Η σημειολογία μιας καρέκλας

Ο πρωθυπουργός λοιπόν στάθηκε μπροστά σε μια σπασμένη καρέκλα… Ε, και; Μα, πώς είναι δυνατόν ένας πρωθυπουργός _ και για τους ιδιαζόντως κακεντρεχείς αυτός ο πρωθυπουργός, ο Μητσοτάκης _ να θαυμάζει μία καρέκλα ως έργο τέχνης; (Κοινώς, δεν ξέρει τι του γίνεται). Πού είναι το πρόβλημα όμως; Στην καρέκλα ή μήπως στο ότι είναι σπασμένη; Αν ήταν γερή, τι θα λέγανε όλοι αυτοί οι ευφυείς σχολιαστές του διαδικτύου; Κάτι αντίστοιχα ειρωνικό φαντάζομαι… Η Τέχνη δεν αναλύεται σε δημοσιογραφικά κείμενα ούτε αποκωδικοποιείται για το ευρύ κοινό μέσα από δυσνόητους όρους, που απαιτούν εξοικειωμένη αντίληψη. Η πρόσληψή της όμως, είναι άλλο πράγμα. Πιστεύω, πως το να αφήνεις το έργο τέχνης να σε αγγίξει, είναι ο καλύτερος τρόπος για να πάρεις θέση απέναντί του. Να το αποδεχθείς ή όχι. Να το αγαπήσεις ή να το μισήσεις. Τόσο απλά. Και η αλήθεια είναι, πως αυτό το έργο του νιγηριανής καταγωγής Ρασίντ Τζόνσον, που παρουσιάζεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπου πήγε πριν λίγες μέρες ο πρωθυπουργός δεν απαιτεί ιδιαίτερες «γνώσεις» περί τέχνης, αφού μιλάει ευθεία και κατανοητά, άμα τη εμφανίσει! Το μόνο επιπλέον, που χρειάζεται ο θεατής είναι ο τίτλος του: Thrown For Chinua Achebe. Γιατί αποτελεί ευθεία αναφορά στον σπουδαίο νιγηριανό συγγραφέα Τσινούα Ατσέμπε, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της αφρικανικής ηπείρου με Βραβείο Booker το 2007. Το σημαντικότερο βιβλίο του «Τα πάντα γίνονται κομμάτια», όπως έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά είναι αυτό, που έχει εμπνεύσει τον Ρασίντ Τζόνσον γι΄ αυτήν την σπασμένη καρέκλα, που αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει καταστρέφοντας τον προηγούμενο. Προσωπικά λοιπόν πιστεύω, ότι μια χαρά ο πρωθυπουργός κατανόησε και το συγκεκριμένο έργο, όπως και τα άλλα της έκθεσης. Γιατί εκείνος τουλάχιστον τα είδε… Και για την πλήρη «απομυθοποίηση» του πράγματος ας ειπωθεί και τούτο: Εύκολο πλάνο για τον φωτογράφο ήταν όλη η σκηνή, έτσι όπως τους είχε απέναντί τους όλους, τον πρωθυπουργό, την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, τον συλλέκτη Χάρη Δαυίδ, κάτοχο του έργου. Αυτό.

Κληρονομώντας Ιστορία

Χειμώνα του 2012 στην Κηφισιά. Η οδός Τατοΐου με ωραία, μεγάλα σπίτια, τα περισσότερα παλιά στο σημείο αυτό, κοντά στο σταθμό του τραίνου. Και ένα αφημένο στην απόλυτη εγκατάλειψη. Γυμνοί τοίχοι, μια μαύρη τρύπα στη θέση του μαρμάρινου τζακιού γιατί κάποιοι το είχαν αφαιρέσει ολόκληρο, ξηλωμένα πατώματα γιατί έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς, γκρίζες οροφές, κουφώματα κατεστραμμένα. Ένα άδειο κουφάρι, που κάποτε στέγαζε οικογένειες, όνειρα και ιστορία. Το σπίτι του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Το ίδιο σπίτι, που πριν από λίγες μέρες παραδόθηκε επιτέλους, αποκατεστημένο στην αρχική του μορφή, όπως ο ίδιος ο Μελάς το είχε σχεδιάσει. Και μάλιστα, ύστερα από δωρεά της κυρίας Ναταλίας Ιωαννίδη το γένος Μελά, στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας για να περάσει στη συνέχεια στη Σχολή Ευελπίδων και να λειτουργήσει ως μνημείο της νεώτερης ιστορίας. Εκεί δίπλα, στο δικό της σπίτι είχε την καλοσύνη να με είχε δεχτεί τότε η κυρία Ιωαννίδη, κόρη της Ζωής, ενός από τα δύο αγαπημένα παιδιά του Παύλου Μελά. Μεγάλη ήταν η έγνοια της για την τύχη του σπιτιού του παππού της, μια κληρονομιά που ένιωθε βαριά, μαζί και την υποχρέωση της διαφύλαξής της. Όπως και όλων των άλλων οικογενειακών κειμηλίων όμως, αφού έλεγε πως «Είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να πρέπει να διαφυλάξω αυτά που έφθασαν στα χέρια μου», προσθέτοντας πάντως και τους ενδοιασμούς της: «Αλλά θα πρέπει να πω, ότι αισθάνομαι και λίγο τυμβωρύχος όταν διαβάζω αλληλογραφία που δεν μου ανήκει και που δεν θα ήθελαν, ενδεχομένως, να τη διαβάσει κανείς». Η γιαγιά της Ναταλία, αγαπημένη σύζυγος του Παύλου Μελά είχε καταστρέψει και είχε κάψει πολλά γράμματα, που δεν ήθελε να γίνουν γνωστά. Ούτε μιλούσε στα εγγόνια της για τη δράση του άνδρα της: «Η γιαγιά μου είχε ζήσει όλη την κακή πλευρά των πολιτικών και δεν ήθελε καθόλου να γίνεται καπηλεία του ονόματος του Μελά. Είχε πολύ οξύ πνεύμα, έβλεπε τι κρύβεται πίσω από τα μεγάλα και παχιά λόγια και δεν ήθελε οι επόμενες γενιές, που τα απλοποιούν όλα, να ερμηνεύουν την ιστορία με όρους τωρινούς. Γι’ αυτό υπάρχει η παρεξήγηση ότι ήταν εθνικιστική κίνηση ο Μακεδονικός Αγώνας», έλεγε η κυρία Ιωαννίδη. Για την ίδια άλλωστε αυτός ήταν ο μόνος τρόπος εκείνη την εποχή για να δράσουν. Η άποψή της, σεβαστή και σαφής: «΄Εχουν κατηγορηθεί ότι ήταν τέκτονες και ήταν πράγματι. Το «Βήμα» προ ετών είχε δημοσιεύσει ένα ανάγνωσμα για τους έλληνες τέκτονες και ο Παύλος Μελάς ήταν ανάμεσά τους. Εκείνος όμως έπαιρνε από εκεί συστήματα μυστικότητας ,που τον βοήθησαν να οργανώσει το δίκτυό του και να δράσει. Βέβαια πρέπει να πω, ότι ήταν αρκετά απλοϊκά τα πράγματα. Πού οι σημερινές… κατασκοπείες. ΄Εχω γράμματα για τον Μακεδονικό Αγώνα γραμμένα σε κώδικα, που ακόμη και εγώ κατάφερα να τα διαβάσω»…

Έγκλημα διαρκείας

Ποια η διαφορά ανάμεσα στο γαϊδουράκι που «έπαιζε» προχθές το βράδυ σε μια ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη ως μια ευχάριστη και γραφική νότα μ΄εκείνα τα γαϊδουράκια της Σαντορίνης, που περιμένουν σήμερα υπομονετικά, όπως το θέλει η φύση τους, να φορτωθούν τουρίστες και αποσκευές για να τους ανεβάσουν σκαλί – σκαλί, όλη την ανηφόρα στα Φηρά; Καμία. Όπως η βίτσα έτσουζε τότε τα πλευρά του ζώου, που ανήμπορο να αντιδράσει έπρεπε να κάνει ό,τι του ζητούν, το ίδιο, το πονάει και τώρα. Κι ας το ΄χουν στολίσει με χάντρες και χαϊμαλιά για να φαίνεται ωραίο στον πελάτη. Η κλωτσιά σ΄ένα σκυλί ή σε μια γάτα είναι ένα τραύμα, που μένει για πάντα πάνω τους. Το δέσιμο των ζώων σε βαρέλια, κάτω από τον ήλιο ή τη βροχή και το κρύο, το βάρβαρο πάκτωμα των ποδιών τους, που μένουν ακίνητα μέρες και μήνες, η εγκατάλειψή τους σε μια στενή βεράντα νυχθημερόν χωρίς τροφή και νερό, ή έξω στο δρόμο, μόλις μεγαλώσουν λίγο και δεν είναι πια παιχνίδι συμβαίνουν διαρκώς γύρω μας. Εσχάτως και πολύ χειρότερα. Οι βάρβαροι βασανισμοί ζώων που έχουν γίνει γνωστοί τελευταία προκαλώντας μας την αποστροφή υποκρύπτουν όμως κι άλλα πράγματα. Γιατί εκεί πια, πρόκειται για καθαρά ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις , όπως διαβεβαιώνουν οι ειδικοί επ΄αυτού ψυχίατροι. Επισημαίνοντας, πως τέτοιες συμπεριφορές υποκρύπτουν δυστυχώς και ενδοοικογενειακή βία εις βάρος των πιο αδύναμων μελών της οικογενείας τους, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους. Η κακομεταχείριση των ζώων δεν είναι καινούργιο ζήτημα. Συνέβαινε πάντα. Με μια διαφορά όμως πλέον. Ο κόσμος, εξελίσσεται, προοδεύει, υποτίθεται ότι εκπολιτίζεται. Γι΄αυτό και ο βασανισμός ενός ζώου δεν μπορεί να είναι πια πλημμέλημα, αλλά κακούργημα, όπως προανήγγειλε ο Μάκης Βορίδης. Μήπως έστω, και λόγω του φόβου μιας καταδίκης ο άνθρωπος, που είναι το χειρότερο όλων συνειδητοποιήσει τις πράξεις του.