Ο μικρόκοσμος. Τα αγαπημένα και τα υποχρεωτικά. Τα μυστικά στις «κρυφές» θήκες. Τα εφήμερα πάνω-πάνω. Κι ένα μπουκαλάκι νερό στο πλάι. Μαύρα, χρωματιστά, με φίρμες κι αυτοκόλλητα, μεγαλύτερα ή μικρότερα. Τα σακίδια των νέων.

Βιβλία, σημειωματάρια, ντοσιέ, τάμπλετ και φορητοί υπολογιστές, τηλέφωνο και πορτοφόλι σε πρώτη χρήση, φορτιστές, τα ρούχα της γυμναστικής, ένα κολατσιό. Και τα εισιτήρια για το λεωφορείο και το τρένο. Στις θήκες τους, να χωράει ο κόσμος όλος…

Ποιος νοιάζεται τώρα για τα σακίδια των παιδιών, που έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη… Όταν κάποιοι κάτοχοί τους δεν θα βρεθούν ποτέ…

«Σήμερα θα συλλέξουμε προσωπικά αντικείμενα των επιβατών», ακούστηκε να λέει ένας διασώστης. Μια άλλη οδύνη για ό,τι απέμεινε. Πόσο σκληρή θα είναι κι αυτή η νέα δραματική ταυτοποίηση για τα νιάτα της χώρας, που ήταν σαν να πήγαν σ΄ έναν πόλεμο χωρίς καμιάν ελπίδα γυρισμού…

Αλλά όταν χάνονται οι άνθρωποι, τι να τα κάνεις τα πράγματα. Αυτά τα βιβλία δεν θα τα ξαναδιαβάσει ποτέ η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής. Μ΄ αυτά τα κλειδιά δεν θα ξανανοίξει την πόρτα του σπιτιού της η κοπέλα, που γύριζε απ΄ την εκδρομή, κι ούτε θα φωνάξει «μαμά ήρθα». Από αυτό το τηλέφωνο δεν θα ξανακουστεί η φωνή του νεαρού, που επέστρεφε χαρούμενος από το καρναβάλι της Πάτρας. Κι αυτά τα ακουστικά δεν θα τα ξαναφορέσει ο φοιτητής από την Αθήνα, που λάτρευε τη μουσική. Τα ονόματά τους θα «σβηστούν» από το σύστημα, η ταυτότητά τους θα καταστραφεί, το προφίλ στο διαδίκτυο θα σιγήσει.

Κι όμως η καρδιά τα χρειάζεται. Ό,τι άγγιξε με το χέρι του κι ό,τι αγαπούσε, κάθε τι που καθημερινά χρησιμοποιούσε, ακόμη η και χτένα για τα μαλλιά της γίνονται το ιερό τοτέμ, που θα συγκεντρώσει την αιώνια αγάπη και τον δυσβάσταχτο πόνο. Κι ίσως ίσως να τον μαλακώσει λίγο.

Ξέρουμε να δίνουμε ζωή στα πράγματα των αγαπημένων μας σαν ένα αποκούμπι της οδύνης, που δεν έχει πώς και πού αλλού να εκφραστεί.

Ξέρουμε στην Ελλάδα και για τα κτερίσματα από τα πανάρχαια χρόνια, βάζοντάς τα στις ταφές των προσφιλών νεκρών μας για το μακρύ ταξίδι στο άγνωστο. Παιχνίδια στα παιδιά, τα όπλα στους ενήλικες, τα κοσμήματα στις γυναίκες. Ό,τι πιο αγαπητό και ταιριαστό είχαν στη ζωή κι ό,τι μπορεί να ξεγελάσει το Χάρο. Γιατί « Άφκιαστο κι αστόλιστο / του χάρου δε σε δίνω», έγραψε ο ποιητής. Αλλά το πολυτιμότερο κτέρισμα, το πιο σπαρακτικό απ΄όλα, που είναι τα δάκρυα, δεν θα μπορέσει ποτέ να το βρει κανείς.

Δεν είναι ξάφνιασμα, που παιδιά σ΄ όλη την Ελλάδα άπλωσαν τα σακίδιά τους στο χώμα για να δείξουν τη συμπαράστασή τους στην τραγωδία των γονιών, τη διαμαρτυρία και το θυμό τους, που ζωές σαν τη δική τους χάθηκαν μέσα σε μια αστραπή φωτιάς. Αυτά τα σακίδια έγραψαν μηνύματα κι είπαν λόγια μετρημένα, με τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα των νέων, που οι μεγάλοι ξέχασαν στο δρόμο και άφησαν εγκληματικά πίσω τους. Προς τι;
«…δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει / μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε / πως τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.