Την ανθεκτικότητα και τα γρήγορα αντανακλαστικά του Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα της χώρας καταδεικνύει η μελέτη της PwC Ελλάδας με τίτλο “Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις ελληνικές επιχειρήσεις”.

Η μελέτη αποτυπώνει και αναλύει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική οικονομία και πιο συγκεκριμένα στις εισηγμένες επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν σημαντικό μέρος της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας.

Σε αντίθεση με την χρηματοοικονομική κρίση, οι ελληνικές εταιρείες επέδειξαν μεγαλύτερη ετοιμότητα στις νέες συνθήκες που προκάλεσε η υγειονομική κρίση.

Ο Μάριος Ψάλτης, CEO της PwC Ελλάδας σχολιάζει σχετικά: “Αν αξιολογούσαμε την κατάσταση τον Μάρτιο του 2020 βάσει των χαρακτηριστικών της Ελληνικής οικονομίας αλλά και των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, θα προβλέπαμε ένα πολύ δυσοίωνο μέλλον. Η μεγάλη εξάρτηση από τους τομείς του τουρισμού και της εστίασης οι οποίοι και επλήγησαν άμεσα σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό ψηφιοποίησης καθιστούσε τη χώρα πολύ ευάλωτη.

Ωστόσο, κατά το ξέσπασμα της πανδημίας, το Κράτος, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας της χώρας επέδειξαν ανθεκτικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είδαμε την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του Κράτους καθώς και την προσαρμογή των εταιρειών στις νέες συνθήκες μέσω της υιοθέτησης νέων ψηφιακών λύσεων όπως είναι η τηλεργασία και το ηλεκτρονικό εμπόριο.”

Χαρακτηριστικό στοιχείο που προκύπτει από την μελέτη είναι η διαπίστωση ότι οι εισηγμένες επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν την δυνατότητα που τους δόθηκε για άντληση επιπλέον ρευστότητας μέσω αύξησης του δανεισμού τόσο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων από την αναγκαστική παύση δραστηριότητας όσο και για την δημιουργία επάρκειας σε επίπεδο ταμειακών διαθέσιμων, ως δικλείδα ασφαλείας στο πλαίσιο ενός έντονα
αβέβαιου περιβάλλοντος. Έτσι, σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019, το 2020 ο συνολικός δανεισμός των εισηγμένων εταιρειών αυξήθηκε κατά €1,8 δισ. (6%), ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα σημείωσαν συνολική αύξηση κατά €0,9 δισ (9%).

Ταυτόχρονα, οι εισηγμένες εταιρείες αξιοποίησαν τα προγράμματα που προωθήθηκαν από το κράτος συγκρατώντας έτσι τα έξοδα τους.

Ο Μάριος Ψάλτης συνεχίζει: “Πέραν των γρήγορων αντανακλαστικών, αυτή τη φορά η χώρα ξεκινούσε από διαφορετική βάση στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Κατά τη χρηματοοικονομικη κρίση, η Ελλάδα είχε χάσει την πρόσβαση της στις αγορές λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης ενώ η ανάγκη γρήγορης δημοσιονομικής προσαρμογής στερούσε τη ρευστότητα από την οικονομία. Αντίθετα, τώρα, η χώρα έχει ανακτήσει πλήρως την εμπιστοσύνη των αγορών και των εταίρων μας στην Ε.Ε. με αποτέλεσμα οι υφιστάμενες πρόσθετες δημοσιονομικές ανάγκες να χρηματοδοτούνται μέσω του δανεισμού με χαμηλά επιτόκια και από Ευρωπαϊκά προγράμματα.

Ταυτόχρονα, το αυστηρό πλαίσιο της ευρωπαϊκής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας έχει χαλαρώσει, επιτρέποντας για το τρέχον έτος την απόκλιση από τους στόχους των υψηλών πλεονασμάτων που είχαν τεθεί.”

Βάσει του δείγματος της μελέτης, κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους η συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων κατέρρευσε κατά €13 δις (-28%). Ωστόσο η ανακοίνωση των θετικών ειδήσεων σχετικά με τον εμβολιασμό συνέβαλε σε ανάκαμψη η οποία συνέβαλε σε αύξηση της τάξης του 13% έως τα τέλη Νοεμβρίου.

Ως ήταν αναμενόμενο, ο αναγκαστικός περιορισμός των μετακινήσεων και της λειτουργίας ενός σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων οδήγησε στην πτώση του κύκλου εργασιών των εισηγμένων κατά 21,4% σε μέσο όρο, το πρώτο εξάμηνο του έτους με αντίστοιχη αρνητική επίπτωση στη κερδοφορία.

Μια πιο αναλυτική μελέτη της επίπτωσης στο κύκλο εργασιών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν εταιρείες που παρουσίασαν σημαντική μείωση στο κύκλο εργασιών τους ενώ άλλες είχαν οριακή επίπτωση ή ακόμα και αύξηση. Από τις εισηγμένες που είχαν μείωση και οι οποίες αντιστοιχούν σε 67% του συνολικού δείγματος, διαπιστώνεται ότι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους που επηρεάστηκαν περισσότερο, δηλαδή Aegean, Ελληνικά Πετρέλαια, Μοτορ Όιλ, ΟΠΑΠ, παρουσίασαν μεγαλύτερη πτώση από το μέσο όρο ενώ οι υπόλοιπες κινήθηκαν κοντά στο μέσο όρο της αγοράς.

Οι κλάδοι που παράγουν προϊόντα ανελαστικής ζήτησης ή εμπορεύονται προϊόντα που καλύπτουν βιοτικές ανάγκες παρέμειναν οριακά ανεπηρέαστοι από την πανδημία. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι υποδομές που κατάφεραν και αύξησαν τα μεγέθη τους, καθώς τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγουν επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και τη λειτουργία της οικονομίας (ενέργεια, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες).

Αξιοσημείωτο είναι ότι, σε συγκεκριμένους κλάδους υπήρξαν επιχειρήσεις του δείγματος που αύξησαν τον κύκλο εργασιών τους εν μέσω κρίσης, γεγονός που αποδίδεται σε δύο κύριους παράγοντες:

● Ο ένας σχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης λόγω των χαρακτηριστικών των προϊόντων που ήδη παρήγαγαν ή εμπορεύονταν (π.χ. τρόφιμα, προϊόντα τεχνολογίας ή φάρμακα).

● Ο δεύτερος αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις εταιρειών που επέδειξαν γρήγορη προσαρμοστικότητα στις νέες ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία, επιτυγχάνοντας τον μετασχηματισμό των γραμμών παραγωγής τους για τη διάθεση στην αγορά υγειονομικού υλικού, όπως μάσκες και αντισηπτικά. Ανάλογη αντίδραση είχαν και αρκετές επιχειρήσεις κυρίως στον κλάδο του εμπορίου που παρά τις αναστολές λειτουργίας των φυσικών καταστημάτων, επέδειξαν ευελιξία συνεχίζοντας τη λειτουργία τους μέσω των ηλεκτρονικών καταστημάτων και διασώζοντας σε σημαντικό βαθμό τα μεγέθη του κλάδου.

Ο Κυριάκος Ανδρέου, Αdvisory Leader, PwC Ελλάδας σημειώνει: “Η καλύτερη της αναμενόμενης πορεία που ακολούθησε η ελληνική οικονομία και η πρόοδος που επιτεύχθηκε σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες ισχυροποιεί την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και ενισχύει την εικόνα της διεθνώς. Μπροστά μας ωστόσο έχουμε μια σειρά προκλήσεων με τη διατήρηση της εμπιστοσύνης να αποτελεί την πλέον κρίσιμη.”

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, στο άμεσο μέλλον η χώρα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων.

Για την διαμόρφωση της επόμενης μέρας η μελέτη εντοπίζει μια σειρά από προκλήσεις. Πέραν από την επιτακτική ανάγκη για διατήρηση των συνθηκών που διασφαλίζουν την πρόσβαση στις αγορές και την ομαλή δημοσιονομική προσαρμογή στους προ-υγειονομικής κρίσης στόχους, οι μελλοντικές προκλήσεις σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και την αποτελεσματική απορρόφηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μέγιστη δυνατή απορρόφηση των πόρων του Ταμείου μέσω της ένταξης στρατηγικών έργων υποδομής αλλά και ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση.

Παράλληλα, η χώρα χρειάζεται να εντατικοποιήσει την προσπάθεια εφαρμογής των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και του μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, μεγιστοποιώντας έτσι τη δυνατότητα προσέλκυσης νέων εμβληματικών επενδύσεων.

Επίσης, σημαντικό στοίχημα είναι η αποτελεσματική μετάβαση σε ένα μοντέλο πιο φιλικό προς το περιβάλλον που δίνει έμφαση στην χρήση καθαρότερων μορφών ενέργειας και αποσυνδέεται από τον λιγνίτη. Ο σχεδιασμός της μετάβασης αυτής χρειάζεται να λάβει υπόψη του τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας και να περιλαμβάνει δραστικά μέτρα για την υποκατάσταση των χαμένων θέσεων μέσω της αναβάθμισης δεξιοτήτων και της δημιουργίας νέων προοπτικών.

Σύμφωνα με τον Κυριάκο Ανδρέου: “Απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός, τόλμη και συνέπεια στην υλοποίηση ώστε η χώρα να μπορέσει να ηγηθεί της κατάστασης, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και διαμορφώνοντας μια νέα, διαφορετική επόμενη μέρα”.

Διαβάστε επίσης:

Έρευνα PwC για εισηγμένες: Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της πανδημίας – Η μεγάλη πρόκληση της «επόμενης μέρας»