ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Προστατευτική ή απειλητική; Η περίφημη γιγαντιαία αράχνη «Maman» της Λουίζ Μπουρζουά είναι «διαθέσιμη» στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος αφήνοντας τους επισκέπτες να περνούν και να στέκονται άφοβα κάτω την ανοιχτή ομπρέλα, που σχηματίζουν τα πόδια της. Για τη Λουίζ Μπουρζουά άλλωστε, το έργο συμβολίζει την μητέρα της, μία υφάντρια και συντηρήτρια ταπισερί, την οποία υπεραγαπούσε και ο πρόωρος θάνατός της υπήρξε μια μεγάλη απώλεια γι΄αυτήν σφραγίζοντάς την για όλη τη ζωή της.
«Η καλύτερη μου φίλη ήταν η μητέρα μου, και ήταν προσεκτική, έξυπνη, υπομονετική, καθησυχαστική, λογική, λεπτεπίλεπτη, διακριτική, απαραίτητη, τακτική και χρήσιμη όπως μια αράχνη», όπως είχε πει η ίδια.
Στην Εσπλανάδα του ΚΠΙΣΝ, δίπλα στο κανάλι με το νερό, αυτό το τεράστιο χαλύβδινο γλυπτό με ύψος πάνω από δέκα μέτρα βρήκε έναν ιδανικό χώρο εγκατάστασης, καθώς μάλιστα θα παραμείνει επί επτά μήνες. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάδειξης ΝΕΟΝ σε συνεργασία με το ΚΠΙΣΝ και με ελεύθερη πρόσβαση.
Τέχνη και μητρότητα
Οι γιγάντιες αράχνες της Μπουρζουά συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο διάσημα έργα της. «Με δέκα μαρμάρινα αυγά στο υπογάστριό του, το γλυπτό ενσωματώνει ιδέες μητρικής προστασίας», σημειώνει η Ελίνα Κουντούρη, διευθύντρια του ΝΕΟΝ. «Το σώμα της αράχνης, με την περίκλειστη μήτρα του και τα οκτώ πόδια δημιουργεί μια μοναδική, αρχιτεκτονική εμπειρία, που δρα ως μία μεταφορά για το σπίτι και τον περίπλοκο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων και των διαπλεκόμενων αλληλεξαρτήσεών τους. Αντανακλά όμως επίσης και τα διφορούμενα, αντιφατικά και πολύπλοκα συναισθήματα γύρω από την εμπειρία της ίδιας από τη μητρότητα», όπως συμπληρώνει η ίδια.
«H τέχνη είναι εγγύηση πνευματικής ισορροπίας», έλεγε η Μπουρζουά και πράγματι μέσα από την τέχνη της εξέφρασε τις βαθύτερες σκέψεις και τους φόβους της, διαχειρίστηκε τα προβλήματά της και έδωσε μορφή στα συναισθήματά της. Στα χαρακτικά, τα σχέδια, τα έργα από ύφασμα, τις εγκαταστάσεις και τα γλυπτά της, για τα οποία έγινε περισσότερο γνωστή, δεν έπαψε ποτέ να εξερευνά ως τα βαθιά γεράματα θέματα ενοχής, φόβου, μνήμης, μητρότητας και αγάπης. Γι΄αυτό, και όπως σημειώνει η κυρία Κουντούρη, το έργο της ισορροπεί με λεπτότητα στο παρόν, καθώς απευθύνει μια άμεση και ενστικτώδη έκκληση στους θεατές να ερμηνεύσουν κάθε έργο της εκ νέου ανάλογα με την τρέχουσα σωματική και ψυχική τους κατάσταση, όπως ακριβώς έκανε η ίδια.
«Όλα όσα κάνω αντλούν έμπνευση από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου», έλεγε εξάλλου η Μπουρζουά, που η τέχνη της ήταν έντονα επηρεασμένη από τη ζωή της, ιδιαίτερα από τα παιδικά της χρόνια.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννημένη στο Παρίσι την ημέρα των Χριστουγέννων του 1911 ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά μιας οικογένειας που αποκαθιστούσε και εμπορευόταν μεσαιωνικές και αναγεννησιακές ταπισερί. Ο πατέρας της ήταν ένας δεσποτικός, ευέξαπτος άνθρωπος, τα ξεσπάσματα του οποίου στο οικογενειακό τραπέζι εκείνη αντιμετώπιζε, πλάθοντας με το χέρι μικροσκοπικές φιγούρες από ψωμί -ένα πρώιμο δείγμα της διαχείρισης των συναισθημάτων της χρησιμοποιώντας τα χέρια της- τις οποίες στη συνέχεια διαμέλιζε και έτρωγε. (Αργότερα το 1974 επανήλθε σε αυτές τις εμπειρίες με το έργο «The Destruction of the Father»).
Η παιδική της ηλικία στιγματίσθηκε ωστόσο, αρχικά από το γεγονός, ότι η δασκάλα των αγγλικών για τα παιδιά της οικογένειας έγινε ερωμένη του πατέρα της και εν συνεχεία από την αρρώστια και τον θάνατο της μητέρας της, η οποία ως τότε ανεχόταν αυτήν την κατάσταση. Μια φεμινιστική ανάγνωση του έργου της λοιπόν μετουσιώνει την προσωπική οργή της προς την πατρική φιγούρα σε εννοιολογική επίθεση στην πατριαρχία. Ωστόσο όπως έλεγε η ίδια «Η παιδική μου ηλικία ποτέ δεν έχασε τη μαγεία της, ποτέ δεν έχασε το μυστήριό της, ποτέ δεν έχασε τη δραματική της πλευρά. Αρνούμαι να ξεχάσω αυτή την περίοδο γιατί, όσο επώδυνη κι αν ήταν, ήταν η ίδια η ζωή».
Οι σπουδές
Όσον αφορά τις σπουδές της στην αρχή γράφτηκε στη Σορβόννη για να σπουδάσει μαθηματικά και γεωμετρία, μετά το θάνατο όμως της μητέρας της και ύστερα από ένα οξύ καταθλιπτικό επεισόδιο, από τα πολλά που θα ακολουθούσαν στη ζωή της οδηγήθηκε στην τέχνη.
Πρώτα στην École des Beaux-Arts και στην École du Louvre και στη συνέχεια στις ανεξάρτητες ακαδημίες του Μονπαρνάς και της Μονμάρτης. Ήδη πάντως ο μεγάλος ζωγράφος Φερνάν Λεζέ, που είχε δει τη δουλειά της, της είχε πει, ότι ήταν γλύπτρια και όχι ζωγράφος.
Το 1938 άνοιξε τη δική της γκαλερί, στη γκαλερί-ταπισερί του πατέρα της, όπου έδειξε μάλιστα έργα του Ντελακρουά, του Ματίς και της Σουζάν Βαλαντόν. Ένας αμερικανός ιστορικός τέχνης που επισκέφθηκε αυτή τη γκαλερί ως πελάτης, ο Ρόμπερτ Γκόλντγουοτερ θα γινόταν σύντομα σύζυγός της. Παντρεύτηκαν αμέσως και μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, όπου η Μπουρζουά επικεντρώθηκε στη ζωγραφική και τη χαρακτική.
Στη δεκαετία του ΄50 όμως ως και τις αρχές του ΄60 καθώς βυθίστηκε στην ψυχανάλυση τα κενά στη δημιουργία της ήταν μεγάλα. Όταν επέστρεψε, το 1964 με μια έκθεση, τα έργα της, γύψινα οργανικά γλυπτά ήταν εντελώς διαφορετικά απ΄ότι είχε παρουσιάσει ως τότε. Οι αποδέκτες δεν ήταν πολλοί αλλά εκείνη επέμεινε. Ώσπου το 1980 σε ηλικία 70 ετών βρέθηκε πάλι στο επίκεντρο, χάρις στην αναδρομική έκθεση, που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Η αναζήτηση της αλήθειας
Ήταν η ώθηση που χρειαζόταν, η αυτοπεποίθηση που της έλειπε για να προχωρήσει παρακάτω, δημιουργώντας μνημειώδεις αράχνες, απόκοσμα «Κελιά» σε μέγεθος δωματίου, υποβλητικές φιγούρες που συχνά κρέμονται από σύρματα και μια σειρά από υφασμάτινα έργα, που διαμορφώθηκαν από τα παλιά της ρούχα. Όλο αυτό το διάστημα έκανε συνεχώς σχέδια σε χαρτί, ενώ επέστρεφε επίσης στη χαρακτική. Η τέχνη ήταν το εργαλείο της για να αντεπεξέλθει στη ζωή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μπουρζουά συνέχισε να διοργανώνει τα εβδομαδιαία «σαλόνια» της για προσωπικότητες του κόσμου της τέχνης, συγγραφείς και ανερχόμενους καλλιτέχνες. Ξεκινούσαν από τις τρεις το απογεύματα της Κυριακής και στη διάρκειά τους διατύπωνε αδίστακτες αλλά διορατικές απόψεις και σχολιασμούς.
Πέθανε σε ηλικία 98 ετών με τα τελευταία έργα της να έχουν ολοκληρωθεί μόλις μία εβδομάδα πριν. Όπως είχαν γράψει οι New York Times το έργο της είχε επίκεντρο το ανθρώπινο σώμα και την ανάγκη του για τροφή και προστασία σε έναν τρομακτικό κόσμο. Η ίδια είχε πει: «Απέτυχα ως σύζυγος, γυναίκα, μητέρα, οικοδέσποινα, καλλιτέχνιδα, επιχειρηματίας, φίλη, κόρη, αδελφή, αλλά δεν απέτυχα στην αναζήτηση της αλήθειας».
Διαβάστε επίσης:
Ωδή στη μητέρα: Η γιγαντιαία αράχνη της Λουίζ Μπουρζουά στο ΚΠΙΣΝ
Κωνσταντίνος Δρέγος «Αδράχνοντας το κενό» – Έκθεση στο Μέγαρο Μουσικής
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Luigi Mangione: Δήλωσε αθώος για την δολοφονία του CEO της UnitedHealthcare
- Alpha Bank: Η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που χρησιμοποιεί ψηφιακό βοηθό με Generative AI
- Στουρνάρας: Αρνητικός για τη θέση του ΠτΔ – «Εγώ «ζευγάς» έμαθα, αυτό κάνω»
- Χαλκιδική: Συνελήφθησαν δύο ανήλικοι για διακίνηση ναρκωτικών σε μαθητικές εκδηλώσεις