Όλοι γνωρίζουν, λίγοι μιλούν

Στη μικρή μας Ελλάδα, που όλα αναλογικά, είναι πιο μικρά, στο θέατρο… όλοι γνωρίζουν όλους! Αν πρέπει λοιπόν, να ειπωθεί ένα ακόμη μπράβο στις ηθοποιούς, που βρήκαν το κουράγιο να καταγγείλουν δημόσια τη βίαιη συμπεριφορά εναντίον τους ή τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστησαν, είναι γιατί… όλοι τα ξέρουν όλα! Αλλά παρ΄ όλα αυτά, μόνον εκείνες ξεχώρισαν από το πλήθος και τόλμησαν να μιλήσουν.

Βλέπετε, κάποια στιγμή ωριμάζουν τα πράγματα κι έρχεται μία Σοφία Μπεκατώρου με τις δάφνες της στον αθλητικό στίβο και με το ήθος της, που ταράζει τα νερά. Και παίρνουν δύναμη τα κορίτσια να πουν για τα παθήματά τους, αφήνοντας  ασφαλώς τον πολύ κόσμο άναυδο —πού να φανταστεί, τι κρύβεται πίσω απ΄τα φώτα της σκηνής — κι από την άλλη όμως, προκαλώντας στο θέατρο τεράστια αναταραχή.

Γιατί όλοι οι συνάδελφοι γνώριζαν ή μπορεί κάποιοι από αυτούς και να είχαν υποστεί παρόμοια, αλλά εξακολουθούσαν, οι περισσότεροι, να κρατούν το στόμα κλειστό. Ένα είδος ομερτά δηλαδή, αφού στο δύσκολο και επισφαλές θεατρικό επάγγελμα, κανείς δεν θέλει να κάνει εχθρούς και ειδικά όταν είναι νέος. Ανθρώπινο. Αλλά ως ένα σημείο. Γιατί έφτασε η ώρα — κι οι συνθήκες το έφεραν έτσι — που οι αμαρτίες δεν μπορούσαν να κρυφτούν άλλο. Πολύ απλά δηλαδή, έφτασε η ώρα της αλήθειας. Όποια κι αν είναι αυτή. Και όποιος φταίει, ας υποστεί τις συνέπειες.

Οι πληροφορίες λένε, πως δίπλα στα ονόματα του Γιώργου Κιμούλη και του Κώστα Σπυρόπουλου έρχονται σύντομα να προστεθούν κι άλλα. Κι ακόμη, ότι μπορεί να αποφασίσουν και άνδρες να μιλήσουν, από την πλευρά των θυμάτων κι αυτοί. Μπορεί το κίνημα «#ΜeΤoo», που σάρωσε την Αμερική να έφθασε στην Ελλάδα, καθυστερημένα  —όπως γίνεται συνήθως — κανείς όμως δεν μπορεί να το υποτιμήσει. Οι διαστάσεις του είναι τεράστιες κι άλλωστε, ούτε καν η πανδημία κατόρθωσε να κατασιγάσει τη δυναμική του. Γιατί όταν οι τρεις στις τέσσερις γυναίκες έχουν υποστεί παρενόχληση ή κακοποίηση, όσο χαλαρή ή ανεκτική κι αν είναι μια κοινωνία, δεν μπορεί να σιωπά. Κι όταν οι γυναίκες παλεύουν για ισότητα, αυτή δεν αφορά μόνον τα δικαιώματά τους ως πολίτες, οικογενειάρχες, επαγγελματίες κλπ αλλά και απέναντι σε κάθε λογής βία, σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική.

Μήπως τον προκάλεσες;

Γιατί οι γυναίκες δεν πάνε αμέσως να καταγγείλουν μία ανάρμοστη πράξη, που έγινε εναντίον τους; Γιατί αφήνουν να περνούν χρόνια ώσπου να αποφασίσουν να μιλήσουν; Ερωτήματα, που διατυπώνονται, όχι μόνο τώρα και όχι μόνο στο χώρο του θεάτρου αλλά γενικότερα στην κοινωνία, κρύβοντας σαφέστατους υπαινιγμούς: Ότι οι γυναίκες θύματα λένε ψέματα, ότι «τα ήθελαν» τότε και τώρα μας τα γυρίζουν, ότι έχουν άλλους λόγους, ενδεχομένως εκδίκησης ή ακόμη, ότι επιζητούν έτσι, μια δημοσιότητα. Αυτό —ή και όχι — υπερασπιστές των καταγγελλομένων έχουν έτσι, έτοιμα τα «επιχειρήματα», που θα θαμπώσουν ή και θα βρωμίσουν την εικόνα του θύματος.

Οι απαράδεκτοι χαρακτηρισμοί της ηθοποιού Χρυσούλας Διαβάτη, με μακρά με ευδόκιμη πορεία στο θέατρο και άριστη γνώση του χώρου, απέναντι στην νεότερή της συνάδελφο Ζέτα Δούκα  («…Δεν είναι αυτό που λένε και το αυτό χτενίζεται;») αποτελεί την απόδειξη των προαναφερομένων.

Όμως οι απαντήσεις είναι απλές και έχουν δοθεί προ πολλού, όσο κι αν κάποιοι υποκρίνονται άγνοια. Γιατί είναι η ντροπή, που κάνει τις γυναίκες να διστάζουν, αφού νομίζουν ότι εκείνες φταίνε  —χιλιετίες καταπίεσης που έχουν δημιουργήσει ενοχικό σύνδρομο. Είναι ο φόβος, ότι  κανείς δεν θα τις πιστέψει, αφού ευκολότερα γίνεται αποδεκτός ο λόγος του ισχυρού —και όσο υψηλότερη θέση κατέχει, τόσο πιο αξιόπιστος θεωρείται — είναι οι ερωτήσεις που θα τους υποβάλλουν στην Αστυνομία: Τι φορούσες; Πώς περπατούσες; Μήπως τον προκάλεσες; Είναι ακόμη και η κοινωνική κατακραυγή, αφού αμέσως θα γίνει δακτυλοδεικτούμενη, ακόμη κι αν αποδειχθεί περίτρανα η αθωότητά της.

Τώρα επομένως ας επαναδιατυπωθούν τα ερωτήματα: Πώς θα είναι το θέατρο και γενικά οι καλλιτεχνικοί χώροι μετά από αυτή τη λαίλαπα; Θα είμαι μια ευκαιρία να «καθαρθεί», όπως λέει η αρχαία τραγωδία ή θα κουκουλωθούν όλα και θα ξεχαστούν; Όλα στο φως ή πίσω στο σκοτάδι;