Αυξημένες πιθανότητες να μη χρειαστεί η Ελλάδα νέο πρόγραμμα διάσωσης μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος το ερχόμενο καλοκαίρι, δίνει η Citigroup σε νέα έκθεσή της, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι το ερώτημα «εάν η Ελλάδα θα δει το τέλος του έπους των μνημονίων» αποτελεί ένα από τα κορυφαία ερωτήματα για την τρέχουσα χρονιά σε διεθνές επίπεδο.

Η Citi αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στην τρίτη αξιολόγηση, η οποία, όπως σημειώνει, φαίνεται ότι θα κλείσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι προηγούμενες και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου (όπως αναμένουν, άλλωστε, πολλοί αναλυτές). Το κλείσιμο της αξιολόγησης θα ανοίξει δε τον δρόμο για την εκταμίευση της δόσης των 5 δισ. ευρώ από την ESM.

Παρ’ όλα αυτά, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά εξακολουθούν να είναι πολύ πιο αδύναμες από τις αντίστοιχες προοπτικές που παρουσίαζαν άλλες χώρες το τελευταίο δεκάμηνο πριν από την αντίστοιχη έξοδό τους από τα προγράμματα στήριξης, ενώ και η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλότερη.

Σύμφωνα με τη Citi, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παραμένει εύθραυστη. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών δεν φαίνεται να έχει βελτιωθεί σημαντικά και, επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (περίπου στο 40% το τρίτο τρίμηνο του 2017), πολύ περιορισμένες εισροές καταθέσεων και μειωμένο όγκο δανεισμού, δημιουργώντας κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και το ΑΕΠ.

Η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών βελτιώνεται (το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να πιάσει το στόχο του 2,4% του ΑΕΠ το 2017), αλλά αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη λιτότητα (η οποία θα συνεχιστεί το 2018-2019) παρά τις κυκλικές βελτιώσεις ή/και τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους παραμένει άλυτο.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η Citi, η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση που οδηγείται περισσότερο από την πολιτική παρά από την οικονομία. H πολιτική βούληση να απογαλακτιστεί η Ελλάδα από τα επίσημα δάνεια αυξάνεται τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ευρώπη, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα επίτευξης κάποιας συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους και την έξοδο από το πρόγραμμα.

Το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλό, αλλά το ποσοστό που κατέχουν οι ιδιώτες επενδυτές είναι πολύ χαμηλό – λίγο πάνω από το 15% ή στο 30% του ΑΕΠ. Μετά τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους στην Ιστορία, το 2012, οι πιθανότητες μιας νέας αναδιάρθρωσης είναι μάλλον περιορισμένες, υποστηρίζουν οι αναλυτές της Citi. Επιπλέον, σημειώνει, θα μπορούσαν να υπάρχουν αρκετοί πόροι διαθέσιμοι εντός του πακέτου διάσωσης των 86 δισ. ευρώ, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενδεχομένως σαν «μαξιλάρια» για να διευκολυνθεί η μετάβαση σε πλήρη χρηματοδότηση από την αγορά.

Η Citi τονίζει πως με την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης να είναι ορατή, οι κίνδυνοι αντιστροφής της πολιτικής και/ή των πρόωρων εκλογών μειώνονται. Οι πολιτικές εκπλήξεις δεν μπορούν να αποκλειστούν, αλλά φαίνεται ότι οι πιθανότητες εξόδου από την επίσημη χρηματοδότηση είναι περισσότερες από ποτέ τα τελευταία 8 χρόνια, αν και η εποπτεία θα συνεχιστεί σε μεγάλο βαθμό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: HSBC για Ελλάδα: Αδύνατο το «clean exit» χωρίς ελάφρυνση του χρέους

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Bloomberg: Τα 10 βήματα για έξοδο από το Μνημόνιο τον Αύγουστο