Προς ένα πιο «εξειδικευμένο» μοντέλο ανοίγματος των δραστηριοτήτων προσανατολίζεται η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, με την προσέγγισή της να απομακρύνεται από τη λογική «όλα για όλους, πλην εξαιρέσεων».

Καθώς η επιδημιολογική εικόνα της χώρας θα βελτιώνεται, οι επιστήμονες προτίθενται να εξετάσουν το ενδεχόμενο επανεκκίνησης των δραστηριοτήτων με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα της εκάστοτε περιοχής και όχι οριζόντια σε όλη τη χώρα με εξαιρέσεις όπου επιβάλλεται, στρατηγική την οποία ακολουθεί σήμερα.

Μια τέτοια προοπτική θα δώσει τη δυνατότητα σε περιοχές που η κατάστασή τους το επιτρέπει να λειτουργήσουν με ασφάλεια εντός ενός πιο “κανονικού” πλαισίου, με τις δραστηριότητες να ανοίγουν ανάλογα με τους «τοπικούς» επιδημιολογικούς δείκτες.

Παράλληλα, η υποεπιτροπή των ειδικών που πραγματεύεται τις τελευταίες εβδομάδες τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει εφικτή η επανεκκίνηση με ασφάλεια, πέραν των επιδημιολογικών δεδομένων που αποτελούν εξαρχής το βασικό οδηγό της, επεξεργάζεται ήδη και μια αποτύπωση του κινδύνου μετάδοσης για κάθε μια δραστηριότητα ξεχωριστά, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και την εμπειρία από τη χώρα τον τελευταίο χρόνο. Η αρμόδια υποεπιτροπή αποδύεται σε μία προσπάθεια ταξινόμησης των δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να ανοίγουν κατά προτεραιότητα εκείνες που έχει φανεί ότι δεν προκαλούν μεγάλη επιδημιολογική επιβάρυνση στην κοινότητα, αλλά και περιγραφής των προϋποθέσεων που θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση, έτσι ώστε οποιαδήποτε επαναλειτουργία να γίνεται με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια.

Παρά τις προθέσεις του Μαξίμου για μεγαλύτερα ανοίγματα, η επιδημιολογική εικόνα της χώρας και κυρίως η κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία, δεν αφήνουν περιθώρια για παρακινδυνευμένα βήματα στους επιστήμονες, οι οποίοι αναζητούν συνεχώς λύσεις προκειμένου να επιστρέψουμε σε ένα μοτίβο μερικής κανονικότητας, με το μικρότερο δυνατό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Βασική «γραμμή» των ειδικών παραμένει η επανεκκίνηση των δραστηριοτήτων με μικρά και σταθερά βήματα, επανεκτιμώντας συνεχώς τα επιδημιολογικά δεδομένα αλλά και την κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Άρση περιορισμών και προσυμπτωματικός έλεγχος

Η πίεση από το «μέτωπο» της κοινωνίας και της οικονομίας αυξάνεται μέρα με την ημέρα, συνθήκη η οποία έχει οδηγήσει την επιστημονική επιτροπή στην χάραξη μίας διαφορετικής πολιτικής με στόχο να «συμβιβάσει» τα δεδομένα, μέσα από μία πιο ολιστική προσέγγιση.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη προχωρήσει στο άνοιγμα δραστηριοτήτων οι οποίες αφενός μεν δεν έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην επιδημία, αφετέρου δε ανακουφίζουν τον πληθυσμό και την αγορά, όπως αυτές που μπορούν να αναπτυχθούν σε εξωτερικούς χώρους όπου η πιθανότητα μετάδοσης του ιού είναι χαμηλότερη ή σε εσωτερικούς χώρους με αυστηρούς κανόνες λειτουργίας (π.χ. εμπορικά καταστήματα, σχολεία).

Με την ευρεία χρήση των αυτοδιαγνωστικών τεστ, που από σήμερα (19/4) επεκτείνονται και επιβάλλονται σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων έχει ήδη αρχίσει να μετακινείται από μία πολιτική περιορισμών, σε μια πολιτική εκτενούς προσυμπτωματικού ελέγχου σε όσους συμμετέχουν σε δραστηριότητες με μεγάλο κίνδυνο διασποράς του ιού, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης, αναμένεται να επεκταθεί σε όλους τους πολίτες.

Οι εικόνες συνωστισμού, ωστόσο, που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες ημέρες στις πλατείες και τους κεντρικούς δρόμους των μεγαλουπόλεων, έχουν θορυβήσει τους ειδικούς, δεδομένου ότι τέτοιου είδους φαινόμενα αποτελούν κακό οιωνό για το τι μέλλει γενέσθαι, σε μία περίοδο που το επιδημιολογικό φορτίο στην κοινότητα είναι υψηλό και ο ενεργός αριθμός αναπαραγωγής (Rt) βρίσκεται πάνω από το 1.

Η ασφυκτική πίεση που δέχονται τα νοσοκομεία, κυρίως στην Αττική και τη Βόρεια Ελλάδα, κάνει τα σενάρια ακόμα πιο δυσοίωνα, με τη σκέψη των ειδικών να απομακρύνεται από το ενδεχόμενο απελευθέρωσης των υπερτοπικών μετακινήσεων για τις ημέρες του Πάσχα. Σύμφωνα, με διαρροές από το Μαξίμου, δεν αποκλείεται αυτές οι εικόνες να επισπεύσουν το άνοιγμα της εστίασης, με το επιχείρημα ότι έτσι οι συγκεντρώσεις θα γίνονται τουλάχιστον σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Πάντως, οι ειδικοί εμφανίζονται επιφυλακτικοί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς η κατάσταση του συστήματος υγείας, με τους αριθμούς των διασωληνωμένων και των νεκρών να κινούνται σε επίπεδα “ρεκόρ”, δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους.