Πολλές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές παραπλανούν μιλώντας για μηδενικές εκπομπές, σύμφωνα με έρευνα του New Climate Institute που πραγματοποιήθηκε σε 25 πολυεθνικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρει η  έκθεση του New Climate Institute έχουν την τάση να υπερβάλουν ή να παρέχουν ψευδή στοιχεία για τις κινήσεις τους, με αποτέλεσμα συνολικά οι 25 μεγάλες πολυεθνικές που στοχεύουν μηδενικές εκπομπές να εννοούν ότι η μείωση των εκπομπών τους θα είναι της τάξης του 20%.

Γι αυτό η έκθεση συμπεραίνει ότι οι εταιρείες πρέπει να υπόκεινται σε έντονο έλεγχο για να επιβεβαιωθεί εάν οι δεσμεύσεις και οι αξιώσεις τους είναι αξιόπιστες και θα πρέπει να λογοδοτούν σε περίπτωση που δεν είναι.

1

Σύμφωνα με την έκθεση, μόλις 3 από τις 25 εταιρείες έχουν δεσμευτεί ξεκάθαρα να αφαιρέσουν το 90% των εκπομπών άνθρακα από τις αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού του. Αυτές είναι η Maersk, η Vodafone και η Deutsche Telekom.

Σημειώνεται ότι οι 25 εταιρείες που περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση είναι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Το συνολικό αποτύπωμα εκπομπών  που αναφέρθηκαν από τους ίδιους το 2019 ανέρχεται σε περίπου 2,7 GtCO2e. Αυτό ισοδυναμεί με περίπου το 5% των παγκόσμιων εκπομπών GHG.

Τουλάχιστον 5 από τις εταιρείες δεσμεύονται μόνο να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά λιγότερο από 15%, συχνά αποκλείοντας τις εκπομπές στην αλυσίδα αξίας. Οι 13 εταιρείες που παρέχουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με το τι σημαίνουν οι γενικές καθαρές μηδενικές δεσμεύσεις τους, δεσμεύονται να μειώσουν τις πλήρεις εκπομπές τους στην αλυσίδα αξίας από το 2019 μόνο κατά 40% κατά μέσο όρο. Οι άλλες 12 εταιρείες δε συνοδεύουν τις βασικές δεσμεύσεις τους με καμία συγκεκριμένη δέσμευση μείωσης των εκπομπών για το συγκεκριμένο έτος στόχο.

Κατά μέσο όρο συνολικά οι 25 εταιρείες δεσμεύονται τελικά σε πραγματική μείωση κάτω του 20% των εκπομπών τους που ανέρχονται 2,7 GtCO2e, κατά τα έτη-στόχο. Η μέση δέσμευση μείωσης των άμεσων και έμμεσων εκπομπών  μεταξύ 2019 και 2030 είναι μόλις 23%.

Εταιρείες όπως η Google, η Amazon, η Ikea, η Apple, η Nestle είναι μεταξύ εκείνων που αδυνατούν να αλλάξουν αρκετά γρήγορα τις συνήθειές τους, ισχυρίζεται η έρευνα.  Η μελέτη έδωσε σε κάθε εταιρεία μια βαθμολογία «ακεραιότητας». Διαπίστωσε ότι ορισμένες τα πήγαιναν σχετικά καλά στη μείωση των εκπομπών αλλά ότι όλες οι εταιρείες μπορούσαν να βελτιωθούν. Σε καμιά εταιρεία δε δόθηκε βαθμολογία «υψηλής ακεραιότητας».

Αξιολόγησε παράγοντες όπως η ετήσια γνωστοποίηση για το ύψος των εκπομπών, η παροχή ανάλυσης των πηγών προέλευσης των εκπομπών και η γνωστοποίηση των πληροφοριών με κατανοητό τρόπο.

Ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει ότι “οι στόχοι καθαρού μηδέν” δε σημαίνουν το ίδιο για κάθε εταιρεία. Πολλές από αυτές μιλούν για “καθαρό μηδέν” αλλά στοχεύουν στη μείωση των συνολικών εκπομπών μόνο κατά 40% το πολύ, όχι κατά 100% όπως προτείνεται από τον όρο «καθαρό μηδέν». Και οι 25 εταιρείες που αξιολογήθηκαν σε αυτήν την έκθεση δεσμεύονται για κάποια μορφή στόχου μηδενικών εκπομπών, καθαρού μηδενικού ή ουδέτερου άνθρακα.

Δηλαδή συμπεραίνει η έκθεση, οι στόχοι για το 2030 υπολείπονται κατά πολύ της φιλοδοξίας που απαιτείται για την ευθυγράμμιση με τους διεθνώς συμφωνημένους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού και την αποφυγή των πιο καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ των εταιρειών που αξιολογήσαμε, 15 από τις 25 αναφέρουν ενδιάμεσους στόχους για το κλίμα.

Αόριστος τρόπος διατύπωσης

Ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις μιλούν για τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα είναι επίσης μεγάλο πρόβλημα, λέει η μελέτη, καθώς υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτού που λένε οι εταιρείες και της πραγματικότητας – και οι καταναλωτές είναι πιθανό να δυσκολεύονται να προσδιορίσουν την αλήθεια.

Οι εταιρείες θέτουν τους δικούς τους στόχους. Για παράδειγμα, η Google έχει υποσχεθεί να είναι απαλλαγμένη από άνθρακα έως το 2030, ενώ η Ikea έχει δεσμευτεί να είναι «θετική για το κλίμα» έως το 2030.

Τις χειρότερες επιδόσεις, σύμφωνα με τη μελέτη, την είχε η Unilever, η οποία τη σχολίασε με τον εξής τρόπο στο BBC «Ενώ μοιραζόμαστε διαφορετικές απόψεις για ορισμένα στοιχεία αυτής της έκθεσης, χαιρετίζουμε την εξωτερική ανάλυση της προόδου μας και έχουμε ξεκινήσει έναν παραγωγικό διάλογο με το New Climate Institute για να δούμε πώς μπορούμε να εξελίξουμε ουσιαστικά την προσέγγισή μας».

Ανάγκη καινοτομίας και τεχνολογίας

Οι εταιρείες πρέπει να  είναι οι καινοτόμες για να βρουν τις λύσεις για την κλιματική κρίση, αλλά πρέπει και να υπόκεινται σε έλεγχο και ρύθμιση, σημειωνεται στην έκθεση.
Ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, όπως τονίζεται,  εξαρτάται από την καινοτομία. Οι εταιρείες έχουν, και θα συνεχίσουν, να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην εξεύρεση και την κλιμάκωση λύσεων για τη βαθιά απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, σημειώνεται, όμως αυτές οι προσπάθειες χρειάζονται επείγουσα επιτάχυνση.

Τα ευρήματα αυτής της έκθεσης υποδεικνύουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν πρέπει να βασίζονται στην πίεση των καταναλωτών και των μετόχων για την προώθηση της εταιρικής δράσης. Οι εταιρείες πρέπει να υπόκεινται σε έντονο έλεγχο για να επιβεβαιωθεί εάν οι δεσμεύσεις και οι αξιώσεις τους είναι αξιόπιστες και θα πρέπει να λογοδοτούν σε περίπτωση που δεν είναι.

Η εισαγωγή αυστηρότερων ρυθμίσεων θα εξισορροπήσουν τους όρους ανταγωνισμού, γιατί  οι πραγματικά φιλόδοξες εταιρείες θα υποστηριχθούν με διασφαλίζοντας  ότι δε βρίσκονται σε οικονομική μειονεκτική θέση σε σύγκριση με άλλους που δε βάζουν ψηλά τον πήχη. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι αρχές θέσπισης προτύπων πρέπει να ορίσουν διαδικασίες ώστε  να διακρίνονται όσοι ηγούνται των πρωτοβουλιών για το κλίμα από όσους κάνουν απλά  πράσινη προπαγάνδα (green washing)  και να υποστηρίξουν τις εταιρείες που είναι πρόθυμες να καινοτομήσουν και να επιταχύνουν στην προσπάθεια απαλλαγής από τις   εκπομπές άνθρακα.