ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Πυρά εξαπέλυσε ο πρώην υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, στη συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου, θέτοντας το ερώτημα πως θα επιτευχθεί να μην θεωρούνται οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι, όταν «το κράτος διατηρεί την υποχρέωση να πληρώνει στην Εκκλησία τουλάχιστον 210 εκατ. ετησίως προκειμένου αυτή να μισθοδοτεί εις τον αιώνα τον άπαντα τους ιερείς».
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο pontiki.gr, ο κ. Φίλης σημειώνει: «Αναμφίβολα το κράτος οφείλει να διασφαλίσει στους πολίτες το δικαίωμά τους στη λατρεία του θεού τους και συνεπώς τη μισθοδοσία των κληρικών όλων των επίσημων θρησκειών και δογμάτων στη χώρα μας. Γιατί, όμως, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δίνονται τόσα χρήματα και να διασφαλίζονται οι 10.000 θέσεις των ιερέων; Γνωρίζετε ότι στα χρόνια των μνημονίων είχαμε μόνο 8.000 μόνιμους νοσοκομειακούς γιατρούς;».
Ως προς το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας υπογραμμίζει ότι «χρειάζεται πολλή δημόσια συζήτηση και νομική διευκρίνιση και όχι γαλαντομίες εκ μέρους του κράτους. Η εκκλησιαστική περιουσία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί προωθείται μια ρύθμιση τύπου «περαίωση» υπέρ της Εκκλησίας – και μάλιστα προκαταλαμβάνοντας το Κτηματολόγιο, που θα ολοκληρωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια.
» Οι ρυθμίσεις για τα οικονομικά της Εκκλησίας δεν έχουν σχέση με τη συνταγματική αναθεώρηση, γι’ αυτό ο διάλογος πρέπει να γίνει χωρίς βιασύνες και δεσμεύσεις εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος».
Σε ερώτηση εάν η κυβερνητική πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση δεν επιζητεί τον πλήρη χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, ο κ. Φίλης δηλώνει: «Η Εκκλησία λειτουργεί, δυστυχώς, συχνά ως ένα πολιτικό κόμμα. Αυτό προκύπτει από τις αμφισημίες του καθεστώτος της ‘επικρατούσας θρησκείας’. Για παράδειγμα η ιστορία με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Τι είναι αυτό; Γιατί πρέπει να κάνει εξωτερική πολιτική η Εκκλησία της Ελλάδος;
» Η Εκκλησία, για να είναι μια σύγχρονη δύναμη, πρέπει ν’ απαντάει στα σύγχρονα προβλήματα. Δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο κόμματος. Δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο υποκατάστασης της κρατικής συγκρότησης. Αν επιδιώκει να έχει κομματική παρέμβαση, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κόμμα. Όχι με προνόμια και όχι με ασυλία που προκύπτει από την ιστορικότητα. Γι’ αυτό χρειάζεται να υπάρξει καθαρή ρύθμιση των σχέσεων κι όχι ενδιάμεσα πράγματα, με δεδομένο μάλιστα ότι η Εκκλησία διαθέτει επιδράσεις και επιρροές και στη Δικαιοσύνη, όπως κάνει φανερό η αντιμετώπιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ΣτΕ, και μπορεί να διαστρέφει μηνύματα και ρυθμίσεις του συντάγματος».
Στη συνέχεια ο πρώην υπουργός διερωτάται «πόσο είναι ουδετερόθρησκο ένα κράτος του οποίου το σύνταγμα στο Προοίμιο λέει ότι ‘συντάσσεται εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος’; Πόσο ουδετερόθρησκο είναι ένα κράτος όταν δίπλα στο συνταγματικό θεμέλιο, το κοσμικό θεμέλιο του συντάγματος, που είναι η λαϊκή κυριαρχία, υπάρχει ένα συμβολικό θεμέλιο που είναι το Άγιο Πνεύμα;».