Τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές της COVID-19 από ό, τι πίστευαν μέχρι τώρα οι επιστήμονες, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο JAMA Pediatrics.
Η μελέτη, η οποία είναι η πρώτη που περιγράφει τα χαρακτηριστικά παιδιατρικών ασθενών με σοβαρή COVID-19 στη Βόρεια Αμερική, αναδεικνύει το σημαντικό φορτίο της λοίμωξης στα παιδιά (σ.σ. η συνολική επίδραση της πάθησης σε ένα άτομο και στην κοινωνία), αλλά επιβεβαιώνει ότι η σοβαρή νόσος είναι λιγότερο συχνή και τα πρώιμα στοιχεία από τα νοσοκομεία είναι καλύτερα στα παιδιά από ό, τι στους ενήλικες.
«Η πεποίθηση ότι η COVID-19 δεν πλήττει τους νέους είναι απλώς λανθασμένη. Ενώ τα παιδιά είναι πιο πιθανό να αρρωστήσουν εάν έχουν άλλες χρόνιες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι και τα παιδιά χωρίς χρόνια ασθένεια διατρέχουν κίνδυνο. Οι γονείς πρέπει να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά τον ιό», δήλωσε ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο Lawrence C. Kleinman, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Robert Wood Johnson του Πανεπιστημίου Rutgers.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 48 παιδιά και νεαρούς ενήλικες – από 0 έως 21 ετών – που εισήχθησαν με COVID-19 σε παιδιατρικές μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Περισσότερα από το 80% είχαν χρόνια υποκείμενα νοσήματα, όπως ανοσοκαταστολή, παχυσαρκία, διαβήτη, επιληπτικές κρίσεις ή χρόνια πνευμονική νόσο. Από αυτά, το 40% χρειάστηκαν τεχνολογική υποστήριξη.
Περισσότερα από το 20 % εμφάνισαν ανεπάρκεια σε δύο ή περισσότερα συστήματα οργάνων, λόγω της COVID-19, και σχεδόν το 40 % χρειάστηκαν διασωλήνωση και αναπνευστήρα. Στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης, σχεδόν το 33% των παιδιών νοσηλεύονταν ακόμη, με τα τέσσερα να εξακολουθούν να χρειάζονται υποστήριξη της αναπνοής. Δύο από τα παιδιά που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης (τρεις εβδομάδες) κατέληξαν.
«Η μελέτη παρέχει μια βασική κατανόηση του φορτίου της νόσου COVID-19 σε παιδιατρικούς ασθενείς. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι αυτή η αναδυόμενη ασθένεια ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένη τον Μάρτιο και ότι δεν είναι εντελώς καλοήθης μεταξύ των παιδιών», δήλωσε ο Hariprem Rajasekhar, παιδίατρος – εντατικολόγος από το Τμήμα Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής Robert Wood Johnson.
Όσον αφορά στη θνησιμότητα, οι παιδιατρικοί ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ παρουσίασαν ποσοστό 4,2 %, τη στιγμή που τα δημοσιευμένα ποσοστά θνησιμότητας φτάνουν και το 62% μεταξύ των ενηλίκων, καθώς και λιγότερα περιστατικά αναπνευστικής ανεπάρκειας.
«Παρόλο που η συλλογή δεδομένων για αυτήν τη μελέτη έχει τελειώσει, συνεχίζουμε να αναπτύσσουμε συνεργασίες με συναδέλφους στην περιοχή μας και σε ολόκληρη τη χώρα, επιχειρώντας να κατανοήσουμε τις πιο σοβαρές επιπλοκές», είπε ο Rajasekhar, αναφέροντας ως παραδείγματα την καρδιακή ανεπάρκεια και τη νόσο Kawasaki. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι κανένα από τα παιδιά που συμμετείχαν στη μελέτη, δεν επλήγη από το νέο μυστηριώδες φλεγμονώδες σύνδρομο που προσομοιάζει με τη νόσο και συνδέεται με τον κορονοϊό.
«Μπορείτε να δείτε αυτά τα ευρήματα είτε σαν ένα μισοάδειο είτε σαν ένα μισογεμάτο ποτήρι. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η ασθένεια μπορεί στην πραγματικότητα να είναι σοβαρή στα παιδιά. Δεν είναι όπως στην αρχή όταν ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ», δήλωσε στη New York Times ο Δρ Daniele De Luca, εκλεγμένος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής και Νεογνικής Εντατικής Θεραπείας, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Οι συμμετέχοντες ερευνητές είναι μέλη μιας διεθνούς συνεργασίας, με περισσότερους από 300 ειδικούς στην παιδιατρική εντατική φροντίδα και στις μολυσματικές ασθένειες, που συστάθηκε προκειμένου να μελετήσει τον κορονοϊό στα παιδιά και να κάνει σχετικές συστάσεις.