Τέλος η χαρά, η αισιοδοξία και το χολιγουντιανό χαμόγελο της Καμάλα Χάρις. Η Αμερική την απέρριψε.

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο τότε νικητής Τζο Μπάιντεν είχε περιγράψει τον Ντόναλντ Τραμπ ως μια «άτυχη στιγμή». Δεδομένου ότι ο Τραμπ έχει βάσιμες πιθανότητες να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο, εκτός από το αμερικανικό εκλεκτορικό σώμα, η ιστορία θα απονείμει τώρα σίγουρα αυτόν τον χαρακτηρισμό στον Μπάιντεν.

1

Ο Τραμπ, άλλωστε, είναι από τους πιο γνωστούς υποψηφίους στην ιστορία των ΗΠΑ. Η εκλογή του μία φορά μπορεί να ήταν ατύχημα- η εκλογή του για δεύτερη φορά ήρθε συνειδητά. Ο Τραμπ είναι νόμιμα ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το ερώτημα είναι γιατί;

Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας είναι ότι ένας σημαντικός αριθμός Αμερικανών θέλει αυτό που πουλάει ο Τραμπ: μαζική απέλαση των παράνομων μεταναστών, τέλος στην παγκοσμιοποίηση και περιφρόνηση απέναντι στην υπερβολική και συχνά γελοία προσέγγιση της ταυτότητας από την φιλελεύθερη ελίτ, πιο γνωστή ως wokeness.

Όλα αυτά υπερίσχυσαν των όποιων αμφιβολιών είχαν οι ψηφοφόροι για τον χαρακτήρα του Τραμπ.

Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξέλεξαν, όπως όλα δείχνουν, έναν καταδικασμένο εγκληματία, ο οποίος έχει επίσης κατηγορηθεί για απόπειρα ανατροπής των προηγούμενων εκλογών και είναι φανερός υποστηρικτής των απολυταρχών, μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους.

Είτε οι ψηφοφόροι δεν παίρνουν στα σοβαρά τον κίνδυνο που ενέχει ο Τραμπ, είτε γνωρίζουν ακριβώς σε ποια κατάσταση μπλέκουν την χώρα, αλλά εξακολουθούν να το προτιμούν από το “συνεχίζουμε με την ίδια τακτική”.

Όπως και να έχει, η επανεκλογή του Τραμπ αποτελεί υπαρξιακή καταστροφή για τους Δημοκρατικούς. Είναι επίσης μια ιστορική αλλαγή παιχνιδιού για τους συμμάχους της Αμερικής. Οι αλληλοκατηγορίες των Δημοκρατικών θα έρθουν γρήγορα και θα είναι έντονες.

Οποιαδήποτε εκ των υστέρων αυτοκριτική θα αναδείξει σίγουρα το γεγονός ότι ο εμφανώς ασθενής Μπάιντεν περίμενε πάρα πολύ καιρό για να παραιτηθεί από το χρίσμα του κόμματός του. Αν ο Μπάιντεν είχε παραιτηθεί έξι μήνες νωρίτερα, οι Δημοκρατικοί θα είχαν χρόνο να βρουν μια καλύτερη προοπτική από τη Χάρις.

Για να είμαστε δίκαιοι με τη Χάρις, έκανε μια καλά οργανωμένη εκστρατεία, νίκησε τον Τραμπ στο μοναδικό ντιμπέιτ τους και ένωσε τους Δημοκρατικούς γύρω της.

Αλλά ήταν τουλάχιστον μέτρια κάθε φορά που η συζήτηση πήγαινε στην οικονομία – ένα θέμα που έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει. Η έλλειψη ενός συναρπαστικού οικονομικού αφηγήματος θα αποτελούσε μεγάλο ελάττωμα σε οποιεσδήποτε αμερικανικές εκλογές. Οι προκριματικές εκλογές θα το είχαν διαπιστώσει αυτό.

Έχοντας κληρονομήσει τόσο εύκολα το χρίσμα, η Χάρις είχε ελάχιστο χρόνο για να διορθώσει τις ελλείψεις της.

Ωστόσο, θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του Μπιλ Κλίντον με την μαύρη συγγραφέα και ακτιβίστρια Sister Soulja. Η κριτική που της είχε ασκήσει το 1992 – όταν εκείνη έκανε δηλώσεις που θεωρήθηκαν αντισημιτικές και υπέρ της βίας κατά των αστυνομικών- ανέδειξε ότι δεν ήταν ένας παλιομοδίτης φιλελεύθερος, γεγονός που τον βοήθησε να εκλεγεί.

Η Χάρις φρόντισε να αποφύγει τη συσχέτιση με τους πιο ακραίους προοδευτικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της σύντομης εκστρατείας της, διάρκειας 16 εβδομάδων. Αλλά δεν αποκήρυξε πειστικά την προηγούμενη στήριξη της υπέρ των ανοιχτών συνόρων και της απόσυρσης της χρηματοδότησης της αστυνομίας, για παράδειγμα.

Ο Μπάιντεν μπορεί επίσης να κατηγορηθεί ότι υπερεκτίμησε τη νίκη του το 2020. Αυτή ήταν αποτέλεσμα του κακού χειρισμού της πανδημίας από τον Τραμπ, όχι των ανησυχιών για την υγεία της αμερικανικής δημοκρατίας.

Ο Μπάιντεν κέρδισε υποσχόμενος να τερματίσει την πανδημία και να επαναφέρει την κανονικότητα στην πολιτική των ΗΠΑ. Κάπου μεταξύ της υποψηφιότητάς του και της ορκωμοσίας του, ωστόσο, άρχισε να πιστεύει ότι είχε την άδεια για σαρωτικές αλλαγές.

Τα άσκοπα οικονομικά κίνητρα ύψους 1,9 εκατ. δολαρίων πυροδότησαν στον πληθωρισμό που ήδη αυξανόταν λόγω των αναταράξεων στην πλευρά της προσφοράς.

Φυσικά, ο Τραμπ αποτελούσε μια βαθιά απειλή για τη συνταγματική τάξη των ΗΠΑ. Ωστόσο, στο πρόσωπο του Μέρικ Γκάρλαντ ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε έναν γενικό εισαγγελέα που δεν βιαζόταν να θέσει τον Τραμπ προ των ευθυνών του. Οι ιστορικοί θα προβληματιστούν σχετικά με αυτό.

Όπως και με την ήττα της Χίλαρι Κλίντον το 2016, υπάρχουν πολλά στοιχεία για την ήττα της Χάρις. Αλλά αυτή τη φορά θα είναι πολύ πιο δύσκολο να κατηγορήσουμε τους εξωτερικούς κακούς παράγοντες.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας αναμφίβολα θα δει τεράστια πλεονεκτήματα στην επανεκλογή του Τραμπ, ιδίως στην Ουκρανία. Ωστόσο, ήταν οι Αμερικανοί που έβαλαν τον Τραμπ ξανά στο αξίωμα, χωρίς προφανή βοήθεια.

Όπως και να έχει, το παιχνίδι των Δημοκρατικών με τις ευθύνες θα είναι δευτερεύον για την κατανόηση του τι έρχεται στη συνέχεια. Ο Τραμπ έχει ορκιστεί αντίποινα και το εννοεί.

Είναι απολύτως πιθανό οι Ρεπουμπλικάνοι να κερδίσουν μια τριπλέτα: την προεδρία, τη Γερουσία, που είναι πλέον σίγουρη, και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που παραμένει σε εκκρεμότητα.

Σε περίπτωση που οι Ρεπουμπλικάνοι αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο του Καπιτωλίου, θα υπάρχει ελάχιστος έλεγχος στην εκτελεστική εξουσία του Τραμπ.

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έγραψε ήδη στον Τραμπ το ισοδύναμο μιας δικαστικής λευκής επιταγής, όταν αποφάσισε τον Ιούλιο ότι έχει σαρωτική ασυλία για τις ενέργειές του ως πρόεδρος.

Η Αμερική πήρε μία κρίσιμη απόφαση. Θα ήταν παράτολμο να υποθέσουμε ότι ο Τραμπ δεν εννοούσε αυτά που είπε όταν ορκίστηκε να κυνηγήσει τους εχθρούς του. Θα ήταν επίσης αυταπάτη να σκεφτεί κανείς ότι θα αισθανθεί με οποιονδήποτε τρόπο περιορισμένος από τη διαίρεση 50-50 της χώρας του.

Ο Τραμπ έχει εντολή να αναμορφώσει τις ΗΠΑ με αφάνταστα ανατρεπτικούς τρόπους. Δεν θα υπάρξει επιστροφή από το συνταρακτικό αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του 2024.

Διαβάστε επίσης:

Τα 7 διαγράμματα που διαμόρφωσαν την προεκλογική μάχη για την προεδρία των ΗΠΑ

Αμερικανικές εκλογές 2024: Τι να περιμένει ο κόσμος από μία «καθαρή» νίκη του Τραμπ

Σε αναβρασμό οι εταιρείες του S&P 500 για το αποτέλεσμα των εκλογών


© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.