ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Λόγια του Γιάννη Τσαρούχη αυτά, που τα είχε γράψει στην πρώτη έκδοση των έργων του Θεόφιλου, το 1967, από την Εμπορική Τράπεζα τότε. Μια τοποθέτηση απέναντι στον ομότεχνο αλλά παραδοσιακό ζωγράφο, με την οποία όριζε όμως και τη δική του διάσταση από την ακαδημαϊκή ζωγραφική.
Μισό και πλέον αιώνα μετά, η θέση του Θεόφιλου στην ελληνική τέχνη είναι πλέον ξεκάθαρη και σημαίνουσα.
Το αποδεικνύει ο αντίκτυπος των έργων του και σήμερα, καθώς μοιάζει να έρχονται από τα βάθη του υποσυνείδητου ενός ολόκληρου λαού. Είναι μια αίσθηση που μπορεί να προσλάβει κανείς μέσα από την έκθεση «Θεόφιλος. Ο Τσολιάς της Ζωγραφικής», που με 96 έργα του, προερχόμενα από πολλές ελληνικές συλλογές εγκαινιάζεται σήμερα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Στο πλαίσιο μάλιστα των δράσεων της Πρωτοβουλίας ’21, των 16 Ιδρυμάτων για τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Μοναδική άλλωστε η γοητεία που προσφέρουν τα έργα του Θεόφιλου. Τα θέματά του αντλούνται από το βάθος των αιώνων της ελληνικής ιστορίας και ζωντανεύουν διαφορετικούς χαρακτήρες, άλλοτε με θεϊκή ή ηρωική υπόσταση και άλλοτε με ανθρώπινη, αναδεικνύοντας αγωνιστές της Επανάστασης ή της καθημερινής ζωής.
Οι μύθοι της αρχαίας Ελλάδας, το ρωμαίικο ήθος και η παλληκαριά των ηρώων του ΄21, η ομορφιά του ελληνικού τοπίου και φυσικά ο έρωτας _περίφημη η σκηνή συνάντησης του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, που θυμίζει έντονα τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα_ ξεδιπλώνονται στο έργο του, ένας πολύχρωμος καμβάς από μόνα τους, συχνά μάλιστα με συνοδευτικό, περιγραφικό «τίτλο» από τον ίδιο.
Μικρές φράσεις για την ακρίβεια, ανορθόγραφα και ασύντακτα γραμμένες με τις οποίες ο Θεόφιλος ήθελε να τονίσει ή και να επικυρώσει το νόημα και το μήνυμα της ζωγραφικής του αφήγησης.
Όπως στο έργο του για το Χορό του Ζαλόγγου του 1929, ζωγραφισμένο πάνω σε ύφασμα όπου γράφει:
«Ὁ Χορός τοῦ Ζαλόγγου. Οἱ Σουλιόταις νὰ μην ὑποκίψουν εἰς τόν ζυγόν τοῦ Ἀλῆ πασα ἀπεφασισαν οἱ γυναίκες αὐτῶν νά ἀνέβου εἰς τούς βράχους τοῦ Ζαλόγγου έκυμάτισαν κύκλο χορόν και εγκρεμίζοντο ἀπό τούς βράχους τοῦ Ζαλόγγου εἰς τόν Ἀχέρωντα ποταμόν τοῦ Σουλίου τό 1808. οἱ δὲ ἄνδρες ἔπεσαν μαχόμενοι».
Ένας δημιουργός, πηγή ζωής
΄Ενας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που ζωγράφιζε μόνον αυτό που κάτεχε _και προ πάντων αγαπούσε_ ήταν ο Θεόφιλος, ένας δημιουργός, που έκανε μεγάλη ζωγραφική χωρίς να ξέρει από καλλιτεχνικά ρεύματα, τάσεις, μέτρα και κανόνες. Μία ιδιόμορφη, ανεξάρτητη προσωπικότητα έτσι κι αλλιώς, που δημιούργησε τη δική του μυθολογία στη ζωγραφική με εφόδια μόνον όσα η φύση του παρείχε. «Ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας είναι ο Θεόφιλος», είχε γράψει άλλωστε ο Γιώργος Σεφέρης.
«Ο Θεόφιλος είναι η παράδοση μιας χώρας και ενός λαού», όπως λέει ο επιμελητής της έκθεσης του Ιδρύματος Θεοχαράκη Τάκης Μαυρωτάς.
«Η φλογερή του αγάπη για την Ελλάδα τον οδήγησε στην αθώα έκφραση του οραματικού του κόσμου. Ο παθιασμένος αυτός ζωγράφος, που τόσο άδικα στην εποχή του ελεεινολογούσαν και περιφρονούσαν, επιθυμούσε αδιαπραγμάτευτα να μεταδώσει άμεσα αυτό που αισθανόταν, με μια ανεπιτήδευτη ζωγραφική έκφραση, γεμάτη από δύναμη και αίσθηση υπερηφάνειας, με χρώματα καθαρά, διάφανα και τολμηρά. Η δουλειά του απλώνεται σε όλο τον κόσμο, ίσως γιατί αποτελούσε τον καθρέφτη της ύπαρξής του και την επιθυμία να ξεπεράσει τη μοίρα του κακού ή του ηττημένου».
Κι αυτός ο κόσμος εκτεινόταν από τη Μυτιλήνη ως το Πήλιο, αλλά κι ως την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, την Αίγυπτο, την Ιταλία, το Ισραήλ, τη Δαμασκό, μη διστάζοντας να αναπαραστήσει ακόμη και την Ρωσοϊαπωνική Ναυμαχία ή την Παράταξη του στρατού του Μεγάλου Ναπολέοντα!
Τα πρώτα χρόνια
Ο Θεόφιλος του Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, γεννημένος στη Βαρειά της Μυτιλήνης το 1868 ή το 1873 ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ο πάππος του όμως από την πλευρά της μητέρας, ο Κωνσταντής Ζωγράφος ή Χατζημιχαήλ ήταν επιτυχημένος αγιογράφος αλλά δεν είχε καλή σχέση με τον εγγονό του.
Γράμματα δεν έμαθε, κάτι δύσκολο τότε, καθώς ήταν ένα παιδί βραδύγλωσσο και «ζερβό» (αριστερόχειρας δηλαδή). Μεταξύ 15 και 20 χρονών _ εδώ οι πληροφορίες είναι ασαφείς _ έφυγε για τη Σμύρνη, όπου έζησε περί τα15 χρόνια. Εκεί ήταν, που άρχισε να ζωγραφίζει, όμως έργα του από αυτήν την περίοδο δεν σώζονται.
Για να ζήσει, φαίνεται ότι έκανε καμιά φορά θελήματα στο εκεί ελληνικό προξενείο, γιατί σε μία προσωπογραφία του έχει γράψει: «Θυροφύλαξ Προξενείου Σμύρνης».
Κυρίως όμως ζωγράφιζε, και έδινε περιοδεύουσες «παραστάσεις» στις γειτονιές της πόλης, όπως μαρτυρεί η αφήγηση ενός Μικρασιάτη από τη Σμύρνη, δημοσιευμένη στην «Επιθεώρηση Τέχνης» του 1965. Ο ίδιος τις είχε παρακολουθήσει πολλές φορές και όπως αναφέρει, το επιστέγασμα κάθε «περιοδείας» ήταν η φωτογράφιση όλου του «θιάσου», που αποτελούνταν από παιδιά. Φωτογραφίες, που πουλούσε στη συνέχεια ο ζωγράφος ως ένα είδος καρτ-ποστάλ.
Από τη Σμύρνη αναγκάστηκε να φύγει ύστερα από επεισόδιο με τις τουρκικές αρχές και στη συνέχεια τον βρίσκουμε, πρώτα στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Θεσσαλία, Πήλιο, Βόλο και χωριά όπου θα παραμείνει περί τα 30 χρόνια.
Καφενεία, ταβέρνες, μαγαζιά, σπίτια, ακόμη και οι παράγκες των προσφύγων, που εν τω μεταξύ φθάνουν από τη Μικρά Ασία θα γεμίσουν με τις ζωγραφιές του. Λίγοι όμως αντιλαμβάνονται την αξία τους και ελάχιστα είναι τα χρήματα που κερδίσει.
Ο Θεόφιλος κι ο Μεγαλέξανδρος
Φορούσε πάντα φουστανέλα, μια κάπα χειμώνα – καλοκαίρι και στα πόδια τσαρούχια, που από τις απανωτές σόλες ήταν ασήκωτα. Στο χέρι βαστούσε μπαστούνι και σ΄ έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του έμπηγε ένα ξύλο με μία σημαία βυζαντινή, με τον αετό. Την παράξενη εμφάνιση συμπλήρωναν μακριά μαλλιά, δεμένα κότσο με ένα κορδόνι, όπως κάνουν οι παπάδες, μεγάλα νύχια αλλά και μια ήρεμη, απόκοσμη έκφραση. ΄Ετσι περιγράφουν τον Θεόφιλο όσοι τον γνώρισαν.
Έναν πράο άνθρωπο που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, απέφευγε τον κόσμο και δεν πήγαινε ποτέ σε καφενείο ή σε διασκεδάσεις αλλά ούτε και στην εκκλησία, παρ΄ ότι ζωγράφιζε εικόνες αγίων. Και με κάθε αφορμή, μία εθνική επέτειο ή τις Αποκριές ο Θεόφιλος γινόταν Μεγαλέξανδρος! Όπως τον βλέπουμε σε φωτογραφίες, ντυμένο σαν τον Μακεδόνα στρατηλάτη.
Αλλά δεν έφθανε η μεταμφίεση μόνον. Έστηνε και τις θεατρικές παραστάσεις που ήξερε, με τα παιδιά της πόλης να παίζουν τους στρατιώτες του, προκαλώντας έτσι γέλια και πειράγματα, συχνά βάρβαρα.
Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα όλα αυτά συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο δεν μπορεί παρά να συνιστούσαν σκάνδαλο. Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Θεόφιλου δημιουργούσαν κι έναν εύκολο στόχο αποδοκιμασιών, χλευασμού και σκληρότητας. Εκείνος δεν γνώριζε, ότι τα σύνεργα της ζωγραφικής, που έκρυβε στο σελάχι της φουστανέλας του ήταν το μεγαλύτερό του όπλο.
Κι ότι «ο Θεόφιλος πέραν από την ενοχή και την αμαρτία, κατευθύνεται ολόισα στον Παράδεισο», όπως έχει γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά».
«Και τίποτε να μη ξέραμε για τις φάρσες και τα χωρατά που έκαναν εις βάρος του οι χωριάτες στη Θεσσαλία, θα τα μαντεύαμε από την ειδική εκείνη απάθεια ορισμένων έργων του, τυπική περίπτωση υπερευαίσθητων καλλιτεχνών όταν κάτι τους εμποδίζει να πουν όλη τους την αλήθεια», γράφει άλλωστε χαρακτηριστικά ο Τσαρούχης για την περίοδο αυτή, καθώς πιστεύει, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα έργα του αυτής της εποχής που μοιάζουν σφιγμένα και δείχνουν την πίκρα αλλά και το δισταγμό του ζωγράφου.
Αν και από τις εξαιρέσεις σίγουρα είναι οι τοιχογραφίες στο σπίτι του προστάτη του, Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά του Άνω Βόλου, ένα από τα λίγα που σώζονται από την περίοδο αυτή, καθώς πολλά καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1939 και από τους σεισμούς του 1955.
Η αναγνώριση
Εκεί στο Πήλιο, το Βόλο και τα γύρω χωριά όμως, ο Θεόφιλος θα δημιουργήσει τους προσωπικούς εικονογραφικούς τύπους του. Κι όταν γυρίσει στη Μυτιλήνη θα παρουσιάσει, πιο ήρεμος πια, τις «κατακτήσεις» του:
Λιγότερο σχέδιο αλλά περισσότερο χρώμα, κάτι που θα αποτελούσε και το βασικό προσόν της ζωγραφικής του. Η ανακάλυψή του γίνεται πρώτα από τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο το 1925 ενώ στη συνέχεια το 1929 γνωρίζεται με τον τεχνοκριτικό, εκδότη καλλιτεχνικών εντύπων και συλλέκτη Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ, τον άνθρωπο που θα βοηθήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Ο Τεριάντ θα του δώσει τα μέσα για να ζει και τα υλικά για να ζωγραφίζει και ο Θεόφιλος θα νιώθει για πρώτη φορά στη ζωή του ασφάλεια και αναγνώριση.
«Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει ήρωες του ’21, οι φουστανέλες γίνονται λουλούδια στους αγρούς. Όταν ζωγραφίζει δάση πολύφυλλα, εκφράζει με την πράσινη ποικιλία των όλη τη λαχτάρα ενός αγρότη για το νερό. Όταν ζωγραφίζει σκηνές από την καθημερινή ζωή, φτάνει στη συνθετική και χρωματική ενότητα των πιο σοφών ζωγράφων», έγραφε ο Τεριάντ.
Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1934 και ενώ δουλεύει παραγγελίες που εκείνος του έχει δώσει, θα αρρωστήσει, άγνωστο από τι _ενδεχομένως τροφική δηλητηρίαση_ και θα πεθάνει μόνος στο σπιτάκι όπου έμενε. Κηδεύθηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα αλλά ο τάφος του δεν υπάρχει πλέον. Και δεν πρόλαβε να χαρεί τη δικαίωση και τη φήμη, που ήρθαν στη συνέχεια, χάρη στον προστάτη του, που έφερε τον Θεόφιλο στα γαλλικά σαλόνια.
Το 1961 μάλιστα οργανώθηκε στο Λούβρο έκθεσή του ενώ το 1964 ο Τεριάντ έκτισε το μικρό Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης με 86 πίνακες από την ιδιωτική του συλλογή, ένα μουσείο που από τον επόμενο χρόνο δωρίθηκε στο δήμο. Και το επιστέγασμα ήρθε το 1976 όταν το ελληνικό κράτος χαρακτήρισε ολόκληρο το έργο του Θεόφιλου ως «έργο ειδικής κρατικής προστασίας».
Μία τιμή για τον «άνθρωπο-σύνδεσμο, τη ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του αγνοημένου εαυτού μας», όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Τα έργα
Κορυφαία έργα όπως «O Περικλής από της Πνυκός Δικιολογών χάριν της Ακροπόλεως Δαπάνας» του 1928, «Μονομαχία Ἀχιλλέως και Ἔκτορος ἔξωθεν τοῦ Φρουρίου τῆς Τρωάδας…», «Ο Φρῖξος επί Χρυσομάλλου κριοῦ και ἡ Ἕλλη», «Ο Ἂρης Θεός τῶν ἀρχαίων Ελλήνων Θεός του πολέμου» περιλαμβάνονται στην έκθεση. Επίσης «Η ποιήτρια τῆς νήσου λέσβου Σαπφῶ και ο κυθαρωδός Αλκαῖος», «Ο θάνατος του Μάρκου Βότσαρη» του 1823, «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή ενξιφήρεις» (!) του 1826, «Εν Κωνσταντινουπόλει Αγία Σοφία», «Δια σχυνοίου σκάλα αναβιβαζόμενος ο Ερωτόκριτος χαιρετών την αρετούσσαν» του 1933 και «Πορτρέτο Ελευθέριου Βενιζέλου». Σύνολο που αποκαλύπτει το πολυεπίπεδο έργο του ζωγράφου προσφέροντας αισθητική και πνευματική συγκίνηση παρά την απλοϊκότητα της δουλειάς του.
Στην έκθεση «Θεόφιλος. Ο Τσολιάς της Ζωγραφικής», 42 αντιπροσωπευτικά έργα του Θεόφιλου προέρχονται από το Μουσείο της Μυτιλήνης ενώ τα υπόλοιπα είναι δάνεια από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές και συγκεκριμένα, της Εθνικής Πινακοθήκης, της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, της Βουλής των Ελλήνων, της Alpha Bank, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου, της Εταιρίας Λεσβιακών Μελετών αλλά και από τους συλλέκτες κ. Ευάγγελο και κυρία Κατίγκω Αγγελάκου, κ. Ευάγγελο Μυτιληναίο, κ. Μπάμπο και κυρία Άντζελα Οικονομίδη, κυρία Μαρίνα Ηλιάδη, κ. Μανώλη Περατικό και άλλους.
Η έκθεση συνοδεύεται εξάλλου από πολυσέλιδο κατάλογο, στον οποίο εκτός από τα έργα υπάρχουν κείμενα των Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, των ζωγράφων Αλέξη Βερούκα, Στέφανου Δασκαλάκη, Χρήστου Μποκόρου και Γιώργου Ρόρρη, όπως και του επιμελητή Τάκη Μαυρωτά.
Info
Ίδρυμα Θεοχαράκη: Βασιλίσσης Σοφίας 9 και Μέρλιν
Έκθεση: «Θεόφιλος. Ο Τσολιάς της Ζωγραφικής»
Διάρκεια: 10 Νοεμβρίου ως 3 Φεβρουαρίου 2022
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ουκρανία: Πραγματοποίησε το πρώτο χτύπημα με πύραυλο ATACMS σε ρωσικό έδαφος
- Μια απεργία έφαγε την ταραμοσαλάτα από τα ράφια στη Βρετανία και προκάλεσε σάλο στα social media
- Cenergy Holdings: Εξαιρετικά θετικές οι αντιδράσεις των αναλυτών στα ισχυρά αποτελέσματα του εννεαμήνου
- Η Περιβαλλοντική Κοινωνική Διακυβέρνηση της Star Bulk του Πέτρου Παππά