ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Συναντήσαμε τον ιδρυτή της Upstream, Mάρκο Βερέμη, και τη σύζυγό του, συνιδρύτρια της Sun of a Beach, Έλλη Ρούντου, στο σπίτι τους, στο Παλαιό Ψυχικό.
Μιλήσαμε για τη γυμναστική του μυαλού, τι θεωρούν risqué στις επενδύσεις, για εφευρέτες επιχειρηματίες, ανάμεσα σε συλλεκτικά έργα τέχνης, σε ένα εξαιρετικά θετικό κλίμα.
Πρωταγωνιστές της Ελλάδας που θέλουμε να έχουμε.
Δείτε τη συνέντευξη:
Τι παραμένει σταθερά στην καρδιά σου από τις σπουδές σου στην Οξφόρδη και στο Γουόργουικ;
ΜΒ: Νομίζω πιο πολύ η γυμναστική του μυαλού. Δηλαδή δεν είναι αυτά που έμαθα. Περισσότερο ήταν η διαδικασία του να μαθαίνω. Σίγουρα μου φάνηκε πολύ χρήσιμο, πως εκτός από τις σπουδές μου σε πολιτική φιλοσοφία και διεθνείς σχέσεις, έκανα σαν χόμπι θέατρο σε μια θεατρική ομάδα.
Και τελικά από όλα τα πράγματα που έκανα αυτό μου φάνηκε πιο χρήσιμο στο να μην φοβάμαι καθόλου να εκτίθεμαι μπροστά σε κόσμο.
Κι εσύ Έλλη, η γυμναστική στο Λονδίνο με τις σπουδές σου πώς πήγε;
ΕΡ: Kαι μένα πιο πολύ μου έχει μείνει η εμπειρία του να ζήσω μόνη μου τέσσερα χρόνια στο Λονδίνο, παρά οι σπουδές μου. Η αλήθεια είναι ότι και ο κλάδος που σπούδασα, Business Studies, δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελα να έχω σπουδάσει. Θα ήθελα να είχα κάνει κάτι πιο δημιουργικό.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν με έχει βοηθήσει στη δουλειά μου τώρα, αλλά θα προτιμούσα να έχω κάνει κάτι που θα με ενδιαφέρει λίγο παραπάνω.
Μάρκο, ποιο ήταν το όνειρο σου για την Upstream;
ΜΒ: Δεν είχα πολύ μεγάλα όνειρα. Σκεφτόμουνα τα πράγματα βήμα-βήμα. Κι όταν ξεκινάς μια δουλειά επειδή ξέρεις ότι η θνησιμότητα είναι πολύ μεγάλη, μόλις 1 στις 10 εταιρίες επιβιώνει, σε πρώτη φάση ήταν η εταιρία να κάνει καλά τη δουλειά της. Να μείνουν ευχαριστημένοι οι πελάτες και να επιβιώσει.
Και μετά τα πράγματα έρχονται βήμα-βήμα. Κερδίζεις μικρές μάχες και μετά πας σε μία μεγαλύτερη… Εγώ δεν ήμουν στην κατηγορία του επιχειρηματία που σκέφτεται ότι θέλει να κατακτήσει τον κόσμο ή μια περιοχή.
Mε την εμπειρία όλων αυτών των χρόνων ξέρεις ποια θα είναι η εταιρία που δεν θα ανήκει σε αυτό το ποσοστό που δεν θα επιβιώσει;
ΜΒ: Έχει να κάνει πάρα πολύ με τον χαρακτήρα των δημιουργών της εταιρίας τελικά.
Δηλαδή η μισή δουλειά, όταν είσαι επενδυτής σε μια εταιρία, δεν είναι μόνο να δεις το business plan. Είναι σε μεγάλο ποσοστό να προσπαθήσεις να ψυχολογήσεις την ομάδα.
Κι αυτό το κάνει και πάρα πολύ ενδιαφέρον, το κάνει και πάρα πολύ risqué.
Το venture capital είναι από τα πιο risqué και δύσκολo asset class που μπορεί κανείς να επιλέξει.
Έλλη είχες φανταστεί την εξέλιξη της Sun of a Beach όταν ξεκινούσατε με την συνέταιρο σου, Μελίνα Πίσπα;
ΕΡ: Η εταιρεία ξεκίνησε πιο πολύ ως χόμπι. Με τη Μελίνα γνωριζόμασταν από παλιά και βρεθήκαμε σε ένα σημείο της ζωής μας που και οι δύο θέλαμε να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο. Στην ουσία αυτό που κάναμε ήταν να πάρουμε ένα κοινό αντικείμενο, μια πετσέτα, και να την εξελίξουμε σε αξεσουάρ μόδας, για την παραλία.
Και αυτή ήταν η καινοτομία μας. Δεν ανακαλύψαμε τις πετσέτες αλλά τις κάναμε με τέτοιον τρόπο που να κάνουμε κάτι άλλο από αυτό που ήταν.
Mάρκο πώς σου φαίνεται η πορεία της γυναίκας σου σε έναν κλάδο επιχειρηματικό πιο παραδοσιακό από αυτούς που συνηθίζεις;
ΜΒ: Θεωρώ ότι είναι πιο δύσκολο να καταφέρεις κάτι με διεθνή επιτυχία στους πιο παραδοσιακούς κλάδους.
Διότι υπάρχει πάρα πολύ μεγαλύτερος ανταγωνισμός, είναι μεγαλύτερα τα έξοδα για να ξεκινήσεις μια τέτοια εταιρία.
Ενώ στην τεχνολογία τα πράγματα κινούνται πιο γρήγορα και πιο απλά. Άρα αυτό που έχει πετύχει, να βγάλει ένα από τα πρώτα παγκοσμίως γνωστά ελληνικά brands τα οποία είναι ελάχιστα, είναι κάτι που με εντυπωσιάζει και το θαυμάζω πάρα πολύ.
Κι επίσης τυχαίνει το συγκεκριμένο brand να συνοψίζει κάποια από τα καλύτερα στοιχεία της Ελλάδος.
Κι ύστερα ήρθε η Big Pi Ventures. Πώς βλέπεις το οικοσύστημα τεχνολογίας στην Ελλάδα σήμερα;
ΜΒ: H Eλλάδα ήταν ανύπαρκτη στο κομμάτι αυτό, για όλη της την ιστορία σχεδόν.
Και αυτό μας κόστισε γιατί το εμπορικό μας ισοζύγιο, το ελλειμματικό διαχρονικά, είχε να κάνει με την έλλειψη διαφοροποιημένων προϊόντων που θα μπορούσαμε να κάνουμε, όπως κάνουν άλλες χώρες.
Οπότε η καινοτομία ή η έρευνα που οδηγεί στην καινοτομία είναι απαραίτητο συστατικό για να έχεις μια οικονομία που κάνει θετικά ισοζύγια συστηματικά και εξάγει.
Κι επιτέλους η Ελλάδα ξύπνησε σε αυτό το κομμάτι και το είδαμε και στο κομμάτι των start ups που πήγανε από 300 εκ. πριν από 6-7 χρόνια σε 8 δις σαν αποτίμηση σήμερα αλλά νομίζω ότι το είδαμε και σε πιο παραδοσιακούς τομείς.
Υπήρξαν brands σαν το Sun of a Beach, τον Κορρέ, το Coco Mat, αλλά κι ακόμη μεγάλες εταιρίες σαν την Chipita, ή τον Τιτάνα που αυτό το στοιχείο της καινοτομίας άρχισε να παίζει πάρα πολύ θετικό ρόλο.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τελικά έναν καλό επιχειρηματία;
ΜΒ: H δική μου αίσθηση είναι ότι πρέπει κανείς να συνδυάσει αγάπη και πίστη στο προϊόν που θέλει να φτιάξει, αφοσίωση στο δημιούργημα της εταιρίας του, μαζί με μία πάρα πολύ αυξημένη συναισθηματική νοημοσύνη που του επιτρέπει να μεταφέρει αυτό το δικό του πάθος σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους και κυρίως τους υπαλλήλους του.
Το πιο δύσκολο από όλα είναι το κομμάτι της διαχείρισης των ανθρώπων, πως τους κρατάς σε μια συνεχή έμπνευση, και τρέχουν παραπάνω από ό,τι θα ήταν φυσιολογικό κιόλας καμιά φορά.
Kι αν σου ζητούσαμε να ξεχωρίσεις κάποιους που θαυμάζεις περισσότερο για κάποιους λόγους;
ΜΒ: Προσωπικά θαυμάζω πιο πολύ τους εφευρέτες επιχειρηματίες. παρόλο που εγώ δεν είμαι, ίσως γι’ αυτό τους θαυμάζω τόσο πολύ.
Η αρχετυπική φυσιογνωμία που θαυμάζω είναι ο Τόμας Έντισον, ο οποίος, δημιούργησε μια μεγάλη εφεύρεση, αλλά την μετουσίωσε και σε μια τεράστια επιχείρηση.
Τώρα σε πιο μοντέρνα παραδείγματα, δεν μπορώ να μην θαυμάσω τον Έλον Μασκ, παρόλο που τον θεωρώ μία ιδιαίτερη, ίσως και προβληματική προσωπικότητα, σε επίπεδο έργου συνοψίζει αυτή την έννοια του εφευρέτη επιχειρηματία.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να γεννήσει έναν Έλον Μασκ;
ΜΒ: Φυσικά. Οι πατριάρχες -και λέω πατριάρχες γιατί δεν έχει αυτή τη στιγμή γυναίκες- της βιοτεχνολογίας παγκοσμίως, τυχαίνει να είναι Έλληνες.
Έχουμε τον Στέλιο Παπαδόπουλο της Biogen, έχουμε τον Μπουρλά που όλοι ξέρουμε της Pfizer, έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές Βιοτεχνολογίας στον κόσμο, τον κ. Γαλακάτο, τον κ. Σκάγκο της Vir Biotechnology και φυσικά και την Regeneron.
Ποια είναι τα κοινά στοιχεία σας ως επιχειρηματίες;
ΜΒ: Αγαπάμε και οι δύο πολύ αυτό που κάνουμε.
Aυτό που έχουμε από κοινού είναι ότι προσπαθούμε να κάνουμε με συνέπεια, σωστά, το κάθε πράγμα που κάνουμε, χωρίς ποτέ να αδικούμε κάποιον και αντίθετα να κερδίζουν περισσότεροι άνθρωποι από ότι εμείς μόνο, από αυτή τη διαδικασία.
Τo κομμάτι της γυναικείας επιχειρηματικότητας είναι κάτι που σε απασχολεί; Aν είχαν φτιάξει το ίδιο brand δύο φίλοι άνδρες, θα ήταν κάτι άλλο;
ΕΡ: Θα ήταν σίγουρα κάτι άλλο. Αυτό που με απασχολεί με τη γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι οι πολλοί διαφορετικοί ρόλοι που καλείται να παίξει μια γυναίκα στη ζωή της.
Είναι δύσκολο να είσαι και μαμά, να έχεις ένα σπίτι, να θες να περνάς ωραία τη ζωή σου και να έχεις μια επιχείρηση.
Εγώ τα έχω βρει αρκετά δύσκολα. Ελπίζω στο μέλλον, δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο, να συμβεί…
Η ευχή σας για τα παιδιά προτού σπουδάσουν ποια είναι;
ΜΒ: Εμένα η ευχή μου είναι να αποκτήσουν στην ουσία τρία πράγματα. Το ένα είναι μαχητικότητα, να μπορούν να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις, γιατί η ζωή είναι δύσκολη.
Το δεύτερο είναι να έχουν ενσυναίσθηση για τους ανθρώπους γύρω τους και ευαισθησία, να μην γίνουν ποτέ αλαζόνες και επιθετικοί άνθρωποι.
Και το τρίτο είναι αυτή η χαρά της μάθησης, δηλαδή να μπορούν να κάνουν στη ζωή τους παραπάνω από μια καριέρα, να κάνουν πολλές καριέρες και για να το κάνεις αυτό. Νομίζω πρέπει να αγαπάς την μάθηση. Και να θέλεις να αρχίσεις από την αρχή πράγματα και να ξαναμάθεις.
ΕΡ: Αυτό που λέω στα παιδιά είναι να ακολουθήσουν το όνειρο τους στις σπουδές τους και από εκεί και πέρα η επιτυχία θα έρθει.
Αν κάναμε την ίδια συνέντευξη σε πέντε χρόνια, τι θα λέγαμε για την Ελλάδα, τι θα θέλαμε να έχει αλλάξει;
ΜΒ: Εγώ τελικά σε ένα πράγμα έχω καταλήξει από όλη μου την τριβή με την ελληνική πραγματικότητα. Μας λείπουν οι θεσμοί. Πολύ σημαντικότερο από το ταλέντο κάθε πολιτικού και επιχειρηματία, είναι να υπάρχουν σταθεροί θεσμοί ανεξάρτητοι. Κι αυτό το είχε πει ωραία ο Ρούζβελτ.
Είχαν ρωτήσει τον Θίοντορ Ρούζβελτ, «ποια θεωρείτε ότι είναι η αποστολή σας;» κι εκείνος είχε πει ότι «αντιλαμβάνομαι την αποστολή μου ως μια υποχρέωση στους νεκρούς, στους ζωντανούς και στους αγέννητους.
Και για να έχει διάρκεια στον χρόνο η συνεισφορά μου όσο θα ζήσω, πρέπει να αφήσω πίσω μου θεσμούς. Όχι πυροτεχνήματα ή περιστασιακές επιτυχίες.» Οπότε θα ήθελα πολύ να δω στην Ελλάδα η δικαιοσύνη, οι επιχειρήσεις, οτιδήποτε έχει συνέχεια στον χρόνο, να αποκτήσει ανεξαρτησία και υπόσταση.
Ποιον θα καλούσες σε ένα γεύμα για δύο;
ΜΒ: Σίγουρα θα καλούσα τον παππού μου, Μάρκο Βερέμη, ο οποίος, κατάφερε να με γνωρίσει για περίπου 10 λεπτά όπως έμπαινα εγώ στο σπίτι το 1973 από το μαιευτήριο κι αυτός έβγαινε και πήγαινε στο νοσοκομείο όπου και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα…
Είναι μια φανταστική φυσιογνωμία ο παππούς μου.
Πήγε από την Τρίπολη στην Αμερική, σε ηλικία 15, πολύ φτωχό παιδί και κατάφερε μέσα στη ζωή του να ζήσει μια περιπέτεια απαράμιλλη. Δηλαδή έζησε στην Αμερική, στη Χιλή, στην Αλάσκα, ήρθε στην Ελλάδα, έκανε την περιουσία του, την έχασε όλη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαναπήγε στην Αμερική και το ξαναέκανε όλο από την αρχή.
Θα ήθελα κι εγώ, ίσως όχι με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αυτός, αλλά να έχω κι εγώ μία ζωή με τόσο μεγάλη περιπέτεια και ουσία.
Kι εσύ Έλλη ποιον θα ήθελες να καλέσεις σε ένα Table for Two;
ΕΡ: Aπό μικρό παιδί θαύμαζα την Μιούτσια Πράντα και νομίζω ότι θα είχα πολλά πράγματα να την ρωτήσω…