ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Έχουμε ακόμα τον Αύγουστο. Έχουμε ακόμα τον Σεπτέμβριο», λέει.
Η απτή πραγματικότητα για τον τουριστικό κλάδο στην Τουρκία -και οι επιπτώσεις της στην ευρύτερη οικονομία της χώρας- έρχεται σε αντίθεση με τα αισιόδοξα μηνύματα που εκπέμπει η Άγκυρα. Μιλώντας τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, χαιρέτισε την απότομη μείωση των επιτοκίων και εξήρε τα μέτρα που ελήφθησαν για τον αποκλεισμό «κακόβουλων» επιθέσεων στην τουρκική λίρα. Τέτοια βήματα, είπε, «ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα της οικονομίας μας απέναντι στην αναταραχή που επικρατεί παγκοσμίως».
Αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το πώς βλέπουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι τη σημερινή εικόνα της τουρκικής οικονομίας. Η κατάρρευση του τουρισμού ως αποτέλεσμα της πανδημίας του νέου κορονοϊού έχει αφήσει να χάσκει μια τρύπα στα οικονομικά της χώρας. Οι ξένοι επενδυτές έχουν εξαφανιστεί, αποσύροντας σχεδόν 13 δισεκατομμύρια δολάρια από τα ομόλογα σε τουρκική λίρα και από το τοπικό χρηματιστήριο τους τελευταίους 12 μήνες.
Αντιμέτωπη με αυτές τις εκροές, η Τουρκία έχει «κάψει» συναλλαγματικά διαθέσιμα δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων φέτος στην προσπάθειά της να διατηρήσει μία ανεπίσημη «σύνδεση» του νομίσματός της με το δολάριο. Μια κίνηση που αποτελεί ρήξη σε σχέση με την πολιτική της ελεύθερης διακύμανσης της τουρκικής λίρας που ακολουθούσε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική λίρα την περασμένη εβδομάδα σημείωσε χαμηλό ρεκόρ έναντι του δολαρίου, παρά το γεγονός ότι την ίδια ώρα οι τουρκικές Αρχές ξοδεύουν δισεκατομμύρια στην προσπάθειά της να την υπερασπιστούν.
Ο γαμπρός του κ. Ερντογάν, ο υπουργός Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, έχει πει επανειλημμένα ότι η χώρα απολαμβάνει μια «θετική αποσύνδεση» από τις τάσεις που παρατηρούνται σε άλλες αναδυόμενες αγορές, αλλά ορισμένοι αναλυτές φοβούνται ότι η στρατηγική του σπέρνει τους σπόρους για μια νέα νομισματική κρίση.
Ο Ρόμπιν Μπρουκς, επικεφαλής οικονομολόγος του Institute of International Finance, λέει ότι η Τουρκία είναι «πλήρης αποκομμένη» αλλά για πολλούς από τους λάθος λόγους. Έχει μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ξοδεύει δισεκατομμύρια στην προσπάθειά της να κρατήσει σταθερό το νόμισμά της και διοχετεύει άφθονο δανεικό χρήμα στην οικονομία. Ακολουθεί, δηλαδή, την ίδια τακτική που πυροδότησε μια τεράστια κρίση μόλις πριν από δύο χρόνια, όταν η λίρα έχασε σχεδόν το 30% της αξίας της έναντι του δολαρίου. Η πτώση άσκησε πίεση στον υπερχρεωμένο εταιρικό τομέα της Τουρκίας, προκάλεσε άνοδο πληθωρισμού και οδήγησε σε ύφεση.
Ο κίνδυνος, λέει ο κ. Μπρουκς, είναι ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει άλλη μία «άτακτη υποτίμηση» που θα περιπλέξει τις προσπάθειες της χώρας να ανακάμψει από τον κορονοϊό. «Αν δεν μειωθούν τα δάνεια, νομίζω ότι οι κίνδυνοι συσσωρεύονται», λέει χαρακτηριστικά.
Η υψηλού κινδύνου προσέγγιση της Τουρκίας φαίνεται να αντικατοπτρίζει ένα στοίχημα σε μια γρήγορη και ισχυρή ανάκαμψη από την πανδημία τόσο στο εσωτερικό όσο και σε βασικές εξαγωγικές αγορές.
«Αν νομίζετε ότι ο αντίκτυπος του κορονοϊού θα εξαφανιστεί σχετικά γρήγορα… τότε αυτή είναι μια καλή στρατηγική», λέει η Φίνιξ Κάλεν, διευθύντρια αναδυόμενων αγορών στη γαλλική τράπεζα Société Générale. «Κοστίζει βραχυπρόθεσμα, αλλά αγοράζει αρκετό χρόνο για να περάσετε αυτήν την πολύ δύσκολη περίοδο», προσθέτει.
Όμως, εάν δεν επαληθευθεί αυτό το σενάριο και τα έσοδα από τον τουρισμό και άλλες εξαγωγές δεν ανακάμψουν αρκετά γρήγορα, η ίδια προειδοποιεί ότι η Τουρκία θα μείνει πολύ ευάλωτη σε μελλοντικά παγκόσμια οικονομικά σοκ. «Εάν αυτή η τρέχουσα κατάσταση συνεχιστεί για άλλους 12 μήνες, δεν είναι βιώσιμη», λέει. «Οι τουρκικές Αρχές ισορροπούν σε αυτήν την εύθραυστη ισορροπία, προσπαθώντας να μην πέσουν στον γκρεμό», εξηγεί.
Στο ξενοδοχείο στη Μαρμαρίδα, ο κ. Tugay προσπαθεί να παραμείνει αισιόδοξος. Όμως, ακόμη και αν το ξενοδοχείο ανοίξει τις επόμενες εβδομάδες, το καλύτερο που ελπίζει είναι σε πληρότητες από 30% έως 40%. Η συνήθης πελατεία του είναι Βρετανοί και άλλοι Ευρωπαίοι ηλικίας άνω των 50 ετών, πολλοί από τους οποίους δεν είναι πρόθυμοι να ξαναρχίσουν τα διεθνή ταξίδια καθώς αυξάνονται οι φόβοι για νέα έξαρση του κορονοϊού σε όλη την Ευρώπη. Η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει καταγράψει περίπου 230.000 κρούσματα της Covid-19 και 5.600 θανάτους, έχει περίπου 900 νέα κρούσματα την ημέρα.
Το πλήγμα για τον κλάδο του αποτελεί ζωτικό κομμάτι της ιστορίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Τα τουριστικά έσοδα αποτελούν σημαντική πηγή συναλλάγματος για τη χώρα, η οποία βασίζεται στα ξένα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και την κάλυψη του χρόνιου εμπορικού ελλείμματός της. Πέρυσι, η χώρα δέχθηκε περίπου 45 εκατομμύρια επισκέπτες από το εξωτερικό που έφεραν τουριστικά έσοδα 34,5 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, οι αφίξεις μειώθηκαν κατά 75% τους πρώτους έξι μήνες του 2020. Τον Ιούνιο, η πτώση ήταν 96%.
«Σε κανονικές εποχές θα βγάζαμε 1.000 ευρώ την ημέρα», λέει ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος που πουλάει ρούχα παραλίας -και όχι μόνο- σε τουρίστες στην τουρκική παραθεριστική πόλη Λάρα και θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Αυτήν τη στιγμή είναι 10 € ή 20 €», προσθέτει.
Οι υπουργοί ήλπιζαν ότι η κατάρρευση της τιμής της ενέργειας -μια από τις ακριβότερες εισαγωγές της Τουρκίας- θα αντιστάθμιζε την απότομη πτώση των τουριστικών εσόδων και τη βουτιά σε άλλες εξαγωγές όπως τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τα λευκά είδη και τα αυτοκίνητα. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τους τελευταίους μήνες η Τουρκία αντιμετωπίζει ένα τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Για τους πρώτους πέντε μήνες του έτους ήταν σχεδόν 17 δισ. δολάρια. Οι προβλέψεις για το σύνολο του έτους ποικίλουν σημαντικά, αλλά η Barclays αναμένει συνολικά 30 δισ. δολάρια – περίπου 4% του ΑΕΠ.
Τα προβλήματα που προκαλούνται από τη βουτιά των εξαγωγών έχουν επιδεινωθεί από μια τεράστια πιστωτική έκρηξη που ξεκίνησε πριν αρχίσει ο κορονοϊός να σαρώνει τον κόσμο και είναι τώρα το κύριο εργαλείο για την έξοδο της Τουρκίας από την πανδημία.
Ενώ οι διεθνείς αναλυτές αναμένουν ότι το τουρκικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 4,3% φέτος, σύμφωνα με έρευνα της Consensus Economics, οι Αρχές της χώρας επιμένουν ότι θα υπάρξει απότομη ανάκαμψη που θα οδηγήσει σε θετική ανάπτυξη στο έτος.
Σε μια προσπάθεια να πετύχουν αυτόν τον στόχο, στράφηκαν ξανά στις πιστώσεις. Η κεντρική τράπεζα μείωσε το επιτόκιο αναφοράς της κατά 15,75 εκατοστιαίες μονάδες τους τελευταίους 12 μήνες. Και οι τράπεζες παροτρύνονται να ανοίξουν τις κάνουλες τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές.
Τα δάνεια έχουν αυξηθεί κατά 24% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την Barclays – περισσότερο από ποτέ άλλοτε από το 2013 και μετά. «Είναι εκτός των διαγραμμάτων», λέει ο κ. Μπρουκς και τονίζει: «Είναι πραγματικά τεράστιο ποσοστό, σε σχέση με το ιστορικό προηγούμενο».
Η πιστωτική ώθηση, λέει ο κ. Μπρουκς, «τονώνει την εγχώρια ζήτηση, η οποία αυξάνει τις εισαγωγές και διατηρεί το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ευρύ». Προσθέτει: «Αυτός που χάνει στο τέλος είναι η λίρα».
Σε ένα τέτοιο σενάριο, μια λύση είναι για μια χώρα να αφήσει το νόμισμά της να χάσει αξία. Η υποτίμηση λειτουργεί ως αμορτισέρ και λειτουργεί σαν φρένο για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, καθιστώντας τις εισαγωγές πιο δαπανηρές και τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές. Όμως, σημαδεμένος ίσως από τα δραματικά γεγονότα του 2018 -όταν μόλις είχε αναλάβει σχεδόν στη νέα του θέση ως υπουργός Οικονομικών- ο κ. Αλμπαϊράκ αντιστέκεται σε αυτήν την προσέγγιση. Η τουρκική λίρα υποχώρησε για λίγο σε χαμηλό ρεκόρ έναντι του δολαρίου στις αρχές Μαΐου. Όμως, επιβάλλοντας περιορισμούς στην αγορά συναλλάγματος και πουλώντας δισεκατομμύρια δολάρια στην αγορά μέσω των κρατικών τραπεζών της χώρας, οι Αρχές στήριξαν την τουρκική λίρα και τη βοήθησαν να παραμείνει σταθερή για εβδομάδες πριν από την πρόσφατη διολίσθησή της.
Η κεντρική τράπεζα αρνείται σταθερά ότι στοχεύει σε μια συγκεκριμένη συναλλαγματική ισοτιμία για τη λίρα. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομολόγων και των αναλυτών πιστεύει ότι επιδιώκει ουσιαστικά μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία.
Ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των τρισεκατομμυρίων δολαρίων «καυτού χρήματος» που βρίσκονται στα χέρια των διαχειριστών χαρτοφυλακίων στις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων του πλανήτη. Όμως, κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, μια σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στην αποτροπή της «χειραγώγησης» προκάλεσαν ανησυχία στους ξένους επενδυτές – ωθώντας μάλιστα την MSCI να προειδοποιήσει ότι η Τουρκία θα μπορούσε να υποβιβαστεί σε κατάσταση «μεθοριακής αγοράς» (frontier market). Σε συνδυασμό με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, αυτοί οι παράγοντες έχουν απομακρύνει το διεθνές κεφάλαιο. Η συμμετοχή των ξένων στην τουρκική εγχώρια αγορά ομολόγων υποχώρησε στα μέσα Ιουλίου στο χαμηλό ρεκόρ του 4%, από 28% που ήταν στο ζενίθ της το 2013.
Η προσπάθεια σταθεροποίησης της τουρκικής λίρας έχει τεράστιο κόστος. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι μόνο φέτος η κεντρική τράπεζα έχει δαπανήσει για τη στήριξη του νομίσματος 65 δισ. δολάρια.
Οι παρεμβάσεις έχουν εξαντλήσει σημαντικά τα ήδη χαμηλά διαθέσιμα της Τουρκίας. Τα ακαθάριστα συναλλαγματικά διαθέσιμα έχουν μειωθεί κατά 13 δισ. δολάρια μέχρι στιγμής φέτος, σε 93 δισ. δολάρια. Αυτό το ποσό, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια δανεική ρευστότητα, καλύπτει λίγο περισσότερο από το μισό εξωτερικό χρέος που πρέπει να εξυπηρετήσει η χώρα τους επόμενους 12 μήνες.
Για να στηρίξει το νόμισμα, η κεντρική τράπεζα χρησιμοποιεί έναν περίπλοκο μηχανισμό που δανείζεται από τον σωρό των 230 δισ. δολαρίων των αποταμιεύσεων σε συνάλλαγμα που έχουν οι Τούρκοι πολίτες στις τράπεζες της χώρας. Ως αποτέλεσμα, τα καθαρά διαθέσιμα -ένας αριθμός που δείχνει πόσα μετρητά έχει η κεντρική τράπεζα όταν αφαιρεθούν τα κεφάλαια και τα χρήματα που έχει δανειστεί από άλλα ιδρύματα- βρίσκονται τώρα σε βαθιά αρνητικό έδαφος. Τα καθαρά ξένα περιουσιακά στοιχεία -ένα κριτήριο για τα καθαρά διαθέσιμα- ήταν -41 δισ. δολάρια στο τέλος του Ιουνίου, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Η εξάντληση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας έχει κάνει πολλούς παρατηρητές να ανησυχούν. «Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου δεν υπάρχουν διαθέσιμα και η κεντρική τράπεζα ξοδεύει διαθέσιμα που έχει δανειστεί από τις τράπεζες», λέει η Maya Senussi, οικονομολόγος της εταιρείας συμβούλων Oxford Economics.
«Το σύστημα έχει ανεπάρκεια σε δολάρια. Δεν λέω ότι θα έχουμε κρίση άμεσα. Όμως, η εμπειρία άλλων χωρών -δείτε για παράδειγμα τον Λίβανο- έχει δείξει ότι η έλλειψη καθίσταται προβληματική εάν οι τράπεζες ζητήσουν τα δολάρια τους για να τηρήσουν τις δικές τους υποχρεώσεις», εξηγεί.
Οι τουρκικές τράπεζες και εταιρείες δεν έχουν δώσει σημασία μέχρι τώρα στις προειδοποιήσεις ότι μπορεί να αντιμετωπίσουν πρόβλημα με τη μετακύλιση του χρέους των 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων που τις βαρύνει και που λήγει τους επόμενους 12 μήνες. Όμως, τον Οκτώβριο αυξάνονται και πάλι οι υποχρεώσεις αποπληρωμής εξωτερικού χρέους – αύξηση που συμπίπτει με την αντίστροφη μέτρηση για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ που θα μπορούσε να προκαλέσει νέα αστάθεια στις αγορές.
Ο Μπραντ Σέτσερ, senior fellow στο Council on Foreign Relations της Ουάσινγκτον, λέει ότι ακόμη και μια μικρή πτώση του ρυθμού αναχρηματοδότησης της χώρας θα μπορούσε να μειώσει τα ακαθάριστα διαθέσιμα σε «πραγματικά κρίσιμα επίπεδα». «Υπάρχει ένα σημείο που πηγή του σοκ γίνεται το ίδιο το χαμηλό επίπεδο των διαθεσίμων», προσθέτει. «Αρχίζει να τρομάζει τον κόσμο», συμπληρώνει.
Η κρίση δεν είναι αναπότρεπτη. Υπήρξαν κάποια καλά νέα για την τουριστική βιομηχανία τις τελευταίες εβδομάδες, με το Ηνωμένο Βασίλειο να δίνει το πράσινο φως στους Βρετανούς να ταξιδεύουν στην Τουρκία. Η Ρωσία, μια άλλη βασική πηγή επισκεπτών, πρόκειται να ξεκινήσει και πάλι πτήσεις προς την Τουρκία την 1η Αυγούστου.
Ορισμένοι αναλυτές, όπως ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s, αναμένουν ότι η πιστωτική έκρηξη της Τουρκίας -και οι σχετικοί κίνδυνοι- θα αποκλιμακωθεί. Άλλοι πιστεύουν ότι οι φόβοι ότι η τελευταία αύξηση του δανεισμού θα τροφοδοτήσει ένα τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι υπερβολικοί διότι μεγάλο μέρος των χρημάτων προορίζεται για να κρατήσει ζωντανά επιχειρήσεις και νοικοκυριά και δεν τροφοδοτεί τη ζήτηση για εισαγόμενες πρώτες ύλες και εισαγόμενα αγαθά.
Γενικότερα, ο Ερντογάν υπήρξε πολλές φορές τυχερός κατά τη διάρκεια της 18χρονης θητείας του στο τιμόνι της Τουρκίας. Μια ταχύτερη από την αναμενόμενη παγκόσμια ανάκαμψη από την Covid-19, με έντονη ανάκαμψη του εμπορίου και του τουρισμού, θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναπλήρωση των διαθεσίμων πριν φτάσουν σε κρίσιμα επίπεδα. Όμως, κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος και ο γαμπρός του προκαλούν την τύχη τους με τις μη συμβατικές οικονομικές πολιτικές τους.
Ο κ. Σέτσερ, ο οποίος είναι ειδικός στις κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών, λέει ότι η Τουρκία πλησιάζει επικίνδυνα σε αυτό που αποκαλεί «κλασική χρηματοπιστωτική κρίση σε αναδυόμενη αγορά πρώτης γενιάς». Προσθέτει: «Νομίζω ότι εάν η Τουρκία συνεχίσει την τρέχουσα πορεία της, θα έρθει μια στιγμή που η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να αφήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία να υποτιμηθεί».
Ορισμένοι ξένοι επενδυτές ανησυχούν ότι, εάν υπάρξει απότομη διολίσθηση του νομίσματος, οι Αρχές μπορεί να καταφύγουν σε αυστηρά capital controls– μια προοπτική που ο κ. Αλμπαϊράκ έχει επανειλημμένα αποκλείσει.
Η ορθόδοξη λύση θα ήταν η αύξηση των επιτοκίων. Αλλά ο Ερντογάν, που κάποτε χαρακτήρισε τα υψηλά επιτόκια «μητέρα και πατέρα όλων των κακών», μπορεί να είναι απρόθυμος να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, όπως έκανε στο παρελθόν.
«Στο φινάλε, εάν η Τουρκία θέλει να διατηρήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία της, πρέπει να προσαρμόσει τις εγχώριες πολιτικές: να μειώσει τα δάνεια και να αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδο που θα σταθεροποιήσει τη ζήτηση για τουρκικές λίρες και θα επαναφέρει σε ισορροπία το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», λέει ο κ. Σέτσερ. «Το αν η Τουρκία μπορεί να κάνει αυτήν την προσαρμογή όταν έρχεται σε αντίθεση με τις προτιμήσεις του προέδρου -και σε χαμηλότερο επίπεδο διαθεσίμων από ό,τι στο παρελθόν- είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί».
Copyright The Financial Times Limited 2020
© 2020 The Financial Times Ltd. All rights reserved.
© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.