Η αγωνία της επόμενης μέρας

Τεράστιος είναι ο αριθμός μουσείων και γκαλερί στις Ηνωμένες Πολιτείες, που έχοντας υποστεί τα αλλεπάλληλα κτυπήματα της πανδημίας, με την υποχρεωτική αναστολή της λειτουργίας τους βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση. Τέτοια, που διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός από αυτά έχει αποφασίσει την οριστική διακοπή των υπηρεσιών του —κλείνουν δηλαδή— ενώ πολλά ακόμη θεωρούν πολύ πιθανό το ενδεχόμενο. Για να μην πούμε για την κατ΄εξοχήν βιομηχανία του πολιτισμού στην Αμερική, το κινηματογράφο, που έχει ήδη υποστεί τρομακτικές ζημιές, για τη μουσική βιομηχανία τους επίσης, το θέατρο κλπ. Πανωλεθρία παντού. Και στη Βρετανία, όπως διαβάζω, έξι στα δέκα μουσεία, που εδώ κι ένα χρόνο είναι κλειστά, χωρίς επισκέπτες και άρα χωρίς έσοδα, βλέπουν το λουκέτο ως πιθανή λύση.

Αυτό που ενδιαφέρει εμάς όμως, είναι κυρίως, τι γίνεται στην Ελλάδα. Εκτός από τα μουσεία, που στην συντριπτική πλειοψηφία τους επιδοτούνται —όποια νομική μορφή κι αν έχουν— από το κράτος, και εκτός από εποπτευόμενους από το ΥΠΠΟ φορείς, τι γίνεται με τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές, τις γκαλερί, τους χώρους δηλαδή, όπου οι καλλιτέχνες παράγουν πολιτισμό; Το μόνο γνωστό, που δεν χρειάζεται ασφαλώς περαιτέρω εξήγηση είναι, ότι οι δημιουργοί υποφέρουν. Αριθμούς όμως έχουμε; Γιατί αυτά που ακούγονταν από διάφορους πάτρωνες  των καλλιτεχνών είναι απολύτως αναξιόπιστα. Φάνηκε, όταν δημιουργήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού το Μητρώο Kαλλιτεχνών στο οποίο εγγράφηκαν ελάχιστοι μπροστά στα υποτιθέμενα νούμερα. Υπάρχουν μήπως αριθμοί για τα θέατρα, τα σινεμά, τις γκαλερί που έχουν αποφασίσει ήδη να μην ανοίξουν ποτέ ξανά; Όχι. Το υπουργείο Πολιτισμού έκανε μία πραγματική υπέρβαση το 2020 διπλασιάζοντας τις επιδοτήσεις σε εποπτευόμενους οργανισμούς καθώς και άλλους πολιτιστικούς φορείς, νομικά και φυσικά πρόσωπα ενώ παράλληλα επιδοτήθηκαν ανεξάρτητοι  δημιουργοί και δράσεις μέσα από τις προσκλήσεις ενδιαφέροντος. Όμως το θολό τοπίο στο οποίο κινείται ο σύγχρονος πολιτισμός στην Ελλάδα παραμένει. Και η επόμενη μέρα μπορεί να το κάνει εφιαλτικό…

Τα εθνικά έργα δεν σηκώνουν παρεμβολές

Το 1994  ψηφίστηκε νόμος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο για την απαλλοτρίωση της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας και μετά τις διαδικασίες και διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, τον  Μάρτιο του 2003 το Τατόι  περιήλθε οριστικώς στο ελληνικό κράτος. Λίγο μετά, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού κήρυξε διατηρητέα τα κτίσματα του Τατοΐου ενώ ως σήμερα έχουν υπάρξει και άλλες κηρύξεις κινητών, που έχουν απομείνει τόσο στο κεντρικό κτήριο όσο και στα υπόλοιπα. Η μικρή αναδρομή απαραίτητη δεδομένου, ότι με την μελέτη βιωσιμότητες που παρουσιάστηκε πριν από δύο μέρες από την υπουργό Πολιτισμού το Τατόι αλλάζει εποχή. Αλλάζει στόχους και προορισμό, μετατρέπεται από ένα άναρχο κτήμα που είναι σήμερα σε έναν πολυεπίπεδο φορέα πολιτισμού με την ευρεία —αλλά και τη στενή— έννοια του όρου, αφού καλείται να αναπτυχθεί σε πολλούς τομείς: ιστορίας και πολιτισμού, αναψυχής και αθλητισμού, αγροτικής οικονομίας και παροχής υπηρεσιών.

Ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, η υλοποίηση του οποίου και σύνθετη και δύσκολη είναι, και λάθη δεν επιτρέπει. Προφανές αυτό για ένα «εθνικό έργο», όπως έχει χαρακτηρισθεί από τον πρωθυπουργό αλλά και από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, που φέρει το κύριο βάρος, αναλαμβάνοντας και τον συντονισμό των συναρμόδιων υπουργείων. Σε τέτοια «εθνικά» έργα όμως, δεν χωρούν ούτε οι καλοπροαίρετοι άσχετοι, που θεωρούν ότι έχουν γνώμη, ούτε οι αυτοπροβαλλόμενοι που  παρουσιάζουν τις δικές τους απόψεις, ούτε οι οικειοποιούμενοι το όλο εγχείρημα αποβλέποντας σε προσωπική προβολή, ίσως και οφέλη. Κανείς δεν αντιλέγει, ότι οι φίλοι και υποστηρικτές μιας ιδέας, ενός έργου δεν βάζουν το λιθαράκι τους στην υλοποίησή του. Καλοδεχούμενοι είναι σε κάθε περίπτωση, καθώς η συμβολή τους μπορεί να είναι σημαντική. Αρκεί να γνωρίζουν ποια είναι η θέση τους και ποια τα όριά τους. Διότι το φαινόμενο με το Τατόι έχει πάρει διαστάσεις, με άτομα που εξαγοράζουν τη… «βασιλοφροσύνη» τους, λέγοντας ασυναρτησίες σε κανάλια, ραδιόφωνα, τον Τύπο γενικά, και προβάλλοντας εαυτούς ως πρωτεργάτες μιας υπόθεσης, που αφορά το ελληνικό κράτος. Από πού κι ως πού; Ποιος τους έχρισε αρμόδιους; Έχει γίνει κατανοητό ότι βλάπτουν παρά προσφέρουν υπηρεσία; Απάντηση εδώ δεν χρειάζεται. Εκείνο που απαιτείται είναι η απομάκρυνση κάθε τέτοιου στοιχείου. Τόσο απλά.