Κάθε αναπνοή που παίρνουμε έχει θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες  στον οργανισμό, αναλόγως της αναπνευστικής οδού που χρησιμοποιείται. Έχει αποδειχθεί ότι η ρινική αναπνοή προσφέρει πολλαπλά οφέλη στην υγεία.

Εντούτοις, υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι συχνά, μη συνειδητά, αναπνέουν από το στόμα, κάτι που τις περισσότερες φορές να οφείλεται στην απόφραξη της μύτης.

«Ανασαίνουμε περίπου 18-20 φορές το λεπτό, 1.080 φορές την ώρα και 25.920 φορές την ημέρα, αλλά κανείς δεν προσέχει αυτή τη λειτουργία παρά μόνο όταν αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία. Και ο τρόπος εκτέλεσης αυτής της αυτόματης διαδικασίας  είναι αποφασιστικής σημασίας για την καλή υγεία και ευεξία. Η ρινική αναπνοή είναι ο πιο υγιεινός τρόπος για να αναπνεύσει κανείς γιατί έτσι θερμαίνεται, ενυδατώνεται και φιλτράρεται ο αέρας που εισπνέουμε. Μάλιστα, θεωρείται ως η πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας. «Υπάρχει ένα πολύπλοκο σύστημα φιλτραρίσματος του αέρα πριν αυτός εισέλθει στους πνεύμονες, καθώς παγιδεύονται μεγάλα σωματίδια με τη βοήθεια των τριχών στην είσοδο της μύτης, αλλά και μικρότερα μέσω του ρινικού βλεννογόνου και της παραγόμενης βλέννης», διευκρινίζει.

Πέραν αυτών των πολύ σημαντικών επιδράσεων, άλλος ένας λόγος που η ρινική αναπνοή θεωρείται απαραίτητη είναι το μονοξείδιο του αζώτου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου παράγεται στο βλεννογόνο της μύτης. Αυτό παίζει ζωτικό ρόλο σε λειτουργίες, όπως η ρύθμιση της ροής του αίματος στα αγγεία, η αγγειοδιαστολή ενώ ταυτόχρονα έχει ρόλο νευροδιαβιβαστή για τη σεροτονίνη και τη ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, συντελώντας έτσι στην καλή ψυχική υγεία. Επίσης άτομα που θέλουν να βελτιώσουν τις αθλητικές επιδόσεις τους, καταφεύγουν στα συμπληρώματα μονοξειδίου του αζώτου για μεγαλύτερη μυϊκή αντοχή, καθώς με την αύξηση της αιμάτωσης των μυών αποφεύγεται η εύκολη κόπωση. Παρόλο που παράγεται σε μικρές ποσότητες, η δράση του ως αγγειοδιασταλτικό και βρογχοδιασταλτικό βοηθά στην απορρόφηση του οξυγόνου από τους πνεύμονες αλλά και τους ιστούς του σώματος.

Διαταραχές στον ύπνο

Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι ενήλικες που αναπνέουν από το στόμα είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν διαταραχές στον ύπνο, ροχαλητό, κόπωση, μειωμένη παραγωγικότητα και κακή ποιότητα ζωής σε σχέση με εκείνους που αναπνέουν από τη μύτη. Στα παιδιά, οι επιβλαβείς επιδράσεις της αναπνοής από το στόμα είναι πολύ μεγαλύτερες, καθώς κατά τη διάρκεια των ετών ανάπτυξης ο τρόπος αναπνοής συμβάλλει στη διαμόρφωση των στοματικών δομών και των δομών του προσώπου και των αεραγωγών.

Ειδικότερα, τα παιδιά των οποίων η στοματική αναπνοή αφήνεται χωρίς θεραπεία για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, μπορεί να θέσει το υπόβαθρο για δια βίου αναπνευστικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός λιγότερο όμορφου προσώπου. Μπορεί να παρατηρηθεί κακή οδοντική σύγκλειση, όπως και σχηματισμός μακρύτερου προσώπου. Οι αλλαγές των δομών του κρανίου μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση διαταραχών ύπνου, αποφρακτικής υπνικής άπνοιας τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες, με συνέπεια την έλλειψη ποιοτικού και επαρκούς ύπνου, η οποία προκαλεί υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Έχει παρατηρηθεί ότι η υπνηλία που προέρχεται από κακή αναπνοή κατά τη διάρκεια της νύχτας συχνά συναντάται στα παιδιά, που διαγιγνώσκονται λανθασμένα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και υπερκινητικότητας.

Αλλαγές στο πρόσωπο

Μια μελέτη που ασχολήθηκε με τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στη δομή του προσώπου που προκαλούνται από τη χρόνια στοματική αναπνοή, διαπίστωσε ότι αυτή η συνήθεια έχει άμεση επίδραση στις πολλαπλές φυσιολογικές και συμπεριφορικές λειτουργίες.

«Όταν αναπνέουμε από το στόμα, η υπερώα με την σταφυλή τείνουν να μετακινηθούν προς τα επάνω και πίσω, δηλαδή προς το οπίσθιο φαρυγγικό τοίχωμα, κλείνοντας έτσι τον ρινοφαρυγγικό αυλό. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια της ρινικής αναπνοής, η υπερώα με την σταφυλή κινούνται προς τα κάτω και πρόσθια μέχρι να ακουμπήσουν στη ράχη της γλώσσας, κλείνοντας έτσι τον στοματοφαρυγγικό αυλό. Αναλόγως του μέσου αναπνοής, διαφορετική είναι και η θέση της γλώσσας. Η σωστή θέση ανάπαυσης της γλώσσας (στον ουρανίσκο) η οποία επιτυγχάνεται μόνο με τη ρινική αναπνοή έχει ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση της μεταβλητότητας του καρδιακού ρυθμού, η οποία δεν επιτυγχάνεται όταν η αναπνοή γίνεται από το στόμα. Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργεί η στοματική αναπνοή είναι ότι η γλώσσα βρίσκεται σε χαμηλή προς τα κάτω θέση, με αποτέλεσμα τη μη φυσιολογική δραστηριότητα της γλώσσας, η οποία μπορεί να ασκήσει υπερβολική δύναμη στην οδοντοστοιχία κατά τη διάρκεια της κατάποσης, συμβάλλοντας στην κακή σύγκλειση στα παιδιά, αλλά και να οδηγήσει σε περιοδοντική νόσο και άτυπο μυοσκελετικό πόνο στην ενηλικίωση», μας εξηγεί ο Δρ. Μοιρέας.

Επιπλέον, όταν η γλώσσα βρίσκεται χαμηλά  μπορεί να προκαλέσει μορφολογικές αλλαγές στο στόμα και το πρόσωπο, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα το μάσημα, την κατάποση, την ομιλία, την απόφραξη, την κροταφογναθική άρθρωση, τη στοματική υγιεινή, την ορθοδοντική θεραπεία, την αισθητική του προσώπου και τη σκελετική ανάπτυξη του προσώπου.

Αιτίες και αντιμετώπιση

Για να εισπνέουν επαρκή ποσότητα αέρα, όσοι αναπνέουν μέσω του στόματος συνήθως γέρνουν το κεφάλι τους προς τα εμπρός. Αυτή η στάση οδηγεί συχνά σε κόπωση των μυών, πόνο στον αυχένα, πίεση στην περιοχή της κροταφογναθιαίας άρθρωσης, συμπίεση του σπονδυλικού δίσκου και πονοκεφάλους.

«Η σωστή διαχείριση και έγκαιρη ανίχνευση της πάθησης που υποχρεώνει στη στοματική αναπνοή είναι το κλειδί για την πρόληψη αλλά και θεραπεία της αιτίας όλων αυτών των προβλημάτων. Η στοματική αναπνοή είναι αποτέλεσμα διαφόρων ρινικών προβλημάτων που προκαλούν απόφραξη, εκ των οποίων άλλα αντιμετωπίζονται συντηρητικά, όπως η αλλεργική ρινίτιδα, και άλλα απαιτούν χειρουργική επέμβαση, όπως η σκολίωση ρινικού διαφράγματος, η υπερτροφία ρινικών κογχών ή των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Σήμερα οι επεμβάσεις για τη διόρθωση αυτών είναι απλές και ανώδυνες. Γίνονται δε συχνά σε συνδυασμό με αισθητικές παρεμβάσεις όταν υπάρχουν δυσμορφίες. Η ταυτόχρονη λειτουργική και αισθητική ρινοπλαστική έχει αποδειχθεί ότι απαλλάσσει τους ασθενείς από τα προβλήματα που έχουν αντίκτυπο τόσο στη σωματική υγεία όσο και στην ψυχική, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.