Σταθερά παραμένουν τα έσοδα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων από τα αποζημιούμενα φάρμακα, κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, παρότι οι πωλήσεις τους σε όγκο αυξάνονται, λόγω του μηχανισμού των αυτόματων επιστροφών (clawback), που θεσπίστηκε το 2012 ως έκτακτο μνημονιακό μέτρο, αλλά η ισχύς του έχει επεκταθεί μέχρι το 2022.

Τα ποσά των επιστροφών αυξάνονται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, πλήττοντας τη βιωσιμότητα των  επιχειρήσεων που καλούνται να πληρώσουν από την «τσέπη» τους την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2020, όπως και τα αντίστοιχα του α΄ τριμήνου του 2019, καταδεικνύουν αύξηση της υπέρβασης κατά 45% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι πωλήσεις συνολικά των φαρμακευτικών εταιρειών στο αποζημιούμενο φάραμακο είναι σταθερές. Κι αυτό γιατί το κράτος έχει προαποφασίσει πόσο θα τις πληρώσει, ανεξάρτητα από το πόσες θα είναι. Είναι γεγονός ότι κάθε χρόνο, λόγω και των αναγκών που υπάρχουν, πουλάμε σε ποσότητες περισσότερο από τον προηγούμενο, αλλά κάθε χρόνο, εδώ και τέσσερα χρόνια εισπράττουμε τα ίδια. Αυτό που διαφοροποιείται είναι τα μερίδια μεταξύ των εταιρειών», ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), Ολύμπιος Παπαδημητρίου, κατά την παρουσίαση των προτάσεων της φαρμακοβιομηχανίας για ένα ισχυρό, βιώσιμο και αποδοτικό Εθνικό Σύστημα Υγείας και μια φαρμακευτική πολιτική, προς  όφελος του ασθενή και της ελληνικής οικονομίας.

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Προφανώς η κάθε εταιρεία έχει διαφορετικές αντοχές, αλλά τελικά πέρα από τη στενή επίπτωση που μπορεί να έχει το clawback σε μία εταιρεία -σε θέσεις εργασίας, επενδύσεις κλπ- στο βάθος, ο μεγάλος χαμένος θα είναι ο ασθενής», πρόσθεσε ο κος Παπαδημητρίου.

Η φαρμακοβιομηχανία αναδεικνύει τις αυξημένες ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν από τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, οι οποίες εκτιμώνται περί τα 200 εκατ. ευρώ για τον εμβολιασμό, 290 εκατ. ευρώ  για την κάλυψη των ανασφάλιστων  και πάνω από 100 εκατ. ευρώ για την εισαγωγή φαρμάκων μέσω του ΙΦΕΤ.  Παράλληλα τονίζει ότι το συνολικό αυτό κονδύλι (600 εκατ. ευρώ) θα πρέπει να τεθεί εκτός του κλειστού προϋπολογισμού για τα φάρμακα, ο οποίος ανέρχεται συνολικά στα 2,5 δισ. ευρώ.

«Το clawback υπάρχει σε 15 χώρες, δεν είμαστε οι μόνοι. Ωστόσο είμαστε η μόνη χώρα στην οποία είναι ανεξέλεγκτο», σημείωσε από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του ΣΦΕΕ, Μιχάλης Χειμώνας. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι το γεγονός αυτό δημιουργεί προβληματισμό στις διεθνείς εταιρείες σχετικά με την Ελλάδα, καθώς αυτή η «γκρίζα» υπερφορολόγηση, δεν μπορεί καν να υπολογιστεί, ενώ ταυτόχρονα, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, η οποία δεν διαθέτει τα κεφάλαια των διεθνών, είναι προβληματισμένη για το πώς θα καταβάλλει τα υπέρογκα ποσά.

Ήδη ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι τα ποσά αυτά δεν μπορούν να πληρωθούν.

Η πρόταση του ΣΦΕΕ

Μέσω των προτάσεών του, που έχει ήδη καταθέσει στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο ΣΦΕΕ, ζητά επαναξιολόγηση του μηχανισμού επιστροφών.

Όπως σημείωσαν οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου, αποτελεί κοινό τόπο πως ο μηχανισμός αποπληρωμής πρέπει να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας, προστατεύοντας το οικοσύστημα από τον κίνδυνο πλεονασματικών δαπανών. Όμως σήμερα ο μηχανισμός δεν παρέχει κίνητρα για αλλαγή δράσης αντιθέτως, διαιωνίζει τις παθογένειες, καθώς αντί να ωθεί στην αντιμετώπισή τους τις αναπαράγει αφού απλώς μετακυλίει το κόστος τους στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις.

Τρεις (3) διαδοχικές εκθέσεις ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Surveillance Reports της Commission Ιούνιος 2019, Νοέμβριος 2019 και Φεβρουάριος 2020) κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ο μηχανισμός υποχρεωτικών επιστροφών δημιουργεί ηθικό κίνδυνο και δεν είναι βιώσιμος. Η Πολιτεία που έχει δείξει δείγματα πως κατανοεί τα προβλήματα πρέπει τώρα και να δράσει.

Εξειδικεύοντας στις δράσεις του 3ου πυλώνα, υπογραμμίστηκε πως ο μηχανισμός των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών μπορεί να λειτουργήσει ως επενδυτικό κίνητρο και να αποκτήσει αναπτυξιακό χαρακτήρα μέσα από τη δίκαιη αναθεώρηση και τον εξορθολογισμό του αλλά και την συνυπευθυνότητα Φαρμακοβιομηχανίας και Πολιτείας (θέσπιση ανώτατου ορίου συνεισφοράς της φαρμακοβιομηχανίας το οποίο θα μειώνεται ετησίως και το οποίο θα επενδύει μέρος του στην φαρμακευτική καινοτομία).

Τέλος, προτάθηκε η συνεισφορά όλων των εμπλεκόμενων μερών στη δαπάνη, με εφαρμογή συμφωνιών επιμερισμού ρίσκου (risk-sharing), εξαίρεση της δαπάνης του ΙΦΕΤ από τον φαρμακευτικό προϋπολογισμό και υπολογισμό της υπέρβασης πάνω στην πραγματική τιμή που πωλούν οι εταιρείες και όχι στη λιανική τιμή.