Οι μεγάλοι παίκτες στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις ετοιμάζονται να εισβάλλουν σε έναν χώρο που μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν οι μικροκαλλιεργητές. Η τιμή του λαδιού (ελαιολάδου) ετοιμάζεται να φτάσει σε νέα ύψη ρεκόρ και η μάχη για μία βιομηχανία που αξίζει 14 δισ. ευρώ μόλις έχει ξεκινήσει.

Ο Manuel Adamuz Comino, αγρότης στο Montefrio, επιθεωρεί τις ελιές του για τυχόν σημάδια ξηρασίας.

1

Πέρσι η ανομβρία είχε οδηγήσει σε  νεκρές ελιές και μια πενιχρή φθινοπωρινή-χειμωνιάτικη συγκομιδή.

«Όλα εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες», είπε. «Αν βρέξει, τότε σε δύο μήνες από τώρα μπορεί να είναι τριπλάσια σε μέγεθος η ελιά. Αν δεν βρέξει, δεν υπάρχει απόδοση».

Η απειλή του Γολιάθ

Κι ενώ η ξηρασία απειλεί να γίνει ένα συχνό φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής στην Νότια Ευρώπη, οι χιλιάδες μικροκαλλιεργητές έχουν να αντιμετωπίσουν μία ακόμη απειλή: τους μεγάλους παίκτες στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Οι οποίοι επιθυμούν να επωφεληθούν από τις τιμές του ελαιολάδου που παραμένουν κοντά στα υψηλά ρεκόρ που είχαν σημειωθεί νωρίτερα φέτος. Το πλεονέκτημα των μεγάλων παικτών είναι ότι διαθέτουν καλλιέργειες δίπλα σε ποτάμια ή δεξαμενές, έχοντας πρόσβαση στην κρίσιμη –για την ξηρασία- άρδευση, ενώ παράλληλα έχουν πρόσβαση σε μηχανές συγκομιδής. Αυτό σημαίνει χαμηλότερο κόστος, υψηλότερη παραγωγικότητα και μεγαλύτερα κέρδη.

Η πρακτική της «υπερ-εντατικής» ελαιοκαλλιέργειας έχει επεκταθεί τα τελευταία χρόνια αντιπροσωπεύοντας πλέον στην Ισπανία  το 7% του εδάφους της χώρας για ελιές και το 11% της παραγωγής.

Οι ελκυστικές τιμές του ελαιολάδου δεν έχουν αφήσει ασυγκίνητους μεγάλους ομίλους όπως οι Innoliva και De Prado, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στους μεγαλοκαλλιεργητές.

Άλλωστε, οι καλλιέργειές τους είχαν καλύτερη απόδοση από τους παραδοσιακούς ελαιώνες κατά τη διάρκεια της ξηρασίας, καθώς υπέστησαν λιγότερο δραστικές μειώσεις στην παραγωγή.

«Η οικονομική φιλοσοφία που αφορά το ορεινό ελαιόλαδο περιορίζεται καθώς η παραγωγικότητα μειώνεται, κυρίως εξαιτίας της ανομβρίας», αναφέρει ο Ignacio Silva, πρόεδρος της Deoleo, η οποία αγοράζει από μικρούς και μεγάλους παραγωγούς.

Η κλιματική αλλαγή, άλλωστε έχει στρέψει όλο και περισσότερους μεγαλογαιοκτήμονες από τα από τα εσπεριδοειδή, δημητριακά και λαχανικά προς τις ελιές, λόγω της ανθεκτικότητάς τους.

Μία νέα υποσχόμενη αγορά

Αυτό σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τιμών έχει οδηγήσει στη δημιουργία μίας νέας υποσχόμενης αγοράς. Πολλά στελέχη της βιομηχανίας βολιδοσκοπούν εκατομμύρια δυνητικούς νέους καταναλωτές εκτός Ισπανίας και Ιταλίας, κυρίως στις ΗΠΑ και σε χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπου πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να βασίζονται σε άλλα μαγειρικά έλαια.

Και δεν είναι μόνο οι καλλιέργειες στην Ισπανία αλλά και αυτές στην Ιταλία, που έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των επενδυτών.

Κεφάλαια εισρέουν από εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων όπως η DeA Capital με έδρα το Μιλάνο, δυναστείες στη βιομηχανία των οινοποιείων αλλά και εταιρείες εμφιάλωσης.

Οι εκτάσεις που προορίζονται για την καλλιέργεια ελιάς υψηλής τεχνολογίας στην Ιταλία είναι ακόμη ελάχιστες, καθώς αντιπροσωπεύουν μόλις 15.000 εκτάρια από το 1 εκατ. εκτάρια ελαιόδεντρων συνολικά. Αλλά ο Michele Buccelletti, γόνος μιας οικογένειας που καλλιεργεί ελιές στην Τοσκάνη από τον 17ο αιώνα, προβλέπει ότι η Ιταλία θα ακολουθήσει το μονοπάτι που χάραξε η Ισπανία.

«Αργά ή γρήγορα, θα έχουμε υπερυψηλή πυκνότητα δένδρων», ανέφερε ο Buccelletti, ο οποίος είναι  διευθύνων σύμβουλος της Atena, μιας εταιρείας που υποστηρίζεται από την DeA Capital, ελαιοκομική επιχείρηση. «Δεν υπάρχει πλέον κέρδος από την καλλιέργεια ελιών με τον παραδοσιακό τρόπο».

Η τιμή του ελαιολάδου

 

Τα ισχυρά στοιχεία

Το εργατικό δυναμικό ήταν «το νούμερο ένα πρόβλημα», πρόσθεσε. «Μπορείτε να έχετε όσες ελιές θέλετε στα δέντρα σας, αλλά αν δεν υπάρχει κανείς να τις μαζέψει, θα παραμείνουν εκεί».

Η πυκνότητα είναι ένα ακόμα ατού των μεγάλων καλλιεργητών. Ενώ οι παραδοσιακοί ελαιοπαραγωγοί στην Ισπανία έχουν 80 έως 120 δέντρα ανά εκτάριο κατά μέσο όρο, οι μεγαλογαιοκτήμονες μετράνε από 800 έως 2.000 μικρότερα δέντρα στην ίδια έκταση. Οι παραδοσιακοί ελαιώνες παράγουν κατά μέσο όρο μεταξύ 500 κιλών και 850 κιλώνελαιολάδου ανά εκτάριο, σε σύγκριση με μια απόδοση 1.200 κιλών από τους μεγαλοκαλλιεργητές, σύμφωνα με στοιχεία του κλάδου.

Στα παραπάνω προστίθενται οι  θεριστικές μηχανές που μοιάζουν με τρακτέρ ύψους 4 μέτρων, οι οποίες Η χρήση τους όμως δεν ενδείκνυται σε απόκρημνα μέρη, όπου συνήθως έχουν τις καλλιέργειές τους, οι παραδοσιακοί παραγωγοί.

Κατά συνέπεια, το κόστος παραγωγής για έναν τυπικό παραδοσιακό αγρότη είναι 3,80 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου, ενώ το κόστος σε μια τυπική περίπτωση μεγάλων εκτάσεων υπερ καλλιέργειας είναι το μισό από αυτό.

Ποιότητα εναντίον ποσότητας;

Ο Rafael Rioboo Cabello de Alba, ένας μεγαλοκαλλιεργητής κοντά στην Κόρδοβα, ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη συγκομιδή σε ένα από τα 100 εκτάρια των αγροτεμαχίων του στα τέλη Οκτωβρίου. «Με πέντε μηχανήματα μπορώ να κάνω όλο το κτήμα σε πέντε ημέρες», είπε. Για τη συγκομιδή της ίδιας έκτασης ορεινών ελιών, μια ομάδα 10 ατόμων θα χρειαζόταν 70 έως 100 ημέρες.

Η ταχύτητα φέρνει ένα άλλο πλεονέκτημα. Ο καρπός για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πρέπει να προέρχεται από την πρώτη συγκομιδή της χρονιάς, αλλά αν μένει στο δέντρο για πολύ καιρό, αλλοιώνεται. Σε μια μεγαλοαγροτική εκμετάλλευση «μπορείς να επιλέξεις την ακριβή στιγμή της συγκομιδής», δήλωσε ο Rioboo Cabello de Alba. Αλλά ένας αγρότης του βουνού, πρόσθεσε, δεν μπορεί να συλλέξει τα πάντα τη στιγμή της βέλτιστης ωρίμανσης.

Αν και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στην ταχύτητα ή στις αποδόσεις, μικροκαλλιεργητές όπως ο Adamuz Comino υποστηρίζουν ότι προσφέρουν  ανώτερο ποιοτικά προϊόν.

«Έχουμε τέτοια  εμμονή με το περισσότερο που δεν είδαμε ότι η ποιότητά του δεν είναι η ίδια», σημείωσε.

Η απάντηση των μικροκαλλιεργητών

Σε αυτή τη μάχη οι συνεταιρισμοί μικροκαλλιεργητών και τα συμβούλια που πιστοποιούν τις περιφερειακές ονομασίες του λαδιού αντιστέκονται με πρωτοβουλίες όπως η υποστήριξη πανεπιστημιακών μελετών σχετικά με την ποιότητα του λαδιού και η εστίαση στα οφέλη για την υγεία.

«Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι η ποιότητα και η διαφοροποίηση», δήλωσε ο José Juan Jiménez López από το συμβούλιο του συνεταιρισμού Poniente de Granada.

Οι μικροκαλλιεργητές στηρίζουν τις ελπίδες τους στην πολύπλοκη σχέση της ελιάς με το νερό. Η υπερβολική ενυδάτωση δεν είναι καλή για την καρπό. Μια κορυφαία ελιά πρέπει να υποφέρει, επειδή η δίψα την κάνει να παράγει φυσικά συντηρητικά που ονομάζονται πολυφαινόλες, κάτι που οι ορεινές ελιές έχουν σε αφθονία.

Οι πολυφαινόλες προσδίδουν στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο την πικάντικη γεύση και την πικράδα που χαρακτηρίζει την ποικιλία στη Μεσόγειο.

«Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει ότι μια κουταλιά από το ελαιόλαδό μας μπορεί να σας απαλλάξει από τον πονοκέφαλο ή τον πόνο στις αρθρώσεις», δήλωσε ο Jiménez López.

Οι απαιτήσεις των νέων αγορών

Οι φάρμες υψηλής πυκνότητας, εν τω μεταξύ, χρησιμοποιούν λίγες μόνο ποικιλίες ελιάς που τείνουν να παράγουν λιγότερες πολυφαινόλες.

Για ορισμένες νέες αγορές, ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα πρόβλημα. Η Deoleo διαπίστωσε ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές, για παράδειγμα, δεν θα ενοχληθούν από την απουσία της  ελαφριάς αίσθησης καψίματος που θα περίμενε ένας νοτιοευρωπαίος από ένα εξαιρετικό παρθένο έλαιο κορυφαίας ποιότητας.

Παρ’ όλα αυτά, οι παραδοσιακοί αγρότες θα μπορούσαν να κερδίσουν έδαφος στο εξωτερικό προωθώντας το λάδι τους ως ένα προϊόν που δεν καταναλώνει πολύτιμα επιφανειακά ύδατα, προστατεύει τη βιοποικιλότητα και διατηρεί τους ανθρώπους στις αγροτικές κοινότητες που τείνουν να ερημώνουν, δήλωσε ο Parras Rosa.

Προς το παρόν, πολλοί τέτοιοι μικροκαλλιεργητές επιβιώνουν χάρη στις επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ, αν και οι περισσότεροι εξακολουθούν να εξαρτώνται από το κλίμα.

Ο Adamuz Comino δήλωσε ότι η δική του γη ήταν «αρκετά κερδοφόρα για να ζήσει κανείς, αν και όχι για να κάνει μια περιουσία», αλλά υπόκειται σε μία κρίσιμη προϋπόθεση: «Αυτό ισχύει εφόσον έχουμε 18 μήνες με αξιοπρεπή καιρό».

Διαβάστε επίσης:


© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.