ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα και του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Neurology” της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν σε βάθος εξαετίας στοιχεία για 2.685 άτομα με μέση ηλικία 73 ετών,
από τους οποίους οι 243 (ποσοστό 9%) είχαν διαγνωσθεί με κολπική μαρμαρυγή. Στη διάρκεια της εξαετίας που διήρκεσε η μελέτη, άλλοι 279 άνθρωποι (11%) εμφάνισαν κολπική μαρμαρυγή, ενώ 399 (ποσοστό 15%) εκδήλωσαν άνοια.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν καρδιακή αρρυθμία, ήταν κατά μέσο όρο 40% πιθανότερο να εμφανίσουν άνοια. Από τους συνολικά 522 ανθρώπους με κολπική μαρμαρυγή, οι 121 (το 23%) εμφάνισαν άνοια, έναντι ποσοστού 10% μεταξύ των υπολοίπων που δεν είχαν καρδιακή αρρυθμία.
Από την άλλη, όσοι ασθενείς με αρρυθμία έπαιρναν αντιπηκτικά φάρμακα για το αίμα τους, είχαν 60% μειωμένο κίνδυνο για άνοια. Από τους 128 που έκαναν τέτοια φαρμακευτική αγωγή, το 11% διαγνώσθηκαν με άνοια, έναντι ποσοστού 22% μεταξύ όσων είχαν καρδιακή αρρυθμία, αλλά δεν έπαιρναν αντιπηκτικά φάρμακα.
Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι πάνω από τα μισά περιστατικά άνοιας (το 54%) θα μπορούσαν πιθανώς να είχαν αποφευχθεί, αν όλοι οι άνθρωποι με κολπική μαρμαρυγή έπαιρναν αντιπηκτικά φάρμακα.
Στην περίπτωση κολπικής μαρμαρυγής, επειδή η καρδιά χτυπά ασυγχρόνιστα, το αίμα μπορεί να συσσωρευτεί στην καρδιά, σχηματίζοντας θρόμβους που μπορεί να φθάσουν στον εγκέφαλο, προκαλώντας εγκεφαλικό. Όσο γερνάει κανείς, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να εμφανίσει κολπική μαρμαρυγή.