Η μονοκατοικία βρίσκεται στο Πόρτο Ράφτη, έναν οικισμό που εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια σε περιοχή μόνιμης κατοικίας (στο πλαίσιο του Δήμου Μαρκόπουλου). Τα τελευταία χρόνια εντάχθηκε, μετά από περιπέτειες, στο σχέδιο πόλης, γεγονός που οδήγησε στη ραγδαία εξάπλωσή του, με την κατασκευή νέων κατοικιών τόσο για παραθερισμό, όσο και για μόνιμη κατοικία (συνέπεια της υλοποίησης του νέου διεθνούς αεροδρομίου “Ελ. Βενιζέλος”, αλλά κυρίως της Αττικής οδού, που επιτρέπει την ταχεία σύνδεση με το κέντρο των Αθηνών).

Αυτή η μικρή παραθαλάσσια περιοχή δεν έχει κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα, η αρχιτεκτονικώς αδιάφορη πλειονότητα των νέων κατασκευών δεν μπόρεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, να αντιστρέψει το κλίμα. Το λεγόμενο “πνεύμα του τόπου” λάμπει δια της απουσίας του. Από αισθητικής απόψεως, αρκεί κάποιος να σεβαστεί τους γραφειοκρατικούς κανόνες του Γ.Ο.Κ. και μπορεί να κάνει ό,τι φαντασιώνεται.

Αυτή η έλλειψη ιδιαιτέρου συγκειμένου, πνευματικού και υλικού, με οδήγησε σχεδόν αυτομάτως στη σύλληψη ενός εσωστρεφούς, τρόπον τινά, αυτοαναφορικού κτιρίου σχήματος Γ, που ωστόσο είναι αποτέλεσμα σαφούς τυπολογικής επιλογής και μορφοπλαστικού προσανατολισμού.

Η επονομαζόμενη “Βίλα Αντριάνα” είναι μονοκατοικία με δεξαμενή κολύμβησης και υπόγειο, προοριζόμενη για ζευγάρι χωρίς παιδιά (εξ ου και το μοναδικό υπνοδωμάτιο). Ο κυρίως χώρος κατοίκησης αναπτύσσεται σε μια μόνο στάθμη και για λόγους άνεσης και άμεσης επαφής με τον περιβάλλοντα χώρο και ως επιθυμία ένταξης του κτιρίου στην οικιστική εμπειρία κάποιων εκπροσώπων του λεγομένου μοντέρνου κινήματος, με προεξάρχοντα, φυσικά, τον μετρ Ludwig Mies van der Rohe.

Το όνομα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο λογοπαίγνιο και οφείλεται σε τρεις λόγους: στην προαναφερθείσα τυπολογική επιλογή (βίλα = κτίριο πανταχόθεν ελεύθερο, αποτέλεσμα της εφαρμογής του ισχύοντος στην περιοχή κανονισμού), στη γενική αναφορά στο λόγιο εκλεκτισμό της γνωστής ρωμαϊκής βίλας στο Τίβολι και, τέλος, στο βαπτιστικό όνομα της ιδιοκτήτριας.

Η κάτοψη οργανώνεται ως εξής: κύρια είσοδος (από την κεντρική αυλή, που αποτελεί και τον εσωτερικό χώρο στάθμευσης), μικρός διάδρομος, καθιστικό – τραπεζαρία, κουζίνα, λουτρό φιλοξενουμένων, λουτρό, υπνοδωμάτιο.

Η δεξαμενή κολύμβησης (πισίνα), διαστάσεων 4 x 12 (m), έχει βάθος, που κυμαίνεται από τα 1,10 m έως τα 2,00 περίπου μέτρα. Αποτελεί, ίσως, τον πραγματικό πρωταγωνιστή του αρχιτεκτονικού συνόλου. Κατασκευασμένη με οπλισμένο σκυρόδεμα, εσωτερικά είναι επενδυμένη με μείγμα από τσιμέντο και φυσικά βοτσαλάκια (αυστραλιανή τεχνική επονομαζόμενη “pebble-tec”), ενώ εξωτερικά (υπερχείλιση και περιβάλλων χώρος) με ιταλική pietra serena, χρώματος γκριζοπράσινου, κατάλληλα επεξεργασμένη (χτυπητή) για να αποκτήσει αντιολισθητικότητα, αλλά και να θυμίζει κατά κάποιον τρόπο βράχο, αποδίδοντας στην κατασκευή ένα γενικό χαρακτήρα φυσικότητας.

Η κατασκευή της κατοικίας είναι απλή και για να αντιμετωπιστούν ζητήματα τεχνολογικής καθυστέρησης των τοπικών συνεργείων και ως ιδεολογική, θα λέγαμε, τεκτονική επιλογή.
Η περιμετρική δομή είναι εξ ολοκλήρου από οπλισμένο σκυρόδεμα (φέρουσα τοιχοποιία), ενώ τα εσωτερικά χωρίσματα υλοποιούνται με τα γνωστά απλά τούβλα με οπές.

Κεντρικός πυρήνας της σύνθεσης είναι η σχέση μεταξύ τυπολογικής επιλογής, τεκτονικής δομής και κόσμησης ή αρχιτεκτονικού παρτί (αυτό που ο Βιτρούβιος αποκαλεί ντεκόρ). Έτσι, ο κατά βάση απλός, ορθολογικός χαρακτήρας της κατασκευής (ένα κατά βάση παραλληλεπίπεδο, που διπλώνεται σε ορθή γωνία για να δημιουργήσει ένα είδος αιθρίου προς την πισίνα) εκφράζεται μέσω ενός εύπορου αισθητικά αρχιτεκτονικού παρτί, αποτέλεσμα συνθετικής αναζήτησης, που δίνει προσοχή στην αισθητική λεπτομέρεια και στην ποιότητα των υλικών και που μέσω αυτής ακριβώς της δομικής (δια)κόσμησης (decorazione strutturale) στοχεύει στην εξευγενισμένη, θα λέγαμε, αισθητική έκφραση του απλού αρχιτεκτονικού όγκου.

Στην εξωτερική τοιχοποιία έχει εφαρμοσθεί η μέθοδος της εξωτερικής θερμομόνωσης (υποχρεωτική, η θερμομονωτική προστασία βάσει του ισχύοντος κανονισμού), στην οποία εφαρμόζεται έγχρωμο πατητό τσιμεντοκονίαμα, σε δύο χρώματα και τεχνοτροπίες: δαμασκηνί (τραβηχτό με γραμμώσεις) και γκρι ανοικτό (forest). Σε κάποια σημεία το πατητό τσιμεντοκονίαμα είναι απλό, βαμμένο με υδρόχρωμα, ειδικό για εξωτερικούς χώρους.
Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι είναι περασμένοι με τσιμεντοκονίαμα και βαμμένοι με υδρόχρωμα, ειδικό για εσωτερικούς χώρους. Οι τοίχοι των λουτρών είναι επενδυμένοι με πλακάκια ιταλικής προέλευσης, βαμμένα στο χέρι.

Τα κουφώματα είναι ανοξείδωτα (inox), χρώματος γκρι, που αλλάζει διαρκώς αποχρώσεις, ακολουθώντας τις εναλλαγές του φυσικού φωτός.

Η κατοικία στεγάζεται με δώμα, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται από εξωτερική κλίμακα. Το δώμα χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός καμπυλόγραμμου τοιχίου (ιστίο), που το προστατεύει αφενός μεν από τους συχνά ισχυρούς βορειοανατολικούς ανέμους (τα γνωστά μελτέμια το καλοκαίρι), αφετέρου συνεργεί στη δημιουργία ενός ευχάριστου χώρου, μακριά από αδιάκριτα μάτια, για συζητήσεις και συλλογικές δραστηριότητες (ο Guido Canella θα το αποκαλούσε: “pseudoteatro”).

Η εξωτερική κλίμακα είναι επενδυμένη με δύο τύπους μαρμάρου: το ρίχτι με “rosso Verona” και το πάτημα με “Όασις” (Τήνος) χρώματος πρασίνου. Η εσωτερική κλίμακα, που οδηγεί από τον εξωτερικό χώρο στο υπόγειο (αποθήκη, μηχανολογικές εγκαταστάσεις, πλυντήριο), είναι επενδυμένη με μάρμαρο Καβάλας.

Αναφορικά με την ενέργεια: υπάρχει ηλιακός θερμοσίφωνας (υποχρεωτικά, βάσει του κανονισμού), αντλία θερμότητας για την ενδοδαπέδια θέρμανση και τον κλιματισμό, δεύτερη αυτόνομη αντλία θερμότητας για τη θέρμανση της πισίνας.

Το δάπεδο στο διάδρομο, στο καθιστικό – τραπεζαρία και στην κουζίνα είναι παρκέ από ευρωπαϊκή καρυδιά. Το πάτωμα των λουτρών και οι τοίχοι είναι από πλακάκια monocottura. Η οροφή των λουτρών, το ντουλάπι επάνω από τη μπανιέρα και τα εντοιχισμένα κουτιά (βιβλιοθήκη) στο καθιστικό είναι από ξύλο Iroko, βαμμένο μαόνι.

Οι δοκοί στις οροφές του καθιστικού, της κουζίνας και του υπνοδωματίου είναι υλοποιημένες με γυψοσανίδες, ενώ το σχέδιό τους (διαφορετικό για κάθε περίπτωση) αποδίδει ήπια μνημειακότητα στην κατασκευή (αναφορά σε αντίστοιχες εμπειρίες της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος: η οροφή της κουζίνας, επί παραδείγματι, είναι παράθεμα (σε διαφορετικές, προφανώς, διαστάσεις) εκείνης που πραγματοποίησε στο Μιλάνο, μεταξύ 1932 και 1935, ο Piero Portaluppi στο μεγάλο σαλόνι της Villa Necchi Campiglio,). Από την άλλη, το σχέδιο ανακαλεί την κατασκευαστική τεχνική παρελθόντων αρχιτεκτονικών έργων (από το ρωμαϊκό Πάνθεον έως τα ανώνυμα παραδείγματα της αγροτικής αρχιτεκτονικής).

Στον εξωτερικό χώρο, η αυλή (αίθριο) στην εσωτερική πλευρά του Γ, που σχηματίζουν οι δυο όγκοι, αποτελεί προβολή του καθιστικού προς το χώρο της πισίνας και είναι επενδυμένη με ιταλικής προελεύσεως χειροποίητα πλακάκια τερακότας, χρωματισμένα με φυσικά οξείδια (cotto etrusco). Οι πλαϊνοί διάδρομοι που περιβάλλουν την κατοικία είναι επενδυμένοι με μάρμαρο Καπανδριτίου.

Με μάρμαρο “Όασις” (και διαχωριστικό στοιχείο εν είδει κιονόκρανου σε μάρμαρο Καβάλας) είναι επενδυμένα και τα δύο μεγάλα εξωτερικά πλαίσια (portale) στις μπαλκονόπορτες προς την πισίνα, τα οποία με συμβολικό τρόπο παραπέμπουν στην κατασκευαστική τεχνική της τριλίθου (δοκός επί στύλων: αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική) και αποτελούν ένα είδος αντίστιξης στην τοιχοποιία (ρωμαϊκή αρχιτεκτονική) της κατοικίας. Το ίδιο ισχύει και για την κύρια είσοδο από την εξωτερική αυλή.

Οι εξωτερικές κορνίζες των ανοιγμάτων του βασικού λουτρού και της κουζίνας (στη βορειοδυτική πλευρά) είναι από μάρμαρο Καβάλας, το οποίο χρησιμοποιείται οργανωμένο σε οριζόντιες μακρόστενες πλάκες και για την επένδυση του τοίχου στο εσωτερικό των μικρότερων πλαισίων στην κεντρική (βορειοανατολική) και δυτική όψη του κτιρίου.
Τα κατωκάσια στην είσοδο, στα παράθυρα, στις μπαλκονόπορτες, καθώς και στις εξωτερικές κορνίζες των παραθύρων στην κεντρική όψη και στο μη ανοιγόμενο “γατοπαράθυρο” προς την πλευρά του αιθρίου, είναι από κόκκινο μάρμαρο Ιράν.

Η εξώπορτα προς την αυλή είναι ασφαλείας, επενδυμένη εξωτερικά με ξύλο Nyagon και εσωτερικά με δρυ, βαμμένη σε χρώμα καρυδιάς, όπως και τα εσωτερικά πλαίσια των παραθύρων και γενικά κάθε ξύλινη εσωτερική κατασκευή.

Οι εξωτερικές ξύλινες κορνίζες, καθώς και οι τάβλες της πόρτας προς το δρόμο είναι από iroko, ενώ το λεγόμενο “ντεκ” που καλύπτει το χώρο αναδίπλωσης του καλύμματος της πισίνας είναι από teak.

Η κεντρική είσοδος από το δρόμο διαφοροποιείται από τον αυλόγυρο (recinto) και είναι επενδυμένη με τα τρία είδη μαρμάρου, που χρησιμοποιήθηκαν στην υλοποίηση της κατοικίας. Οι μακρόστενες πλάκες έχουν τοποθετηθεί οριζόντια και κατά “τυχαίο” τρόπο, παραπέμποντας σε παρελθούσες κατασκευές, που υλοποιούνταν με διαφορετικά διαθέσιμα υλικά.

Ο αυλόγυρος υπήρχε στο οικόπεδο και ήταν επιχρισμένος με ασβεστοκονίαμα. Τώρα επενδύεται εξωτερικά με πλακίδια φυσικού μαρμάρου (το λεγόμενο “ξυράφι”, ισραηλινής προέλευσης), ενώ εσωτερικά με διαφόρων ειδών πλακίδια, που χρησιμοποιήθηκαν στην υλοποίηση της κατοικίας ή είχαν χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες κατασκευές.

Το εσωτερικό, από συνθετικής απόψεως χαρακτηρίζεται από παρουσία αρχιτεκτονικών παρτί (κόσμηση), αισθητικά αυτόνομων και με ελαφρά διαφοροποίηση, στο πλαίσιο, ωστόσο της ιδίας συνθετικής και “τεκτονικής” λογικής. Επιτυγχάνεται η μεταξύ τους διαλεκτική σύζευξη για τη δημιουργία ενός σύνθετου μορφοπλαστικού συστήματος, ένα είδος ορθολογικού, καλώς νοούμενου εκλεκτισμού, κάτι αντίστοιχο με αυτό που ο Aldo Rossi αποκαλεί “ένθερμο ρασιοναλισμό”.

Αυτό αποτελεί εκ μέρους μου μια συνειδητή επιλογή, η οποία παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές του αποκαλούμενου “το άλλο μοντέρνο”, ενώ αντιπαρατίθεται στη μαζική –και τώρα πλέον ανυπόφορη– εξάπλωση ενός εμπορευματοποιημένου, αποστειρωμένου και, ούτως ειπείν, κρυόπλαστου μινιμαλισμού.

Δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην υλικότητα της κατασκευής και στη δημιουργία ενδιαφερόντων υφών, στο πλαίσιο της αιώνιας, θα λέγαμε, σχέσης, που σήμερα εκφράζεται με τον όρο “skin and bone”, αποδίδοντας ισοβαρή χαρακτήρα και στα δύο συνθετικά του.

Στοιχεία έργου

Αρχιτεκτονική μελέτη και καλλιτεχνική επίβλεψη: Καθ. Κωνσταντίνος Γ. Πατέστος, αρχιτέκτων Ph.D.
Συνεργάτες αρχιτέκτονες: Riccardo Davide Zerbinati, Elisa Desideri, Giada Mazzone
Μελέτη εφαρμογής (Οικοδομική Άδεια):
Δημλητρης Δημητρός, αρχιτέκτων μηχανικός, Σπύρος Μαγουλάς, πολιτικός μηχανικός
Παναγιώτης Μαγουλάς πολιτικός μηχανικός, Ερωτόκριτος Μιχαήλ πολιτικός μηχανικός
Χαρά Παυλάκη, πολιτικός μηχανικός Τ.Ε., Χαράλαμπος Δημίδης, μηχανολόγος μηχανικός
Επίβλεψη κατασκευής: Δημήτρης Δημητρός, αρχιτέκτων μηχανικός
Στατική μελέτη: Σπύρος Μαγουλάς, πολιτικός μηχανικός
H/M μελέτη: Χαράλαμπος Δημίδης, μηχανολόγος μηχανικός
Μελέτη: 2013
Κατασκευή: 2014 – 2017
Εμβαδό οικοπέδου: 421,51 m²
Εμβαδό κτιρίου: Ισόγειο 97,50 m² Υπόγειο 69,85 m²
Κείμενο: Κωνσταντίνος Πατέστος
Φωτογραφίες: © Erieta Attali, Alexandros Lambrovassilis, Babis Louizidis