Το 2018 ήταν η χειρότερη χρονιά, από το απόγειο της κρίσης που βίωσε η Ευρωζώνη, για τις μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τις απώλειες για τον κλάδο να ανέρχονται στο 25%, καθώς οι επενδυτές έχασαν την πίστη τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της περιοχής, επηρεασμένοι αρνητικά από παράγοντες όπως η χαμηλή κερδοφορία, τα απαρχαιωμένα επιχειρηματικά μοντέλα, τα αρνητικά επιτόκια, αλλά και το Brexit.

Η υποχώρηση των ευρωπαϊκών τραπεζικών τίτλων έχει κοστίσει στους μετόχους γύρω στα 380 δισ. δολάρια (333,5 δισ. ευρώ) και είχε ως αποτέλεσμα όλες οι μεγάλες τράπεζες στη Βρετανία αλλά και στην υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο να διαπραγματεύονται κάτω από τη λογιστική τους αξία (book value).

Κατά μέσον όρο, σήμερα οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών αποτιμώνται σε περίπου 0,6 φορές το καθαρό ενεργητικό τους, τη στιγμή που ο αντίστοιχος δείκτης είναι 1,1 για τις έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες και 1 για εκείνες του δείκτη MSCI Emerging Asia Banks Index.

«Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος βγάζει σήμερα περισσότερο χρήμα από ό,τι τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω χαμηλής κερδοφορίας σε σύγκριση με αμερικανικές ή ασιατικές τράπεζες του ίδιου μεγέθους», σημειώνει ο Ronit Ghose, επικεφαλής ανάλυσης για τις τράπεζες στη Citigroup.

«Οι τιμές των μετοχών κινούνται χαμηλότερα φέτος περίπου τρεις φορές περισσότερο από τις αναθεωρημένες προβλέψεις για τα κέρδη», συμπληρώνει.

Αν και τα κέρδη, όπως και οι κεφαλαιακοί δείκτες, έχουν αυξηθεί και τα ρυθμιστικά πρόστιμα μειωθεί, η βελτίωση των επιδόσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών χάθηκε στα σκάνδαλα και στα γεωπολιτικά και μακροοικονομικά σοκ. Μεταξύ αυτών ήταν και η εκλογή μιας αντιευρωπαϊκής κυβέρνησης στην Ιταλία που ενίσχυσε την αβεβαιότητα για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης, η οποία είχε ήδη διαταραχθεί από το Brexit.

Τραπεζίτες, αναλυτές και επενδυτές λένε ότι το κλίμα έχει γίνει τόσο αρνητικό που οι αγοραστές που έχουν μείνει ενεργοί στην αγορά είναι ελάχιστοι, ενώ οι ρευστοποιήσεις πλήττουν σχεδόν αδιακρίτως όλες τις χώρες και όλα τα επιχειρηματικά μοντέλα.

Ελάχιστοι οικονομολόγοι αναμένουν πλέον ότι τα επιτόκια – ο βασικός, ίσως, παράγοντας που καθορίζει τα κέρδη των τραπεζών – θα περάσουν σε θετικό έδαφος σύντομα.

Επιπλέον, το τοπίο των μελλοντικών σχέσεων της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το Brexit δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει, ενώ έχει φορτώσει τις τράπεζες με κόστη αναδιάρθρωσης ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων.

Σε σύγκριση με τον αμερικανικό τραπεζικό κλάδο, οι δαπάνες των τραπεζών στην Ευρώπη παραμένουν σε επίμονα υψηλά επίπεδα και αποτρέπουν τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας που είναι απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό των πληροφοριακών συστημάτων τους.

Η μέση αμερικανική τράπεζα έχει απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) 16%, ενώ στην Ευρώπη η αντίστοιχη απόδοση είναι σχεδόν η μισή, σύμφωνα με στοιχεία της Citi.

«Οι επενδυτές φοβούνται ότι οι υψηλότερες προσδοκίες για την κερδοφορία [των τραπεζών] αναστέλλονται από την ανησυχία για το τέλος του αμερικανικού κύκλου, τους φόβους ότι οι αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα έρθουν αργότερα ή θα είναι μικρότερες και επίσης από τα συνεχή σοκ που φέρνει η τεχνολογική εξέλιξη», σημειώνει ο κ. Ghose.

Τις μεγαλύτερες απώλειες από όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες κατέγραψε η μετοχή της Deutsche Bank, που κλείνει το έτος 53% χαμηλότερα, καθώς οι προσδοκίες για τα έσοδα συνεχίζουν να διαψεύδονται, ενώ η τράπεζα έχασε περαιτέρω μερίδιο αγοράς στην επενδυτική τραπεζική.

Η γερμανική τράπεζα απέλυσε την άνοιξη τον διευθύνοντα σύμβουλό της και τον περασμένο μήνα βρέθηκε στο στόχαστρο των Αρχών για ξέπλυμα χρήματος.

Άλλο ένα σκάνδαλο που έπληξε δραματικά το επενδυτικό κλίμα ήταν και η αποκάλυψη μιας τεράστιας υπόθεσης με ξέπλυμα χρήματος στην Danske Bank, η μετοχή της οποίας έχασε 43% όταν αποκαλύφθηκε ότι 200 δισ. ευρώ από τη Ρωσία και πρώην σοβιετικά κράτη «ξεπλύθηκαν» μέσω του βραχίονά της στην Εσθονία.

[ft_copy]


© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.