Τα μάτια και η περιοχή γύρω από αυτά ήταν ανέκαθεν σημείο αναφοράς του προσώπου. Εντούτοις, με την επιβεβλημένη χρήση της μάσκας, αποκτούν άλλη… διάσταση. Τίθενται πλέον στο επίκεντρο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη διατήρηση ενός νεανικού βλέμματος.

Τα βλέφαρα και γενικά η περιοχή γύρω από τα μάτια, αποτελούν τις πιο ευαίσθητες περιοχές του προσώπου, δεδομένου ότι το δέρμα είναι πολύ λεπτό σε αυτά τα σημεία και, κατά συνέπεια, πιο ευάλωτο στη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και άλλοι παράγοντες.

Έτσι, παρουσιάζουν νωρίτερα χαλάρωση του δέρματος και αύξηση του λίπους, προκαλώντας βλεφαρόπτωση, «σακούλες» και «μαύρους κύκλους» και προσδίδοντας στο πρόσωπο μια κουρασμένη, γερασμένη και λυπημένη όψη.

«Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι και σε νεαρά άτομα, εκτός από τη φυσιολογική διαδικασία της γήρανσης και μια πιθανή γονιδιακή προδιάθεση, η εκτεταμένη χρήση των έξυπνων συσκευών με οθόνη προκαλεί μία πρόωρη “κούραση” στο βλέμμα. Άλλοι παράγοντες, όπως το κάπνισμα, η έλλειψη ύπνου, η υπερβολική έκθεση στον ήλιο, η κατακράτηση υγρών από μία κακή διατροφή συμβάλλουν στην εμφάνιση του κουρασμένου βλέμματος πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο», αναφέρει η δρ Αναστασία Σεφέρη–Δανιήλ, MD, PhD, Πλαστική Χειρουργός στο Νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS).

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η αυξημένη ζήτηση για βλεφαροπλαστική τα τελευταία χρόνια καθώς και η ευαισθησία της περιοχής – στόχου, ώθησαν τους πλαστικούς χειρουργούς στην αναζήτηση νέων, λιγότερο επεμβατικών, πιο ασφαλών και πιο αποτελεσματικών λύσεων, οδηγώντας σε νέες εξελιγμένες διαδικασίες.

Τα νυστέρια μπήκαν στα συρτάρια των χειρουργικών αιθουσών και η βλεφαροπλαστική διενεργείται πλέον με σύγχρονα εργαλεία, όπως τα λέιζερ και οι ραδιοσυχνότητες (RF). Στη φαρέτρα των γιατρών βρίσκονται και τα ενέσιμα υλικά, με τη χρήση των οποίων, το βλέμμα αποκτά πιο νεανική όψη με μη επεμβατικό και αναίμακτο τρόπο.

Χειρουργική βλεφαροπλαστική με λέιζερ και ραδιοσυχνότητες

Η άλλοτε κλασική βλεφαροπλαστική σήμερα είναι ελάχιστα επεμβατική και “αναίμακτη” και μπορεί να διενεργηθεί είτε στο πάνω βλέφαρο, είτε στο κάτω, είτε και στα δύο.

Στην πρώτη περίπτωση, εάν υπάρχει περίσσεια ποσότητα δέρματος και έντονη συσσώρευση λίπους, αφαιρείται μέσω μίας μικρής τομής στην άνωθεν του βλεφάρου πτυχή.

Μετά την επέμβαση υπάρχει ένα οίδημα το οποίο, με την χρήση της κατάλληλης θεραπείας, υποχωρεί εντός 24ώρου και ο/η ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του, σε χρονικό διάστημα 3-4 ημερών.

Στην περίπτωση επέμβασης στο κάτω βλέφαρο, εάν υπάρχει περίσσεια δέρματος στην περιοχή, αυτή αφαιρείται. Ωστόσο, δεν γίνεται το ίδιο και με το λίπος, το οποίο αντί της αφαίρεσης, υπόκειται σε επαναφορά του στην σωστή θέση.

«Παράλληλα η πρόοδος της Ιατρικής οδήγησε στην ανάπτυξη μιας νέας τεχνικής βλεφαροπλαστικής, μέσω της οποίας δεν γίνεται τομή στα κάτω βλέφαρα, αλλά η επαναφορά του λίπους επιτυγχάνεται μέσω μιας πολύ μικρής τομής στον επιπεφυκότα.

Με την εφαρμογή αυτής της τεχνικής δεν δημιουργείται ουλή στα κάτω βλέφαρα, ενώ η διαδικασία ανάρρωσης είναι πολύ πιο σύντομη σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους», αναφέρει η δρ Σεφέρη – Δανιήλ.

Η επέμβαση διενεργείται με τοπική αναισθησία ή μέθη, ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία 60-90 λεπτών και δεν απαιτεί νοσηλεία.

Τα ράμματα στη σύγχρονη βλεφαροπλαστική είναι τόσο μικρά που θεωρούνται «αόρατα» και αφαιρούνται μετά από 3-5 ημέρες.

Η επέμβαση δεν αλλάζει την ανατομία των βλεφάρων, το σχήμα και τη φορά της βλεφαρικής σχισμής, ούτε και την έκφραση του προσώπου, ενώ με την κατάλληλη φροντίδα του δέρματος στην περιοχή το αποτέλεσμα είναι μόνιμο.

Βλεφαροπλαστική με εξάχνωση

Στις ήπιες περιπτώσεις, η βλεφαροπλαστική μπορεί να γίνει με ακόμη λιγότερο επεμβατικό τρόπο.

«Σε ήπιας βαρύτητας περιστατικά, τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο σε νεαρότερες ηλικίες, η περίσσεια του λίπους και του δέρματος είναι πολύ μικρή. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να αφαιρεθεί μέσω εξάχνωσης, με τη χρήση λέιζερ, το οποίο συρρικνώνει το λίπος και το δέρμα που αλλοιώνουν το βλέμμα. Εντούτοις, η συγκεκριμένη μέθοδος ενδείκνυται μόνο  για την ελαφριά χαλάρωση των βλεφάρων και για την ανόρθωση των φρυδιών. Δεν αντιμετωπίζει ούτε την κλασική περίσσεια του δέρματος, ούτε την χαλάρωση του μυϊκού στρώματος εκ των έσω, ούτε τη μεγάλη ποσότητα λίπους», διευκρινίζει η δρ Σεφέρη – Δανιήλ.

Η διαδικασία ολοκληρώνεται σε περίπου 2-4 συνεδρίες, διάρκειας περίπου 15 λεπτών η καθεμία, με μεσοδιάστημα 6-10 ημερών. Στο μετεπεμβατικό στάδιο παρατηρείται μικρός τοπικός ερεθισμός ο οποίος υποχωρεί μέχρι το τέλος της συνεδρίας. Το αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι και 3 χρόνια.

«Υγρή» βλεφαροπλαστική

Σε άτομα που αναζητούν μια προσωρινή και μη επεμβατική λύση, προτείνεται ένα είδος «υγρής» βλεφαροπλαστικής, με τη χρήση αλλαντικής τοξίνης υαλουρονικού οξέως και βλαστοκυττάρων (PRP).

«Εάν ο ασθενής δεν θέλει να προβεί στην μόνιμη βλεφαροπλαστική και η βλεφαρόπτωση είναι πολύ ήπια, μπορεί να γίνει χρήση ενέσιμων υλικών, τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν το πτωτικό μέτωπο, «ανοίγοντας» έτσι το βλέμμα, να γεμίσουν τα κενά στην περιοφθαλμική περιοχή και να διορθώσουν τους μαύρους κύκλους. Παράλληλα, αποτελούν άμεση και αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα της συνοφρύωσης και των ρυτίδων γύρω από τα μάτια. Εντούτοις, με αυτή τη μέθοδο, η χρονική διάρκεια του αποτελέσματος περιορίζεται σε μερικούς μήνες», σημειώνει η δρ Σεφέρη.

Η αλλαντική τοξίνη μπορεί να αντιμετωπίσει το μεσόφρυο (συνοφρύωση), το πόδι της χήνας (ρυτίδες γύρω από τα μάτια) αλλά και να επιτύχει ανόρθωση των φρυδιών μέσω της ανάρτησης του μετώπου.

Η αλλαντική τοξίνη, είναι μια πρωτεΐνη η οποία χορηγείται σε ενέσιμη μορφή. Ηρεμεί και χαλαρώνει συγκεκριμένους μύες, με αποτέλεσμα -λόγω της μη σύσπασής τους- να εξαλείφονται οι ρυτίδες έκφρασης.

Το υαλουρονικό οξύ, χάρη στην πληρωτική του δράση, αντιμετωπίζει την απώλεια όγκου στην περιοφθαλμική περιοχή, τους μαύρους κύκλους και τις «σακούλες», που εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου και σε κάποιες περιπτώσεις εξαιτίας γονιδιακής προδιάθεσης. Επίσης, προσθέτει όγκο στην περιοχή των ζυγωματικών διορθώνοντας σημαντικά της λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια.

Η θεραπεία PRP, με τη χρήση αυξητικών παραγόντων από τα αιμοπετάλια του ίδιου του ατόμου, διεγείρουν τους ινοβλάστες του δέρματος ώστε να παράγουν κολλαγόνο και ελαστίνη, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο σύσφιξη στο δέρμα. Επίσης, ενεργοποιεί τα κύτταρα του δέρματος στην παραγωγή ενδογενούς υαλουρονικού οξέως, το οποίο κατακρατά μόρια νερού προσφέροντας ενυδάτωση στο δέρμα.

Οι παραπάνω θεραπείες μπορούν να εφαρμοστούν μόνες τους ή και συνδυαστικά για το καλύτερο αποτέλεσμα.