστοποιώντας έτσι τον κίνδυνο επίθεσης στα έμβρυα.
Παράγοντες τρόπου ζωής
Εκτός από τις ιατρικές παρεμβάσεις, βελτίωση των παραγόντων του τρόπου ζωής – μπορούν να επηρεάσουν την ανοσολογική απόκριση κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η υγιεινή διατροφή, η τακτική άσκηση και η διαχείριση του στρες μπορούν όλα να συμβάλουν σε μια καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπλέον, η αποφυγή των τοξινών και η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των πιθανοτήτων για επιτυχημένα αποτελέσματα εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η σχέση μεταξύ του ανοσοποιητικού συστήματος και της εξωσωματικής γονιμοποίησης εξακολουθεί να ερευνάται.
Το ανοσοποιητικό σύστημα και η εξωσωματική γονιμοποίηση έχουν μια περίπλοκη σχέση που μπορεί να επηρεάσει την επιτυχία των θεραπειών γονιμότητας.
Η κατανόηση αυτής της σύνδεσης και η εφαρμογή κατάλληλων παρεμβάσεων μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχούς εμφύτευσης και εγκυμοσύνης.
Η επικοινωνία ασθενούς-ομάδας ιατρών καθώς και η συνεργασία των ιατρών της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής με τον Ρευματολόγο είναι το κλειδί της επιτυχίας.
Διαβάστε επίσης:
Ψωρίαση Δέρματος: Πού βρισκόμαστε σήμερα;