ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Πήραν «φωτιά» οι υπολογιστές στην ΑΑΔΕ, εντοπίζοντας κι εν συνεχεία κατακεραυνώνοντας με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεις, όσους χρωστάνε στην εφορία. Οι εντολές για κατασχέσεις σε καταθέσεις που έχουν οι υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων είναι σαφείς. “Ανοίγουν” λογαριασμούς τραπεζών και αφαιρούν χρήματα σε καθημερινή βάση. Στο στόχαστρο μπαίνουν όλοι όσοι έχουν χρέη από φόρους εισοδήματος, ακινήτων ή χρέη στα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Σε καθημερινή βάση τον Οκτώβριο γίνονταν περίπου 1.000 κατασχέσεις από τα δικαστικά τμήματα των εφοριών σε όσους χρωστούσαν στο ελληνικό Δημόσιο ποσά άνω των 500 ευρώ. Συνολικά από τις κατασχέσεις έχουν εισπραχθεί περίπου 4 δισ. ευρώ μέχρι και τον Οκτώβριο, ενώ με βάση τον προγραμματισμό της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) το 2018 υπολογίζεται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα για 1,7 εκατ. οφειλέτες του Δημοσίου.
Από την επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι μόνο τον Οκτώβριο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν κατάφεραν να πληρώσουν φόρους ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Συνολικά από τις αρχές του έτους οι απλήρωτοι φόροι ανέρχονται στα 10,44 δισ. ευρώ, ενώ εάν προστεθούν και οι παλαιές οφειλές (αυτές που δημιουργήθηκαν προ του 2017), οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αγγίζουν τα 100 δισ. ευρώ. Η αδυναμία των πολιτών και των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους επιβεβαιώνεται και από την πορεία των δημοσίων εσόδων, τα οποία υπέστησαν σημαντική μείωση (άνω των 2,5 δισ. ευρώ) κατά το τρέχον έτος. Η ίδια κατάσταση αναμένεται να συνεχισθεί και το επόμενο έτος, καθώς οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις αλλά και οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές θα περιορίσουν τη φοροδοτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων.
Από το 2014 και μετά, έχει παγιωθεί η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, με τους φορολογουμένους να μην πληρώνουν περίπου 1 δισ. ευρώ ανά μήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες:
1. Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών (παλαιών και νέων) αγγίζει τα 100 δισ. ευρώ και συγκεκριμένα έχουν φθάσει τα 99,8 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό 89,3 δισ. ευρώ αφορούν παλαιές ληξιπρόθεσμες οφειλές που δημιουργήθηκαν προ το 2017, ενώ 10,44 δισ. ευρώ δημιουργήθηκαν από τις αρχές του έτους μέχρι και τα τέλη Ιουλίου. Σε έναν μόνο μήνα τα ληξιπρόθεσμα αυξήθηκαν κατά 1,2 δισ. ευρώ.
2. Οι φορολογούμενοι που χρωστούν στο ελληνικό Δημόσιο ανέρχονται σε 4,17 εκατομμύρια. Πρακτικά, ένας στους δύο φορολογουμένους έχει ανοικτούς λογαριασμούς με την εφορία και 1.724.708 φορολογούμενοι είναι εκτεθειμένοι σε μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
3. Σε 1,014 εκατομμύριο οφειλέτες έχουν επιβληθεί αναγκαστικά μέτρα, δηλαδή κατασχέσεις μισθών και τραπεζικών λογαριασμών. Από τις αρχές του έτους έχουν γίνει 180.000 κατασχέσεις.
Οπως προαναφέρθηκε, το κύμα των κατασχέσεων φαίνεται να φέρει αποτελέσματα για τα ταμεία του Δημοσίου, καθώς από τις αρχές του έτους έχουν εισπραχθεί περισσότερα από 4 δισ. ευρώ παλαιών και «φρέσκων» ληξιπρόθεσμων οφειλών, ποσό ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν συγκριθεί με τα δεδομένα προηγουμένων ετών. Από το τεράστιο ποσό των 99,8 δισ. ευρώ που ανέρχονται συνολικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, θεωρούνται εισπράξιμα μόνο τα 10 έως 15 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι από το 2018 τα πράγματα δυσκολεύουν για τους οφειλέτες, ακόμα και για αυτούς που έχουν ενταχθεί στη ρύθμιση των 100 δόσεων. Συγκεκριμένα, την επόμενη ημέρα από τη λήξη της βεβαιωμένης οφειλής, αυτή θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη. Για αυτούς που είναι ενταγμένοι σε ρύθμιση και δεν πληρώσουν πριν από τη λήξη της προθεσμίας:
• Θα γίνεται αυτομάτως απαιτητό ολόκληρο το ανεξόφλητο υπόλοιπο που ήταν στη ρύθμιση των 100 δόσεων.
• Θα αναβιώνουν άμεσα και όλοι οι τόκοι και προσαυξήσεις που είχαν κουρευτεί, με αποτέλεσμα η τρέχουσα οφειλή να αυξάνεται στα ύψη.
• Θα ενεργοποιούνται τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, δηλαδή κατασχέσεις εισοδημάτων, καταθέσεων και περιουσιακών στοιχείων.
Οι 4 τρόποι για να αποφύγετε την κατάσχεση
1) Η υπαγωγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές αρχές μπορούν να ρυθμιστούν έως και σε 12 μηνιαίες δόσεις ή εάν προέρχονται από έκτακτη φορολογία έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4152/2013 περί «πάγιας ρύθμισης».
Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση, από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει αφενός η αδυναμία του να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, αφετέρου η δυνατότητά του να διαθέτει από το μηνιαίο εισόδημά του ένα ποσό για την αποπληρωμή της κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης.
Η υπαγωγή στην «πάγια ρύθμιση» του ν. 4152/2013 και η υποβολή τόσο της αίτησης όσο και της απαιτούμενης υπεύθυνης δήλωσης μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙSnet, που είναι διαθέσιμη μέσω της ιστοσελίδας της ΑΑΔΕ, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπληρώνει τα σχετικά πεδία που εμφανίζονται στην οθόνη της αίτησης.
Με την υπαγωγή στην ρύθμιση, αποτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ή αν το μέτρο αυτό έχει ήδη επιβληθεί αναστέλλεται.
Σε κάθε περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα υπαχθεί στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
α) Το συνολικό ποσό των οφειλών που θα ρυθμίσει επιβαρύνεται με ετήσιο ποσοστό τόκων 5%.
β) Προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας, καθώς και τυχόν περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις οποίες ήταν υπόχρεος την τελευταία πενταετία.
2) Η ασφάλιση των τακτικά καταβαλλόμενων, μέσω τραπεζικών λογαριασμών, μισθών, συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών επιδομάτων και παροχών μέσω της δήλωσης του βασικού τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη ως «ακατάσχετου». Για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ όσον αφορά τα ποσά των καταθέσεών του σε έναν λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Ωστόσο, για να ισχύσει το ακατάσχετο αυτό όριο, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό του, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική δήλωση στο σύστημα ΤAXISNET. Εφόσον ο οφειλέτης έχει τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πιστώνονται κάθε μήνα ποσά μισθών ή συντάξεων ή άλλων ασφαλιστικών βοηθημάτων οφείλει να γνωστοποιήσει αυτό τον λογαριασμό στην ΑΑΔΕ, ώστε να μην κατάσχονται από αυτόν υπόλοιπα χαμηλότερα των 1.250 ευρώ.
3) Η τμηματική αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους ανά μη τακτά διαστήματα με την καταβολή ποσών «έναντι», ιδίως αν το ποσό του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τα 500 ευρώ. Η λύση αυτή πρέπει να επιλέγεται μόνο εφόσον είναι αδύνατη η υπαγωγή του χρέους σε «πάγια ρύθμιση» και με πρωταρχικό στόχο το συνολικό ποσό της οφειλής να περιοριστεί κάτω από τα 500 ευρώ που είναι το όριο πάνω από το οποίο επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων. Κάθε οφειλέτης που έχει ένα μη ρυθμισμένο ληξιπρόθεσμο χρέος μπορεί, όποτε θέλει και έχει τη σχετική ρευστότητα, να πληρώνει οποιουδήποτε ύψους ποσό “έναντι” του συνολικού αυτού χρέους σε οποιοδήποτε υποκατάστημα Τράπεζας ή των ΕΛΤΑ ή σε οποιοδήποτε ΑΤΜ τράπεζας ή μέσω e-banking, χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Οφειλής, δηλαδή τον κωδικό πληρωμής που συνοδεύει το χρέος του. Με τη μέθοδο της καταβολής ποσών «έναντι» επιτυγχάνεται η σταδιακή μείωση του υπολοίπου της οφειλής. Μπορεί δε με τον τρόπο αυτό μια οφειλή της τάξεως των 1.000 ή των 2.000 ευρώ να μειωθεί σταδιακά κάτω από τα 500 ευρώ και ο οφειλέτης να πάψει να τουλάχιστον να είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο κατάσχεσης ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει.
4) Η υποβολή αίτησης προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ για μείωση του ποσού που υπόκειται σε κατάσχεση. Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο της κατάσχεσης ποσοστού επί του τμήματος του μηνιαίου μισθού του άνω των 1.000 ευρώ έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ στην οποία υπάγεται, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, τη μείωση του ποσοστού του μισθού του που παρακρατείται και κατάσχεση έναντι χρεών του προς το Δημόσιο, εφόσον αποδείξει ότι υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί λόγοι που υπαγορεύουν τη μείωση αυτή.