ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Η συγκινητική ιστορία του παππού μου ξεκινάει από τη Βλαχοράπτη της Αρκαδίας. Η Βλαχοράπτη είναι έδρα ταχυδρομείου από το 1890. Εκεί εργάζεται ως ταχυδρόμος, μοιράζοντας με το μουλάρι την αλληλογραφία στα χωριά της περιοχής, την οποία παίρνει από τη Δημητσάνα. Συμμετέχει στα κοινά του χωριού ως κοινοτικός σύμβουλος και πρόεδρος της κοινότητας για μία διετία. Με τη σύζυγό του, Χριστίτσα Παπαθανασίου αποκτούν πολυμελή οικογένεια, η οποία ασφυκτιά στα στενά όρια ενός χωριού. Η απόφασή του για μετάβαση στην Αθήνα είναι μονόδρομος…».
Η ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας, που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία αρχίζει έτσι απλά, όπως την περιγράφει με λίγα λόγια ο Κωνσταντίνος Π. Αγγελόπουλος. Υπερήφανος εγγονός του Θεόδωρου Αγγ. Αγγελόπουλου, πατριάρχη της οικογένειας και πρωτεργάτη, μαζί με τρεις γιούς του, της δημιουργίας μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας, της ιστορικής «Χαλυβουργικής», που υπήρξε ένας από τους πλέον σημαντικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται πραγματικά για ένα οικογενειακό έπος, που γράφτηκε σε άμεση συνάρτηση με την Ιστορία της Ελλάδας αλλά και την παγκόσμια, την βιομηχανική εξέλιξη και την οικονομική ανάπτυξη. Όπως λέει ο Κωνσταντίνος Π. Αγγελόπουλος, «ενδεικτική είναι η φράση του πατέρα μου, Παναγιώτη, ο οποίος τόνιζε ότι: Ξεκινήσαμε ξυπόλητοι από τη Βλαχοράπτη. Δεν σπουδάσαμε, διότι δουλεύαμε από το πρωί ως αργά το βράδυ για να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας και να δημιουργήσουμε τις επιχειρήσεις, οι οποίες τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στη χώρα μας και στους εργαζόμενους».
Πολύτιμο υλικό, ως εκ τούτου, συνιστά το αρχείο των επιχειρήσεων του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, το οποίο περιλαμβάνεται -ένα μέρος του ασφαλώς- στην εξαιρετική έκδοση «Ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Αγγ. Αγγελόπουλος, 1875 – 1953», που παρακολουθεί την πορεία του γενάρχη της οικογένειας από τη γέννηση ως το θάνατό του.
Μία αστείρευτη πηγή πληροφοριών για τις επαγγελματικές δραστηριότητες της οικογένειας, τις επιλογές και τις τολμηρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, μέσα από μερικές εκατοντάδες έγγραφα και φωτογραφικό υλικό, που αποκαλύπτουν πολύ απλά, πώς ένας άνθρωπος, που φθάνει από το χωριό του στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα, για να γίνει υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα σιδηρικών, κατόρθωσε να θέσει τις βάσεις της δημιουργίας ενός βιομηχανικού κολοσσού.
Όπως, άλλωστε, σημειώνει και ο συγγραφέας του βιβλίου, Γιάννης Λ. Λάμπρου στον πρόλογό του, επρόκειτο για έναν «άνθρωπο, αληθινά, με όλη τη σημασία της λέξεως, αυτοδημιούργητο, έναν ακαταπόνητο εργάτη, που ενώ η κοινή νοοτροπία πρότεινε και τότε και τώρα την ασφάλεια μιας θέσης στο αθάνατο ελληνικό δημόσιο ως όραμα ζωής, αυτός στράφηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην επιχειρηματικότητα, που νομοτελειακά δημιουργεί τον πλούτο που έχει ανάγκη για να λειτουργήσει όποιας μορφής κοινωνία. Ένα πλούτο, ο οποίος με ορθή και λελογισμένη διαχείριση δεν «παράγει» μόνον οικονομικά μεγέθη, αλλά και πολιτισμό, φιλανθρωπία και αγάπη».
Η έκδοση, μάλιστα, έτυχε της προσωπικής φροντίδας του ίδιου του Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου, με τον συλλέκτη Δημήτρη Τσίτουρα να έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου, στο οποίο περιλαμβάνεται ένα ακόμη αρχείο. Αυτό του καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου, ενός από τους γιούς του Θεόδωρου, που υπήρξε, συν τοις άλλοις, κορυφαίο στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης κατά της ναζιστικής κατοχής.
Ένα αρχείο που ο ίδιος είχε εμπιστευθεί το 1947 στην οικογένειά του προς φύλαξη, επειδή ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα λόγω των πολιτικών διώξεων.
Ο Θεόδωρος και η Χριστίτσα από τη Βλαχοράπτη
Κι επειδή όλα τα στοιχεία αυτής της περιπέτειας θα μπορούσε να συνθέτουν ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα, ας την πάρουμε από την αρχή. Και η αρχή βρίσκεται φυσικά και όπως ήδη ειπώθηκε στην Βλαχοράπτη, με την παλαιά ονομασία και γραφή της: Βλαχορράφτη.
«Την πλησιάζει ο ταξιδιώτης πάνω στα ύψη της, ύστερ΄ από αδιάκοπο ανέβασμα σε δασωμένες πλαγιές, σε μοναδικά ηλιοφώτιστα πλατώματα, παλεύοντας με τους γυρτούς κλώνους των δέντρων, την άγρια πέτρα, την γλιστερή κατηφοριά και τον αγκαθερό θάμνο. Μα, σα φτάσει στην ολιγάνθρωπη πολιτεία των τσοπάνων και των καλλιεργητών, μακαρίζει τη βούληση που έφερε τα βήματά του ίσαμε τους τόπους αυτούς της ευλογημένης παρθενίας…» , όπως γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (Ελληνικοί ορίζοντες, Αθήνα , 1940).
Πράγματι, στα δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Καρύταινα και μόλις έξι από το Φαράγγι του Λούσιου, σ΄ έναν τόπο με ξεχωριστή ομορφιά και σε υψόμετρο 650 μέτρων βρίσκεται το χωριό. Κτισμένο αμφιθεατρικά στο βουνό και μέσα στο πράσινο, είναι ένα από τα ωραιότερα της Γορτυνίας για έναν ακόμη λόγο: Ότι διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του με τα πετρόκτιστα σπίτια, που η λιτή μορφή τους με τα χαγιάτια, τις αυλές, τα παλιά παράθυρα, τις πόρτες και τα κόκκινα κεραμίδια υπενθυμίζει την αξία της απλότητας και λειτουργικότητας, που είναι τα χαρακτηριστικά των ελληνικών χωριών.
Από την κοινότητα «Βλαχορράφτης» είναι το πρώτο επιλεγμένο έγγραφο του αρχείου και συγκεκριμένα ένα πιστοποιητικό κατοίκου του χωριού, με επόμενο, την απόφαση, επί Γεωργίου Α΄ το 1893 της σύστασης ταχυδρομικού γραφείου στην κοινότητα.
Από εδώ ξεκινώντας, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος θα φθάσει με την Χριστίτσα και τα παιδιά τους, Άγγελο, Δημήτρη, Παναγιώτη, Ιωάννη και Κατίνα στην Αθήνα και θα εγκατασταθούν σε ένα σπίτι δύο δωματίων στη Νεάπολη. Ο άντρας της αδερφής του, Ιωάννης Παπαθανασίου έχει ανοίξει από το 1909 ένα εμπορικό κατάστημα σιδηρικών στην Αιόλου 77Β και Ευριπίδου και εδώ θα εργασθεί επί επτά χρόνια περίπου ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος.
Μαζί του έχει τους δύο γιούς του, Δημήτρη και Παναγιώτη, ενώ ο Άγγελος, που είναι αριστούχος, σπουδάζει και ο μικρός, ο Ιωάννης, πηγαίνει ακόμη στο δημοτικό σχολείο.
Η άνοδος
Η δουλειά είναι σκληρή, αλλά η θέλησή τους να πετύχουν μεγάλη και το 1925 ο Αγγελόπουλος κατορθώνει να ανοίξει το δικό του κατάστημα στην οδό Αθηνάς 35, στο ισόγειο της Πολυκλινικής Αθηνών. Πουλάει σιδηρικά οικοδομών, καρφοβελόνες, βελονάκια, πριτσίνια και μεταλλικά ντεπλαγιέ, που τα μεταφέρουν στους αγοραστές οι γιοί του.
25 οκάδες καρφοβελόνες, που κοστίζουν 1400 δραχμές θα λάβει ο κύριος Στασινόπουλος στις 29-5-1937, όπως αναγράφεται στην απόδειξη του «Σιδηροπωλείου Θεοδ. Α. Αγγελόπουλου», μία από τις πολλές που περιλαμβάνονται στο αρχείο.
Η άνοδός του, άλλωστε, και στην αθηναϊκή κοινωνία της εποχής είναι θεαματική, αφού ήδη από το 1926 έχει γίνει μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Πιο θεαματική, ακόμη, είναι η εξέλιξη της επιχείρησης, που πολύ γρήγορα δημιουργεί άριστο όνομα στην αγορά και αποκτά μεγάλη πελατεία.
Έτσι, με τα πρώτα χρήματα που έχουν αποταμιευθεί και με μία χρηματοδότηση από τράπεζα, ο Αγγελόπουλος και οι γιοί του προχωρούν στην ίδρυση δικής τους βιομηχανίας παραγωγής ειδών συρματουργίας. Αγοράζουν ένα οικόπεδο στην οδό Πειραιώς 187 και εκεί φτιάχνεται το πρώτο κτήριο της βιομηχανίας «Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλου», η οποία αρχίζει την λειτουργία της το 1932.
Αρχικά, μάλιστα, εργάζεται εκεί όλη η οικογένεια χειρονακτικά για τη μείωση του κόστους, ώστε τα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά στις τιμές. Παράγονται «σύρματα γαλβανισμένα, επιχαλκωμένα, μαύρα, χόρτου, αγκαθωτά, συρματοπλέγματα διάφορα, καρφοβελόνες, βελονάκια μετάλ ντεπλοαγιέ», όπως αναφέρεται στη διαφημιστική καταχώρηση της εταιρείας στην Διεθνή Έκθεση Ζαππείου το 1938.
Ένα ακόμη προϊόν υψηλής ποιότητας ήταν τα πεταλόκαρφα, χρήσιμα όχι μόνον για το πετάλωμα των ζώων εργασίας, που χρησιμοποιούνταν άλλωστε ευρύτατα ακόμη, εκείνη την εποχή, αλλά και ως υλικά οικοδομών και γενικότερα για βιομηχανικούς λόγους.
Ήταν τόσο επιτυχημένα, μάλιστα, που γίνονταν και εξαγωγές, καθώς για την παραγωγή τους χρησιμοποιούνταν ειδικές εφευρέσεις μηχανημάτων. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Λάμπρου, «οι ανταγωνιστές τους ακόμη και κατασκοπεία χρησιμοποιούν για να πάρουν πληροφορίες, όπως διαπιστώνουμε από μήνυση που έκανε ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος σε υπάλληλο της εταιρείας του».
Η επέκταση
«Δίπλα τους λειτουργούσε η παλιά βιομηχανία ΕΛΛΟΥΛ, η οποία, την περίοδο αυτή, έχει προβλήματα. Μετά από έρευνα αγοράς, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και οι γιοί του αποφασίζουν να την αγοράσουν και να την κάνουν ανταγωνιστική. Έτσι, η ΕΛΛΟΥΛ αλλάζει χέρια και περνά την οικογένεια Αγγελόπουλου, η οποία την μετονομάζει σε Βιομηχανία Ξύλου», όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος στον πρόλογό του στο βιβλίο.
Η εταιρεία αγοράστηκε το 1937 και έδρα της ήταν η Πειραιώς 200 στο Ρουφ -το συγκρότημα μάλιστα διατηρείται και σήμερα ως μοναδικό στο είδος του. Σ’ αυτήν παράγονταν κάθε είδους ξυλουργικά προϊόντα, οικοδομικά, έπιπλα, κιβώτια κλπ.
Την ίδια περίοδο, εξάλλου, αναπτύσσεται μία ακόμη επιχειρηματική πρωτοβουλία, καθώς η οικογένεια μπαίνει στο ΔΣ της μεγάλης κατασκευαστικής εταιρίας «Εργοληπτική», ώστε να την προμηθεύει σιδηρόβεργες και γενικότερα μεγάλες ποσότητες σιδήρου για μπετόν αρμέ.
Ανήκε στον Ανδρέα Δρακόπουλο, με τον οποίο ο Αγγελόπουλος διατηρούσε φιλικές σχέσεις από χρόνια πριν, καθώς τα χωριά τους -Ατσίλοχος το χωριό του Δρακόπουλου- ήταν πολύ κοντά. Η συνεργασία τους διακόπηκε, ωστόσο, όταν ο Αγγελόπουλος πούλησε τις μετοχές της «Εργοληπτικής» στην Κατοχή, όταν είχαν ανασταλεί άλλωστε οι όλες εργασίες.
Πόλεμος και Κατοχή
«Γνωρίζομεν υμίν ότι το Συμβούλιον Αναστολών Προσελεύσεως (ΣΑΠ) δι΄ αποφάσεως αυτού της 28 ης Ιουνίου ε. ε. περιέλαβεν υμάς μεταξύ των επιχειρήσεων των κριθεισών απαραιτήτων όπως λειτουργήσωσιν εν επιστρατεύσει… Αθήναι τη 9 Ιουλίου 1938».
Αυτά γράφει το «λίαν επείγον» έγγραφο που φθάνει στην εταιρία. Με τα σύννεφα του πολέμου να είναι ήδη μαύρα στην Ευρώπη, η μεταξική δικτατορία έχει και τα δικά της προβλήματα στο εσωτερικό και προετοιμάζεται γενικώς.
Και, μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, έχει επιβάλλει την κατασκευή καταφυγίων σε όλες τις νέες οικοδομές, σε διάφορα σημεία του κέντρου της Αθήνας, αλλά και στα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής.
Η άδεια για το καταφύγιο του εργοστασίου του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στην Πειραιώς εκδίδεται τον Ιούνιο του 1940 για είκοσι άτομα και ολοκληρώνεται στις παραμονές του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Στο αρχείο, μάλιστα, υπάρχουν και οι επίσημες οδηγίες «Δια τους προσφεύγοντας ιδιώτας εις τα καταφύγια» με ημερομηνία 25 – 2- 41.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 έχει επιβληθεί καθολική επιστράτευση με τους εργαζόμενους στα «Ελληνικά Συρματουργεία» να είναι κι αυτοί επιστρατευμένοι, με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα όμως στις 27 Απριλίου του ΄41 σταματούν όλα.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και οι γιοί του βλέπουν από την έδρα τους στην Αθηνάς τους Γερμανούς στρατιώτες να λεηλατούν τα εμπορικά καταστήματα, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Και η μόνη έγνοια πια είναι η φροντίδα των οικογενειών τους. αλλά και η συντήρηση των εργαζομένων τους. με την εξασφάλιση συσσιτίων, διπλασιασμού των μισθών, όπως προκύπτει από το αρχείο, ακόμη και μέριμνας την χορήγηση αντιτυφικού εμβολίου, καθώς ο τύφος ήταν ένα επιπλέον πρόβλημα την Κατοχή.
Η ώρα της Χαλυβουργικής
Η ομόρρυθμη εταιρεία βαριάς βιομηχανίας παραγωγής χάλυβα «Θ. Α Αγγελόπουλος και Υοί» είχε ιδρυθεί πριν από τον πόλεμο, είχαν μάλιστα παραγγελθεί και ηλεκτροκλίβανοι τελευταίας τεχνολογίας, που δεν πρόφθασαν, ωστόσο, να έρθουν στην Ελλάδα.
Μετά την απελευθέρωση, όμως, η ίδρυση χαλυβουργείου μπαίνει σε πρώτη προτεραιότητα και όλες οι εγκαταστάσεις ολοκληρώνονται τον Μάρτιο του 1946, όταν υπογράφεται και η σύμβαση με την Ηλεκτρική Εταιρεία για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.
«Μετά την απελευθέρωση, η ίδρυση και η λειτουργία της Χαλυβουργικής είναι γεγονός», αναφέρει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος. «Ο παππούς μου, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο πατέρας μου, Παναγιώτης και οι θείοι μου, Δημήτρης και Ιωάννης εργάζονται σκληρά για να επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα. Η Χαλυβουργική βοηθά τα μέγιστα, ώστε να επουλωθούν οι πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στη χώρα μας και την οικονομία και να προσφέρει αφειδώς τη σωτήρια πρώτη ύλη για την ανασυγκρότηση και αποκατάσταση των ζημιών».
Να επισημανθεί, άλλωστε, ότι, εκείνη την εποχή, ο χάλυβας ήταν το μέτρο για την αναπτυξιακή κατάσταση κάθε χώρας. Το 1951, οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα. Είναι η μεγάλη εκτίναξη της Χαλυβουργικής, η οποία έκτοτε θα συμμετάσχει στην εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και για πολλά χρόνια θα αποτελέσει πρότυπο ανάπτυξης και προόδου.
«Ο παππούς μου έφυγε ευχαριστημένος για το έργο του», το 1953 σημειώνει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος. Αλλά το έργο αυτό δεν ήταν μόνον επιχειρηματικό, καθώς η άλλη πλευρά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου ως δωρητή και ευεργέτη, λιγότερο γνωστή για τους περισσότερους ήταν πολύ σημαντική.
Από τα έργα που έκανε για το χωριό του, την Βλαχοράπτη, και τους ανθρώπους της ήδη από την εποχή της Κατοχής ως τη στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τη χρηματοδότηση για την ανέγερση ναού στην Αθήνα, τη λειτουργία παιδικού πρεβαντορίου για άρρωστα και άπορα παιδιά ή τις υποτροφίες στη Σιβιτανίδειο σχολή για άπορους μαθητές. Φιλανθρωπικό έργο που συνέχισαν μετά τον θάνατό του τα παιδιά του.
«Αναμετρώντας και ξεφυλλίζοντας κάποιος αυτό το αρχειακό υλικό, είναι σαν να βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο, σαν να ζει μια ωραία, γοητευτική και γεμάτη ένταση περιπέτεια. Περιπέτεια του παππού μου, ενός άσημου, αλλά πανέξυπνου, υπερδραστήριου και θεληματικού ανθρώπου, ο οποίος, από τη Βλαχοράπτη της Αρκαδίας, ήρθε στην Αθήνα και, καθοδηγώντας τα παιδιά του, έπειτα από τιτάνιους αγώνες και θυσίες, μεγαλούργησαν και έθεσαν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους στην οικονομία της χώρας μας, που τόσο αγάπησαν και πολλαπλώς ευεργέτησαν», γράφει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος.
Να σημειωθεί ότι όλο το αρχείο, μέρος του οποίου παρουσιάζεται σ’ αυτήν την έκδοση, παραχωρήθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, προκειμένου να χρησιμεύσει σε κάθε μελετητή της σύγχρονης ελληνικής οικονομικής ιστορίας.
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Μπάιντεν για τα μυστηριώδη drone: Το παρακολουθούμε, μην ανησυχείτε
- Γεωργιάδης: Να καταδικαστεί ο Παναγιωτόπουλος για παραβίαση του ΚΟΚ – Παναγιωτόπουλος: Ήμουν έξω από το σπίτι μου
- Galaxy Cosmos Mezz: Με ποσοστό 10,4% η Hellenic Prosperity Master Fund
- Εφετείο Αθηνών: Από σήμερα διαθέτει το δικό του ιατρείο