ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όπως αναφέρεται στην σχετική έκθεση η ανάπτυξη της χώρας αποτελεί ήδη μία θετική έκπληξη καθώς κατά το α’ τρίμηνο του έτους, το ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση (+2,3% σε ετήσια βάση, που είναι το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται από πριν την κρίση). Οι καθαρές εξαγωγές παραμένουν βασικός «οδηγός» -εν μέρει χάρη στον τουρισμό- ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν μετά την μεγάλη άνοδο του δ’ τριμήνου του προηγούμενου έτους. υπήρξε επίσης αναζωπύρωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που εμφάνισε θετικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά από το τέλος του 2016.
Μέχρι στιγμής, η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από ισχυρή δημιουργία θέσεων εργασίας και η HSBC αναμένει πως αυτό θα συνεχιστεί, καθώς η ανεργία παραμένει υψηλή σε βάρος της χαμηλής ανάπτυξης της παραγωγικότητας, όπως συνέβη τα πρόσφατα χρόνια στην Ισπανία που επίσης είδε μια αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Με βάση τα ισχυρά στοιχεία του α’ τριμήνου και τις ενδείξεις βελτίωσης της δυναμικής της ανάπτυξης, η HSBC προχώρησε πρόσφατα σε μικρή αναβάθμιση της πρόβλεψής της για την ανάπτυξη στο 2,1% φέτος (από 1,9%), αφήνοντας όμως αμετάβλητη στο 2,5% την πρόβλεψη για το 2019. Αναμένει επίσης να υπάρξει περισσότερη στήριξη της ανάπτυξης από τον κρατικό τομέα, λόγω των λιγότερο σφιχτών δημοσιονομικών περιορισμών. Ωστόσο, το ανοδικό περιθώριο περιορίζεται λόγω της πιθανής επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, που ίσως λειτουργήσει επιβαρυντικά, καθώς και από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου, που θα μπορούσαν να πλήξουν τις καταναλωτικές δαπάνες (αν και η Ελλάδα είναι περιφερειακός εξαγωγέας προϊόντων διύλισης).
Καθώς περιορίζεται η ανεργία, μια ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι κομβικής σημασίας για την αύξηση των προοπτικών της ανάπτυξης, ιδιαίτερα λόγω των αρνητικών δημογραφικών (άλλο ένα υπο-προϊόν της κρίσης, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα), σύμφωνα με την HSBC. Όπως επισημαίνει, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να τηρηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης, από τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μέχρι τις συντάξεις.
Όμως, κατά την εκτίμηση της HSBC, «κλειδί» είναι και οι επενδύσεις. Οι πραγματικές επενδύσεις εξακολουθούν να είναι λιγότερο από 40% των προ-κρίσης επιπέδων και τώρα αντιπροσωπεύουν μόλις το 13% του ΑΕΠ, το ήμισυ του επιπέδου στο οποίο βρίσκονταν πριν την κρίση (25%). Αυτό αντανακλά τις περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις –αν και πέρυσι αυξήθηκαν στο 4,6% του ΑΕΠ από το 2,5% το 2012- και την επίπτωση της κρίσης στην επενδυτική εμπιστοσύνη.
Η χρόνια ανικανότητα της Ελλάδας να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις επίσης παίζει ρόλο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι και αυτές «κλειδί» σε όρους τεχνολογικών έμμεσων επιπτώσεων, βελτιώνοντας την παραγωγικότητα. Η αβεβαιότητα αναφορικά με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη μπορεί να έπαιξε ρόλο στην μείωση της ελκυστικότητας της χώρας για τους ξένους επενδυτές, όμως καθώς τώρα αυτοί οι φόβοι βρίσκονται πίσω μας (για την ώρα τουλάχιστον), η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να δείξει πως είναι πιο ανοικτή στις άμεσες ξένες επενδύσεις, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να αυξηθούν οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Η έκθεση σημειώνει ότι η χώρα βγαίνει από το πρόγραμμα με μια τελευταία δόση 15 δισ. ευρώ. Εχουν συμφωνηθεί στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και ελαφρά υψηλότερα του 2% στη συνέχεια, η ρύθμιση του χρέους αλλά και το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Οι πληρωμές των δανείων προς το EFSF στάλθηκαν για μετά το 2032 αλλά δεν υπήρξε αναφορά σε πιθανά νέα μέτρα ελάφρυνσης πέραν του 2033 και ειδικότερα ο μηχανισμός σύνδεσης με την ανάπτυξη. Αυτό καθιστά δύσκολο να βάλει το ΔΝΤ την σφραγίδα του στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους.
Το γεγονός, σύμφωνα με την HSBC μπορεί να περιορίσει την βραχυπρόθεσμη δυνητική βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, τις πολλαπλές αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης και την διεύρυνση της επενδυτικής βάσης. Τα θετικά όμως είναι περισσότερα από τα αρνητικά, κατά την άποψη του οίκου.
Η Ελλάδα τελειώνει το πρόγραμμα με μαξιλάρι 24 δισ. και είναι πλήρως χρηματοδοτημένη τουλάχιστον έως το 2020. Μετά τη συμφωνία η μέση ωρίμανση του χρέους είναι πάνω από 20 χρόνια. Αν αποδειχτεί «σοβαρή» σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη μπορεί να ξεκινήσει ενάρετος κύκλος που θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ρίσκο βλέπει η HSBC από τον κίνδυνο πρόωρων εκλογών αλλά σημειώνει ότι η ΝΔ είναι δεσμευμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, κάτι που περιορίζει τους κινδύνους. Ωστόσο κάποια αβεβαιότητα ειδικά κατά την προεκλογική περίοδο δεν μπορεί να αποκλειστεί.