Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι «κανείς δεν μπορεί να μπει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι». Αυτός είναι ένας βασικός κανόνας όχι μόνο της ζωής, αλλά και της αγοράς. Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς, λοιπόν, η άποψη ότι οι επιχειρήσεις συνιστούν αποκλειστικά και μόνο οικονομικές μονάδες, επομένως αρκεί η χρήση  χρηματοοικονομικών κριτηρίων στην αξιολόγηση της απόδοσής τους, δεν μπορεί παρά να είναι παρωχημένη.

Το οικονομικό μοντέλο της «βιώσιμης ανάπτυξης» θεωρεί ότι η επιχείρηση, ως «ζωντανός» οργανισμός, αλληλοεπιδρά με το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιείται και ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να δημιουργεί αξία μόνο για την ίδια, αλλά και για το «οικοσύστημα» μέσα στο οποίο λειτουργεί. Υπό το πρίσμα παγκόσμιων προβλημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες μάλιστα λόγω της πανδημίας της COVID-19 οξύνθηκαν, είναι λογικό η «βιωσιμότητα» να απασχολεί ολοένα και περισσότερο τους επενδυτές.

Ως εκ τούτου, σημαντικό έδαφος φαίνεται να κέρδισαν τα τελευταία χρόνια οι λεγόμενες «υπεύθυνες επενδύσεις», δηλαδή επενδύσεις οι οποίες γίνονται κατόπιν αξιολόγησης μιας επιχείρησης βάσει των κριτηρίων ESG,  των μη χρηματοοικονομικών εκείνων πληροφοριών που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικό αποτύπωμα μιας επιχείρησης («environmental»), τις συνέπειες της δραστηριότητας της επιχείρησης στους ανθρώπους, στους εργαζόμενους και στην κοινωνία («social»), αλλά και τη διακυβέρνηση της ίδιας της επιχείρησης, πώς, δηλαδή, η εταιρία διοικείται («governance»).

Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδυτές κατευθύνουν τα κεφάλαια που διαχειρίζονται προς επιχειρήσεις που προσπαθούν να βοηθήσουν το περιβάλλον, να προστατεύσουν τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή, ενώ διοικούνται κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιταγές του ESG (διαφάνεια σε σχέση με τις απολαβές και αποζημιώσεις διοικητικών στελεχών της επιχείρησης, σημαντικό αριθμό γυναικών στο ΔΣ, αντιμετώπιση διαφθοράς και δωροδοκίας κ.ά.).

Έχουν αναπτυχθεί αρκετές στρατηγικές σε σχέση με τις «υπεύθυνες επενδύσεις», ανάμεσα στις οποίες πιο διαδεδομένες είναι: η ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG κατά τον έλεγχο των επιχειρήσεων (due diligence) πριν τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, o αποκλεισμός κλάδων/τομέων (αποκλείονται από τα χαρτοφυλάκια κλάδοι/ τομείς που δεν εναρμονίζονται με  αξίες και αρχές που έχουν θέσει οι επενδυτές (π.χ. όπλα, καπνός, αλκοόλ), οι θεματικές επενδύσεις (επενδύσεις που επικεντρώνονται σε επιχειρήσεις που στοχεύουν στην επίλυση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού ή οικονομικού προβλήματος, π.χ. κλιματική αλλαγή) και οι επενδύσεις με κοινωνικό αντίκτυπο (επενδύσεις απευθείας σε εταιρίες που αποσκοπούν στην παραγωγή μετρήσιμων και άμεσων αποτελεσμάτων σε σχέση με τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών).

Από τα μέχρι τώρα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που προέκυψαν στο πλαίσιο της πανδημίας, της «πρώτης κρίσης βιωσιμότητας» του 21ου αιώνα,  οι επενδυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι «υπεύθυνες επενδύσεις» μπορούν να είναι οικονομικά αποδοτικότερες των λοιπών επενδύσεων,  ειδικά σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας, για δύο λόγους: αφενός, φαίνεται ότι υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στην ύπαρξη ενός ισχυρού πλαισίου ESG σε μία εταιρία με το πόσο καλά λειτουργεί και πόσο καλά είναι προετοιμασμένη να ανταπεξέλθει απέναντι σε μη προβλέψιμους και μη ελέγξιμους κινδύνους, δηλαδή πόσο «θωρακισμένη» είναι σε μακροπρόθεσμους επιχειρηματικούς κινδύνους. Αφετέρου, φαίνεται ότι η ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG στη στρατηγική των επενδυτών προφυλάσσει τα χαρτοφυλάκια των επενδύσεών από τις απότομες διακυμάνσεις και τη μεταβλητότητα στην αγορά, ενώ είναι πιο αποδοτική σε περιόδους πτωτικής αγοράς, όπως είναι μια περίοδος οικονομικής ύφεσης (bear market), όπως φάνηκε το πρώτο τρίμηνο του 2020.

Στην πραγματικότητα, αναλύοντας τις πληροφορίες που αφορούν τις πρακτικές ESG μιας εταιρίας, οι επενδυτές αποκτούν καλύτερη ενημέρωση και πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη λειτουργία της επιχείρησης και άρα μπορούν να λάβουν πιο τεκμηριωμένες αποφάσεις και να προστατευτούν αποτελεσματικότερα απέναντι στους επενδυτικούς κινδύνους. Υπό αυτή την έννοια, οι «υπεύθυνες επενδύσεις» μπορούν πραγματικά να οδηγήσουν στη δημιουργία αξίας όχι μόνο για τους  «συμμετόχους» (stakeholders), το περιβάλλον και την κοινωνία, αλλά και για την επιχείρηση.

Εξάλλου, τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα στην πραγματικότητα δημιουργούν «μέγα-τάσεις» που μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες, όπως για παράδειγμα οι επενδύσεις  σε καθαρή ενέργεια, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τεχνολογία σε σχέση με την εκπαίδευση, κοινωνικές υποδομές, δημόσια υγεία,  ηλεκτρικά αυτοκίνητα και νέες τεχνολογίες στις αγροτικές καλλιέργειες (οικονομία νερού).

Από την άλλη πλευρά, οφείλει να επισημάνει κανείς πως η μέχρι σήμερα απουσία ενός ενιαίου πλαισίου αναφοράς και αξιολόγησης των κριτηρίων ESG, εν αντιθέσει με τα συστήματα που υπάρχουν για τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες, όπως π.χ. τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (IFRS), δημιουργεί προβλήματα, με κυριότερο την έλλειψη διαφάνειας και κατά συνέπεια εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντι στις πληροφορίες που λαμβάνουν από τις επιχειρήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη, όμως, την ευρωπαϊκή στρατηγική για την υλοποίηση του νέου Green Deal, στο πλαίσιο της οποίας κινείται το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, η ενσωμάτωση του ESG στο DNA των επιχειρήσεων και στη στρατηγική των επενδυτών δεν θα είναι απλά μια ακόμα «τάση» ή «μόδα»,  αλλά σύντομα θα γίνει ο «κανόνας» για την αγορά.