Στο… track record των πόλεων εντόπισε τη λύση για τη δημιουργία σύγχρονων δομών εντός των αστικών ιστών, ο διευθύνων σύμβουλος της Dimand, Δημήτρης Ανδριόπουλος, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας με τον Καθηγητή Οικονομικής & Κοινωνικής Ιστορίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Kώστα Κωστή, για την εξέλιξη και το μέλλον των πόλεων, στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

«Πρέπει να μαθαίνουμε τι έχει γίνει στις πόλεις, για να σχεδιάζουμε το μέλλον. Αυτό που πρέπει να φροντίσουμε, το οποίο κάνουμε στη Dimand αλλά πρέπει να γίνει συντεταγμένα με την πολιτεία, είναι να δημιουργήσουμε νέους θύλακες που θα τις κάνουν πιο ανθεκτικές».

1

Μελετώντας την ιστορία των πόλεων η Dimand αποφάσισε να επενδύσει στην δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, «η οποία αποτέλεσε τον βιομηχανικό τροφοδότη της πόλης, αλλά είχε νεκρώσει για 30 χρόνια. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκε μετά τη διώρυγα του Σουέζ, σε μία πόλη που οι Οθωμανοί χαρακτήρισαν την πιο μοντέρνα πόλη τους. Εκτός από τα αυτονόητα, τις υποδομές και τον δημόσιο χώρο, πρέπει να μελετήσουμε τις επιτυχημένες πτυχές των πόλεων και μέσω των νέων τεχνολογιών να τις συμπληρώσουμε», τόνισε ο επικεφαλής της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων.

Δημήτρης Ανδριόπουλος, Διευθύνων Σύμβουλος της Dimand

Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα της κατοικίας είναι ένα ζήτημα που θα επιλυθεί αν συνεργαστούν όλοι. «Η λύση θα βρεθεί αν απαλλαγούμε από τη μάστιγα του πολιτικού χρόνου, άρα ό,τι σχεδιαστεί θα πρέπει να αφορά το μέλλον. Θα πρέπει κάθε δήμαρχος, περιφερειάρχης, υπουργός να απαλλαγεί από το deadline των επόμενων εκλογών και να κάνει κάτι που θα μείνει για όλους. Έτσι το αντιμετώπισαν όλες οι μεγάλες πόλεις.

Αυτή τη στιγμή σχεδιάζεται ένα τέτοιο πρόγραμμα, από κυβερνητικές αποφάσεις, πρωτοβουλίες των δήμων, διάθεση του τραπεζικού αποθέματος και από τη δική μας πλευρά, των κατασκευαστών και developers, και είμαι αισιόδοξος ότι θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση». Βέβαια, κατά τον κ. Ανδριόπουλο, η λύση πρέπει να ανταποκρίνεται στον κανόνα: πρέπει να προστεθεί μεγάλος αριθμός κτιριακού προϊόντος, για να διορθωθεί η τιμή, καθώς «με ημίμετρα που βοηθούν τη ζήτηση και δημιουργούν επιπλέον κόστος, δε λύνεται το ζήτημα».

Ο διευθύνων σύμβουλος της Dimand υπενθύμισε πως μετά το 2018 άρχισαν να αλλάζουν οι ελληνικές πόλεις με την είσοδο επενδυτών και ψηφιακών νομάδων. «Η Golden Visa και η έλευση περισσότερων ανθρώπων δεν είναι πρόβλημα, εμείς όμως πρέπει να φτιάξουμε τις υποδομές και οι επιχειρήσεις να έχουν τέτοια δομή ώστε να επιλέγονται οι καλύτεροι από όσους φτάνουν στην Ελλάδα.

Σήμερα λείπουν ανειδίκευτοι εργάτες από όλους τους τομείς, αυτό είναι ένα δισεπίλυτο και βασικό πρόβλημα». Η Dimand, μέσω δράσεων και προγραμμάτων, επιχειρεί τα τελευταία 5 χρόνια να προσελκλυσει Έλληνες μηχανικούς που έφυγαν από το 2015, για να γυρίσουν πίσω στη χώρα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μία εταιρεία 100 ατόμων με μέσο μεικτό μισθό 55.000 ευρώ, όπως είπε ο κ. Ανδριόπουλος.

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα για το πώς πρέπει να σχεδιαστεί το μέλλον των πόλεων στη χώρα, ο κ. Ανδριόπουλος επισήμανε με νόημα ότι «πρέπει να αποκτήσουμε όλοι ένα διδακτορικό στην κοινή λογική, να λύσουμε τα βασικά προβλήματα των πόλεων, επενδύοντας σε βασικές υποδομές και κινητικότητα». Επίσης, ως λύση παρουσίασε την κατεδάφιση όσων κτιρίων είναι κατεδαφιστέα, ώστε να δημιουργηθεί ελεύθερος χώρος.

Ο ίδιος βλέπει εφικτή την «επιστροφή στη γειτονιά», με σημερινούς όρους. Ως παράδειγμα, η Dimand σχεδιάζει ένα business park, όπου η απαίτηση των πελατών της εταιρείας οδηγεί στη δημιουργία 10 στρεμμάτων για μία μεγάλη αθλητική εγκατάσταση για τους εργαζόμενους, σχολείο και νηπιαγωγείο. «Μεταφέρονται, δηλαδή, στο χώρο εργασίας δομές που παλιά λειτουργούσαν στη γειτονιά».

Η συμμετοχή του κ. Ανδριόπουλου στο φετινό Delphi Forum συνέπεσε χρονικά με το soft opening της Inditex στο ακίνητο του Μινιόν. «Το Μινιόν έκλεισε το 1998 και σήμερα ολοκληρώθηκε ξανά με το άνοιγμα ενός από τα μεγαλύτερα καταστήματα Zara στην Ευρώπη. Το 75% του κτιρίου μπήκε σε λειτουργία, για πρώτη φορά μετά το 1998. Αυτό είναι μεγάλη τιμή για όλους μας, όχι όσον αφορά το επιχειρηματικό κομμάτι της ιστορίας, αλλά επειδή επιβεβαιώνει το αφήγημα της εταιρείας να ζωντανεύει κουφάρια που είχαν “σχολάσει” πριν από πολλά χρόνια», είπε ο επικεφαλής της εισηγμένης.