Δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις

Κανείς δεν ακούει πια τις παραινέσεις για τα μέτρα  κατά της πανδημίας. Κανείς δεν παρακολουθεί τις απογευματινές ανακοινώσεις μ΄εκείνα τα ανατριχιαστικά νούμερα κρουσμάτων, διασωλημένων, θανάτων που μας τρομοκρατούσαν ως πριν λίγο καιρό. Κανείς δεν λέει «όχι» σε μια πρόσκληση, κι ας είναι βρε αδερφέ στο τραπέζι και λίγοι παραπάνω, κι αν είναι και κανένα πάρτι ακόμη καλύτερα, κι αν είναι τα ψώνια σ΄ένα πολυκατάστημα… τι ευτυχία, και μια διαδήλωση… ιερός ο σκοπός.

Αστειεύομαι λίγο… Γιατί είναι πολύ λογικά όλα αυτά. Τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα κι είμαστε δικαιολογημένοι.  Με τέτοια πίεση, τέτοια κόπωση δεν υπάρχει τίποτε πιο επιθυμητό από την επιστροφή στην κανονικότητα —ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι θ΄ αγαπούσαμε  τόσο μια λέξη— όποια κι αν ήταν αυτή για τον καθένα μας. Εξάλλου η κυβέρνηση, για την ακρίβεια οι λοιμωξιολόγοι έδωσαν το σύνθημα της χαλάρωσης, που μας είχαν υποσχεθεί, γιατί επαληθεύτηκαν στο έπακρο, όταν επέμεναν για την τήρηση των μέτρων, ώστε να φθάσουμε σ΄αυτό το ευχάριστο σημείο.

Δεν μας είπαν όμως, μην εμβολιάζεστε πια, ότι δεν χρειάζεται… Το αντίθετο ακριβώς, σε όλους τους τόνους, με όλους τους τρόπους. Αλλά δεν ακούμε. Κι ας λένε τα ιατρικά ανακοινωθέντα, ότι διασωληνωμένοι στα νοσοκομεία είναι πλέον μόνον οι ανεμβολίαστοι. Κι ας έχει πέσει ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων με Covid -19 στα 36 χρόνια.  Κι ας συνεχίζονται οι μεταλλάξεις…

Και μπορεί να καταλαβαίνω, ότι η εστίαση, που υπέφερε περισσότερο απ΄όλους μέσα στην πανδημία προσπαθεί τώρα να καλύψει τις τεράστιες οικονομικές της απώλειες, ας με συγχωρήσουν όμως, για παράδειγμα ο κ. Λαζάρου, που δηλώνει πως ούτε χαρτί εμβολιασμού θα ζητήσει από τους πελάτες ούτε το προσωπικό του θα υποχρεώσει σε εμβολιασμό, αλλά προσωπικά δεν αισθάνομαι άνετα με όλα αυτά. Όπως δεν θέλω να μπω σε ένα νοσοκομείο, όπου δεν είναι οι γιατροί εμβολιασμένοι —μόλις χθες ο κ. Τσιόδρας έλεγε, ότι θα είχαν αποφευχθεί αρκετά περιστατικά αν είχε εμβολιαστεί όλο το υγειονομικό προσωπικό—, έτσι δεν θέλω να πάω σε εστιατόριο, όπου υπάρχουν ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι και να καθίσω δίπλα σε άλλους πελάτες, που είναι φερ΄ειπείν αρνητές ή ό,τι άλλο… Οι πανδημίες δημιουργούν πρόβλημα δημοκρατικότητας, ναι. Αλλά και ηθικά ζητήματα.

Έπειτα όταν πρόκειται για τη δημόσια υγεία, το πράγμα πάει αλλιώς…  Καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει στο σώμα του ό,τι θέλει, αλλά υπάρχουν και τα δικά μας δικαιώματα.  Κρατώ όμως ένα νούμερο ως ύστατο επιχείρημα: Στους δέκα ανθρώπους που συναντώ καθημερινά, μόνον οι 2,2 είναι πλήρως εμβολιασμένοι, μαζί μ΄εμένα (με την πρώτη μόνον δόση οι 3,8).  Είναι κρίμα. Γιατί είναι μπροστά μας ένα ωραίο καλοκαίρι…

Μια ταράτσα που έγινε πραγματικότητα

Μερικά χρόνια πίσω, λίγο πριν αρχίσουν τα έργα στην Εθνική Πινακοθήκη είχαμε ανεβεί με την  Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα στην ταράτσα του κτηρίου. Η εμβληματική διευθύντρια της Πινακοθήκης με το όραμα στα μάτια για την ποθούμενη επέκταση και ανακαίνιση του μοναδικού αυτού ιδρύματος της χώρας  ήθελε να μου δείξει, πού θα γινόταν το εστιατόριο. Κι εκεί ανάμεσα στις απολήξεις μηχανημάτων, που για εκείνην δεν υπήρχαν καν, το όνειρο είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά.

Ένας κομψός χώρος, ελεύθερος από παντού, με μοντέρνα αισθητική και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες ήταν μπροστά μας. Και κυρίως  με μια ασύλληπτη θέα της Αθήνας, μοναδικό προνόμιο απόλαυσης για κάθε επισκέπτη που μετά την περιήγησή του στην ελληνική τέχνη του 19ου και του 20ού αιώνα θα βρίσκεται σε ανοιχτή συνομιλία με την πόλη. Ως την Ακρόπολη κι ακόμα παραπέρα.  Κι όσοι γνωρίζουν τη θέα από το Galaxy του Χίλτον μπορούν να φανταστούν την αντίστοιχη και από την Πινακοθήκη.

Αλλά μόνον ως φαντασία ακόμη…. Γιατί το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, αν και με αρκετή καθυστέρηση, η Πινακοθήκη άνοιξε, αν και όχι ακριβώς ολόκληρη —αλλά αυτό είναι θέμα λίγου χρόνου πλέον— όμως η έλλειψη τόσο αυτού του εστιατορίου «Παρθένης», όπως έχει ονομασθεί, στον τρίτο όροφο όσο και τους απλούστερου καφέ «Ιλισσός», που θα λειτουργήσει στο ισόγειο με τον κήπο είναι ήδη πρόβλημα. Γιατί τα καφέ των μουσείων συνιστούν μέρος της όλης εμπειρίας επίσκεψης, σηματοδοτούν την ολοκλήρωση ενός «ταξιδιού», που προσέφερε απόλαυση και γνώση, που γέννησε συναισθήματα. Είναι εκεί, όπου ο επισκέπτης θα σταθεί και θα βάλει τις εικόνες του σε τάξη, θα ανταλλάξει απόψεις, θα σκεφτεί αν θα ξανάρθει, ακόμη και μόνον για τον καφέ…

Παρά την πανδημία η Εθνική Πινακοθήκη είναι το μόνο μουσείο αυτή τη στιγμή, που έχει επισκέπτες να περιμένουν στην ουρά για να μπουν. Συγκινητικό και ελπιδοφόρο. Κι όχι μόνο λόγω της δημοσιότητας που δόθηκε, αλλά γιατί πραγματικά το αξίζει. Ας τελειώνουμε λοιπόν και με τα καφέ. Είναι  γνωστό ότι ο διαγωνισμός για την μίσθωση των δύο χώρων έχει ολοκληρωθεί. Ας λειτουργήσουν λοιπόν.