Ναι, όταν έφυγε ο Παλαμάς, η Ελλάδα φτώχυνε, ήταν όντως αναντικατάστατος. Μια μεγάλη μορφή του πνεύματος που περνούσε στην αθανασία. Με μια διαφορά: Πίσω του έρχονταν κι άλλοι μεγάλοι στη σειρά. Ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης… Τώρα, φεύγοντας ο Μίκης, τι;
Όχι, ότι δεν υπάρχουν άλλοι άξιοι δημιουργοί στη χώρα, δεν υπονοώ κάτι τέτοιο. Κανένας όμως σαν τον Μίκη. Γιατί; Το ερώτημα θα ΄πρεπε να μας απασχολεί όλους. Αν αυτή η χώρα δεν είχε ποτέ τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων κρατών που ανεβάζουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων τους ζηλευτά, κι αν πάντα, ως και σήμερα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού (δανειστών, τραπεζών κ.λ.π), ένα πράγμα διέθετε ανέκαθεν: Την πνευματική και καλλιτεχνική της δύναμη. Με σπουδαίες προσωπικότητες από το χώρο του πολιτισμού, που δημιούργησαν αριστουργήματα, διέπρεψαν διεθνώς, βραβεύτηκαν. Γιατί μπορεί να ήμασταν φτωχοί στα χρήματα αλλά πλούσιοι στο πνεύμα. Με δύο Νόμπελ κι άλλους ισάξιους δημιουργούς από δίπλα σε πολλούς τομείς της τέχνης μπορούσαμε να σηκώνουμε το ανάστημα με υπερηφάνεια στο διεθνή στίβο.
Πότε ακριβώς άρχισε να αλλάζει αυτό; Πότε άρχισε να στενεύει ο κόσμος; Και τι έφταιξε; Είναι ίδιον της εποχής που αφορά όλους ή μόνον ελληνικό φαινόμενο; Πολλά τα ερωτήματα, δύσκολες οι απαντήσεις. Τις οποίες ασφαλώς και δεν έχω. Να θυμηθώ μόνο, ότι κάπου εκεί στη δεκαετία του ΄90 ο τρόπος ζωής των Ελλήνων είχε αλλάξει για τα καλά. Μια οικονομική άνθηση _όπως και για όσο κράτησε αυτή_ είχε δημιουργήσει νέες συνήθειες και νέα δεδομένα. Η παλιότερη γενιά του πολέμου, του εμφυλίου και της δικτατορίας ακόμη, είχε μεγαλώσει ή απλώς δεν ήθελε πια να θυμάται και νέοι άνθρωποι με νέες ιδέες διεκδικούσαν δυναμικά το ρόλο τους στη ζωή, χωρίς να κοιτούν πίσω. Γιατί έτσι είναι η πρόοδος, ένα βέλος που δείχνει πάντα μπροστά. Αρκεί να ξέρει κανείς, πού ακριβώς στοχεύει… Η ιστορία της ζωής μας των τελευταίων 20-30 χρόνων… Όταν κάποιοι αποκτούσαν κότερα, βίλες και τζιπ με τραπεζοδάνεια κι άνοιγαν κάσες με σαμπάνιες στα νυχτερινά κέντρα σαν να μην υπάρχει αύριο, και όλοι οι υπόλοιποι θα ήθελαν να τους μιμηθούν, πού να βρεθεί «χώρος» για τέχνη και δημιουργία.
«Αν δεν είχα περάσει όσα πέρασα, δεν θα έγραφα έτσι», είχε πει ο Μίκης. Παρ΄ ότι αληθές ακριβώς δεν μπορεί να είναι, δεδομένης της καλλιτεχνικής του ιδιοφυίας, που ασφαλώς και θα εύρισκε τρόπους να εκφραστεί, χρειαζόταν άραγε να έχει περάσει από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου για να μελοποιήσει τη «Ρωμιοσύνη»; Χρειαζόταν να έχει προϋπάρξει ένας πόλεμος για έχει γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης το «Άξιον εστί»; Κι αν είναι έτσι _που προφανώς είναι_ από πού να αντλήσει σήμερα έμπνευση τόσο δυνατή, βαθιά και ουσιαστική ένας σύγχρονος δημιουργός. Δεν είναι ψέμα, ότι η εποχή μας είναι αντιπνευματική. Δεν είναι υπερβολή, ότι οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας έχουν τρωθεί σοβαρά. Ότι υψηλά ιδανικά δεν υπάρχουν κι ότι τα φωτεινά μυαλά σπανίζουν.
Είναι ένα ζήτημα λοιπόν να σκεφτεί κανείς, ποιοι μπορεί να εκπροσωπούν την Ελλάδα σήμερα. Κι αν σ΄αυτή τη λίστα υπάρχουν οι πνευματικοί άνθρωποι και οι μεγάλοι καλλιτέχνες που θα μπορούσαν να είναι οι αυριανοί διάδοχοι του Θεοδωράκη, του Ρίτσου και όλων των άλλων, που ανέδειξαν κάποτε με το έργο τους την Ελλάδα στο ύψος που της άξιζε. Αλλιώς ο Μίκης θα παραμείνει ο τελευταίος μεγάλος.