Έντονος προβληματισμός επικρατεί τις τελευταίες ημέρες, σε ειδικούς και μη, σχετικά με την επαναλειτουργία των Δημοτικών σχολείων. Με το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι μικροί μαθητές στα θρανία την 1η Ιουνίου να βρίσκεται στο τραπέζι των διαβουλεύσεων, ο διάλογος ενισχύεται, με τις απόψεις να μοιράζονται προς δύο κατευθύνσεις.
Πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ξεκινήσει την επιστροφή των παιδιών με φυσική παρουσία στη σχολική τάξη, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ελβετία και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης η Αυστραλία, ενώ σε κάποιες χώρες, όπως η Εσθονία, η Ισλανδία και η Σουηδία, τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ. Στη Δανία τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά είναι ανοιχτά εδώ και περίπου ένα μήνα.
«Πρόσφατες δημοσκοπήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου, εκφράζουν την αγωνία των ανθρώπων προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Πολλοί γονείς δεν θέλουν να στείλουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο, επικαλούμενοι λόγους ασφαλείας. Κάποιοι μάλιστα θα ήθελαν να μην πάνε τα παιδιά καθόλου σχολείο, έως ότου υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία ή και εμβόλιο, το οποίο όμως αναμένεται να καθυστερήσει αρκετά. Από την άλλη πλευρά, πολλοί γονείς δεν μπορούν να υποστηρίξουν οιαδήποτε εκπαιδευτική διδασκαλία στο σπίτι, ούτε μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους όσο τα σχολεία παραμένουν κλειστά», ανέφερε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για το θέμα του κορονοϊού, καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, την Τρίτη (19/05/2020).
Όπως διευκρίνισε, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων εστιάζει στις καταλληλότερες επιλογές, βάσει των έως τώρα διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, αλλά και των αναγκών των παιδιών, με δεδομένες ωστόσο τις αβεβαιότητες που υπάρχουν σε σχέση με το νέο ιό. Παράλληλα, συνυπολογίζει και άλλες παραμέτρους, όπως κοινωνικές και οικονομικές, οι οποίες έχουν ύψιστη σημασία για τη ζωή μας.
Οι επιστημονικές αβεβαιότητες
Ενώ υπάρχουν πολλά επιστημονικά επιχειρήματα που συνηγορούν στο να επιστρέψουν τα μικρά παιδιά στο σχολείο, το γεγονός ότι η επιστήμη δεν έχει καταλήξει σε συμπεράσματα που να καταδεικνύουν 100% ασφάλεια για τα παιδιά, προβληματίζει ιδιαιτέρως τους γονείς.
Όπως έχουν επανειλημμένως επισημάνει οι ειδικοί με τα έως τώρα δεδομένα, τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν και νοσούν ηπιότερα, ενώ ο ρόλος τους στη μετάδοση της νόσου φαίνεται να υπάρχει, αλλά ίσως σε περιορισμένο βαθμό. Εντούτοις, ο καθηγητής κατέστησε σαφές ότι αυτές οι γενικές διαπιστώσεις εκφράζουν το μέσο όρο και δεν αποτελούν εγγύηση για το τι θα συμβεί στο κάθε παιδί που θα πάει στο σχολείο. Υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός παιδιών που ενδεχομένως θα περάσουν σοβαρά τη νόσο, όπως και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που θα την περάσουν ελαφρά. Τέλος, υπάρχουν λίγες τραγικές περιπτώσεις παιδιών, σε χώρες με υψηλό αριθμό κρουσμάτων, τα οποία εμφανίζουν το πολύ σπάνιο «παιδιατρικό πολύ-συστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο».
«Το συμπέρασμα δεν είναι πως δεν συμβαίνουν ή δεν θα συμβούν σε εμάς, αλλά πως είναι πολύ σπάνια, είναι πάρα πολύ μικρή η πιθανότητά τους. Και όσον αφορά εμάς σαν επιστήμονες και επιστημονική Επιτροπή, θεωρώ πως δεν θα πρέπει να υπερτονίζουμε την αρνητική πλευρά των επιστημονικών δεδομένων. Εντούτοις ακούγονται διαφορετικές τοποθετήσεις, ακόμα και από επιστημονικούς κύκλους, που μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους.
Μπορώ να διαβεβαιώσω επιστημονικά, ότι κάποια από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντίστοιχα και για άλλες κοινές ιώσεις κάθε χειμώνα, όπως η γρίπη, όπως οι ιοί του κοινού κρυολογήματος. Και αυτοί σπανιότατα συνοδεύονται από σοβαρές επιπλοκές σε παιδιά. Ο ιός αυτός έχει τις ιδιαιτερότητές του. Αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται με ειδικό τρόπο, όμως η παρουσία του δεν μπορεί να σταματήσει τη ζωή και ζωτικές δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτή», σημείωσε ο Σωτήρης Τσιόδρας και αναφέρθηκε στα επιχειρήματα τα οποία συνηγορούν υπέρ της επιστροφής των μικρών μαθητών στα σχολεία.
Τα υπέρ
- Υπάρχει μια “κρυφή” ανισότητα στη μάθηση και την εκπαίδευση για τα παιδιά που ανήκουν σε πιο φτωχές οικογένειες, η οποία ενισχύεται σε περιόδους παύσης λειτουργίας των σχολείων, ακόμα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό έχει δειχθεί με σχολικές έρευνες πως συμβαίνει, λόγω της μικρότερης πιθανότητας αυτά τα παιδιά να έχουν στο σπίτι ένα περιβάλλον που να ευνοεί την μαθησιακή-εκπαιδευτική διαδικασία και συνήθως διαβάζουν λιγότερο σε τέτοιες περιόδους.
- Υπάρχει σαφώς ένα κόστος σε χαμένη εκπαιδευτική διαδικασία, σε χαμένη γνώση. Αυτό δεν έχει ευρέως αξιολογηθεί και ιδιαίτερα με τον νέο κορονοϊό. Σε μελέτες του εξωτερικού, η πλειονότητα των παιδιών είτε δεν είχε καλή πρόσβαση, είτε δεν παρακολουθούσε πλήρως τα διαδικτυακά μαθήματα. Οι περισσότεροι/ες μαθητές-μαθήτριες , που ανέρχονται σε ποσοστό έως 75%, σε κάποιες έρευνες του εξωτερικού δεν ολοκλήρωναν καν την εργασία που τους είχε ανατεθεί.
- Αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο σημαντικές επιπτώσεις του “απαγορευτικού” στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών, με εμφάνιση άγχους, απομόνωσης, φαινόμενα όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο, κυρίως λόγω της απομάκρυνσης από τα σχολεία και το φιλικό τους καθημερινό περιβάλλον. «Ας μην υποτιμάμε την επιρροή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Αυτή την στιγμή έχουμε παιδιά στα σπίτια, που εδώ και βδομάδες δεν έχουν ουσιαστική επαφή με τους συνομηλίκους τους», σημείωσε ο καθηγητής.
- Υπάρχουν οικονομικοί λόγοι που αφορούν τους γονείς και την κοινωνία. Σε πρόσφατες δηλώσεις της σχετικά με την επαναλειτουργία των σχολείων, η UNICEF, συνέστησε στις αρχές και τις πολιτικές ηγεσίες να συνεξετάζουν τα οφέλη και τους κινδύνους στην εκπαίδευση, στη Δημόσια Υγεία, τις επιπτώσεις σε κοινωνικο-οικονομικά μεγέθη, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα.
Οι προβληματισμοί
Παρά τα επιχειρήματα υπέρ της επαναλειτουργίας των Δημοτικών, κρίσιμο ερώτημα παραμένει το τι θα λειτουργήσει προς το καλύτερο συμφέρον του εκάστοτε παιδιού και του οικογενειακού περιβάλλοντός του ξεχωριστά, καθώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά περίπτωση.
«Για ένα παιδί που ανήκει σε ευπαθή ομάδα, ένα παιδί που μένει με την γιαγιά ή τον παππού ή κάποια άλλη ευπαθή ομάδα στο σπίτι, ένα παιδί που ζει σε ένα σπίτι που συστεγάζονται πολλές γενιές μαζί, είναι σημαντικό για την υγεία του, την υγεία τους, να μην πάει στο σχολείο αυτή τη στιγμή με στόχο, όμως, να μην βλαφθούν και οι υπόλοιπες παράμετροι που προαναφέραμε», τόνισε ο κος Τσιόδρας στο πλαίσιο της τακτικής ενημέρωσης.
Υπενθυμίζεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς διατηρούν το δικαίωμα να μην στείλουν το παιδί τους στο σχολείο. Εντούτοις, οι ειδικοί τονίζουν ότι μια τέτοια επιλογή έχει νόημα μόνο όταν το παιδί παραμένει στο σπίτι σε απομόνωση. Εάν βγαίνει για να παίξει σε γειτονιές και πλατείες εκτίθεται σε επαφή ούτως ή άλλως και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που είναι μη ελεγχόμενο, όπου δεν διασφαλίζεται η τήρηση των μέτρων.
«Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αυτή την στιγμή πως οι κίνδυνοι είναι περισσότεροι από το όφελος των παιδιών που επανέρχονται στην σχολική διαδικασία. Βέβαια, κάτι που λειτουργεί καλά για ένα παιδί, μπορεί να μην λειτουργεί καλά για ένα άλλο. Οριζόντιες αποφάσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να λαμβάνονται σε αυτή τη φάση.
Ποια είναι η καταλληλότερη στρατηγική για την Πατρίδα μας, όταν μάλιστα δεν έχουμε όλα τα δεδομένα, όπως και οι περισσότερες χώρες; Φαίνεται πως δεν υπάρχει, ούτε και είναι απαραίτητη μια εγγύηση 100% για την επιστροφή των παιδιών στις τάξεις», σημείωσε ο καθηγητής.
Ειδική αναφορά έκανε στα νηπιαγωγεία και τους παιδικούς σταθμούς, τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα, καθώς δεν είναι πρακτικά εφικτή η διατήρηση της απόστασης και σε αυτές τις δομές οι κανόνες είναι διαφορετικοί. Υγιεινή των χεριών, να μην φέρνουν τα παιδιά παιχνίδια από το σπίτι, να γίνονται περισσότερες δραστηριότητες σε υπαίθριους χώρους, να χωρίζονται τα παιδιά σε μικρές ομάδες, να απαγορεύεται η είσοδος των γονέων στο κτήριο ή και να διατηρούνται αποστάσεις μεταξύ των γονέων στις θύρες του σχολείου, είναι κάποια από τα μέτρα που προτείνουν διεθνείς οργανισμοί.
Σύνθετο δίλημμα
Το άνοιγμα των σχολείων για τα μικρά παιδιά παραμένει ένα σύνθετο δίλημμα, με αρκετά υπέρ και ορισμένους ενδοιασμούς. Ωστόσο, σύμφωνα με το Σωτήρη Τσιόδρα, η δεδομένη χρονική στιγμή μοιάζει η καταλληλότερη για να επιστρέψουν τα περισσότερα παιδιά -υπό προϋποθέσεις πάντα- στην κανονικότητα.
«Κατά τη γνώμη μου, τα οφέλη είναι περισσότερα από τους κινδύνους και όσο περνάει ο καιρός, το κοινωνικό κόστος στο να κρατά κανείς τα σχολεία κλειστά, θα μεγεθύνεται.
Μπορούν να επιστρέψουν στα Δημοτικά τα παιδιά μας, με κανόνες υγιεινής, με κάποια μέτρα απόστασης, προσαρμοσμένα στη λειτουργία του σχολείου, στην ασφάλεια των παιδιών και του προσωπικού. Ήδη στις γειτονιές μας έχουν αρχίσει πολλά παιδιά να παίζουν μαζί. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να μπορούμε να έχουμε έναν συνεχή έλεγχο και εκτίμηση των δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, κατά το δυνατόν, ώστε το τρίπτυχο για το οποίο μιλάμε όλον αυτόν τον καιρό, του ελέγχου, της ιχνηλάτησης, της απομόνωσης, να τηρείται προσεκτικά όπως σε όλους τους χώρους, και στο χώρο του σχολείου.
Δεν πρέπει να μείνουμε στην περιπτωσιολογία. Ζούμε κάτι έκτακτο. Κάθε οικογένεια, κάθε παιδί είναι διαφορετικό, αλλά να μην μείνουμε σε αυτό», σημείωσε ο καθηγητής.
Η Επιτροπή έχει εισηγηθεί και θα συνεχίσει να εισηγείται για τους κανόνες, ενώ επιφυλάσσεται να επανεξετάσει τα δεδομένα όταν έρθει η στιγμή. Ωστόσο, η τελική απόφαση θα ληφθεί από την Πολιτεία. Όπως ανακοίνωσε ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκος Χαρδαλιάς, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες, οι αποφάσεις θα ληφθούν την ερχόμενη Δευτέρα, οπότε και θα γίνουν οι σχετικές ανακοινώσεις.
«Η αλήθεια είναι πως τελικά ό,τι και να εισηγηθεί η επιστημονική μας Επιτροπή, ό,τι και να αποφασίσει η Πολιτεία, την καλύτερη απόφαση για τα παιδιά τους, θα την πάρουν στο οικογενειακό περιβάλλον οι δικοί τους άνθρωποι, οι οικείοι τους, με γνώμονα τι είναι το καλύτερο για το παιδί τους, τι συμφέρει το παιδί τους πιο πολύ αυτή τη στιγμή», υπογράμμισε κλείνοντας την τοποθέτησή του ο κος Τσιόδρας.