ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τα μεγάλα σχέδια της Intralot, το παρασκήνιο για τη ΔΕΠΑ, οι νέες business του Λου Κολλάκη, έτοιμος ο Φέσσας, οι αλλαγές του Νεμπή, τα νέα πλοία του Προκοπίου, το κάλεσμα της Μήτση, οι περιπέτειες της πλατινομαλλούσας σε Βουλιαγμένη – Λεγρενά και ο ΧΧ
Ήταν η προσωποποιημένη ψυχή του καραβιού που έδιωχνε το κακό, κόπαζε τους ανέμους, άνοιγε δρόμο στη φουσκωμένη θάλασσα και χάριζε τη νίκη στον καπετάνιο του σε καιρό πολέμου.
Ξυλόγλυπτες μορφές θεϊκές, μυθικές ή και μορφές ηρώων, άλλοτε ολόσωμες και άλλοτε μόνον μπούστα τα ακρόπρωρα των παλιών πλοίων, οι «φιγούρες» ή «γοργόνες» όπως τα ονόμαζαν οι καραβοκυραίοι αποτελούν ένα από τα πιο γοητευτικά κατάλοιπα μιας εποχής που έχει προ πολλού περάσει.
Γι’ αυτό και η θέση τους πια είναι στα μουσεία ως εκθέματα της ιδιαίτερης ιστορίας των ξύλινων καραβιών της Ελλάδας, που συνδέθηκαν μάλιστα με τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία αποτελώντας σήμερα αντικείμενο έρευνας. Όπως αυτή του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Πέτρου Θέμελη «Καραβοκύρηδες & Ακρόπρωρα του 1821», που μόλις εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καπόν.
Εξετάζοντας τα λίγα σωζόμενα ακρόπρωρα που έφτασαν ως τις μέρες μας και τις ομάδες τους (υδραίικη, σπετσιώτικη και γαλαξειδιώτικη), μαζί με τις γραπτές πηγές και τις απεικονίσεις τους στην τέχνη, ο κ. Θέμελης αφήνει για λίγο το σπουδαίο έργο του στην αρχαία Μεσσήνη και μας προσφέρει μια περιεκτική μελέτη του νεοελληνικού ακρόπρωρου, εντάσσοντάς το στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και νεοελληνικής ναυτιλίας, καθώς και της νεοελληνικής αλλά και ευρωπαϊκής τέχνης.
Αρχίζοντας από το απέριττο κυκλαδίτικο ψάρι, που κοσμούσε την πρύμνη πλοίων της Εποχής του Χαλκού και από τα σχήματα καραβιών πάνω στα αινιγματικά πήλινα τηγανόσχημα σκεύη των Κυκλάδων φθάνει ως τις πολύμορφες και μεγαλειώδεις μπαρόκ συνθέσεις του 17ου-18ου αιώνα, τα κλασικιστικά πρωραία ξυλόγλυπτα του 18ου-19ου αιώνα και τα λαϊκά τυποποιημένα του 19ου-20ού. Γιατί, όπως λέει το ακρόπρωρο παρέμεινε φορέας της ίδιας λαϊκής αντίληψης και πίστης, συνέχεια μιας πανάρχαιας παράδοσης.
Γερμένες μπροστά οι γυναικείες φιγούρες-ακρόπρωρα με τη φαρδιά φούστα τους να κυματίζει από τον πελαγίσιο αγέρα, δεν απέχουν πολύ, όπως λέει ο κ. Θέμελης από τις αρχαίες Νίκες, που ήταν ακρωτήρια των ναών, στημένες ψηλά στις κορφές των αετωμάτων. Ο ίδιος επισημαίνει εξάλλου, ότι η γυναικεία φιγούρα-ακρόπρωρο, που καταχρηστικά ονομάζεται γοργόνα είναι μια γαλήνια και καλοσυνάτη «ύπαρξη», προστάτρια και φύλακας άγγελος των ναυτικών, καθώς ορθώνει επιβλητικά το ανάστημά της στην οργή των στοιχείων της φύσης, φροντίζοντας το πλήρωμα και φέρνοντας πλούτο και δύναμη στον καραβοκύρη. Καμία σχέση δηλαδή, με την Γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, που φαίνεται ότι κατάγεται εικονογραφικά από το αρχαίο δαιμονικό της θάλασσας, τη Σκύλλα με το αισθησιακό γυναικείο κορμί που καταλήγει σε ψαροουρά ενώ τέσσερα αγριόσκυλα γύρω στη μέση της κατασπαράζουν τους ναυαγούς.
Αντίθετα στα νεοελληνικά ιστιοφόρα η ιερότητα της πλώρης και η θεϊκή δύναμη του ακρόπρωρου ήταν δεδομένα, δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι εκεί βρισκόταν και το εικονοστάσι τους, με εικόνισμα, συνήθως του Αγίου Νικολάου.
Όσο για την προέλευση του ανθρωπόμορφου ακρόπρωρου με την σαφή προτίμηση στις γυναικείες μορφές, όπως έχει πει ο ίδιος έχει ως μακρινούς απογόνους τις θεϊκές προτομές των αιγυπτιακών πλοίων, τα στολίδια της πλώρης και τα ανθρωπόμορφα διακοσμητικά μοτίβα της Κλασικής και Ελληνιστικής εποχής αλλά και τα ανάγλυφα των ύστερων ρωμαϊκών πλοίων στην πρύμνη αλλά και στο άκρο της πλώρης. Κάπου εκεί ωστόσο φαίνεται ότι χάνεται η συνέχεια, αλλά μόνον ως την Αναγέννηση, όταν εμφανίζονται και πάλι ανθρώπινες μορφές ως ακρόπρωρα.
«Τα ακρόπρωρα επέζησαν για ένα διάστημα ως τις αρχές του 20ού αιώνα», όπως σημειώνει ο κ. Θέμελης. Τα πρώτα σιδερένια ατμόπλοια πολεμικά, εμπορικά ή επιβατικά, κυρίως φρεγάτες και κορβέτες που κατασκευάζονταν στην Αγγλία, τη Γερμανία, τη Δανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες έφεραν ακόμα ακρόπρωρα, ώστε να απαλύνεται κάπως ο φόβος που προκαλούσαν οι σιδερένιες μηχανές. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα πανάρχαια ξύλινα σύμβολα ήταν πια ξένα προς το νέο σιδερένιο περιβάλλον κι ήταν ανήμπορα να επιβιώσουν.
«Η πίστη των ναυτικών είναι αυτή που διάσωσε ορισμένα από την καταστροφή και την ολοκληρωτική εξαφάνιση, άσχετα από την οποιαδήποτε καλλιτεχνική τους αξία», λέει. Γιατί όντως ήταν και φορείς καλλιτεχνικής έκφρασης ακολουθώντας τα ρεύματα και τους ρυθμούς τέχνης που επικρατούσαν κάθε φορά, ενώ το ρόλο της φυσικά έπαιζε και η πολιτική και οικονομική κατάσταση αλλά και η ιδιαίτερη τοπική παράδοση.
Κι όσο για τη σχέση του ίδιου του καθηγητή με τα ακρόπρωρα, μία ανάμνηση, που μοιράζεται στον πρόλογο του βιβλίου με τους αναγνώστες έρχεται από τα παιδικά του χρόνια:
«Καριώτες καραβοκυραίοι έρχονταν κατά καιρούς στο σπίτι μας στη Σαλονίκη, όταν ξεφόρτωναν τα τρεχαντήρια τους με προϊόντα στην παραλία του Θερμαϊκού και φόρτωναν ξανά, σαλπάροντας για το νησί με ανέμους όχι πάντα ούριους. Η θεία μου η Αλισάβα τους πρόσφερε καφέ και μάθαινε έτσι τακτικά τα νέα τα καριώτικα και μάλιστα από πρώτο χέρι. Ένα καλοκαίρι αξέχαστο μας πήρανε μαζί τους στο ταξίδι της επιστροφής για Νικαριά. Φίσκα ως πάνω με εμπορεύματα τα δυο καΐκια κι εμείς απάνω στρωματσάδα στο κατάστρωμα. Το ένα διατηρούσε μια μικρή ξυλόγλυπτη φιγούρα καρφωμένη στην πλώρη σαν ακρόπρωρο, μια γυναίκα δηλαδή με γιλέκο εφαρμοστό και φαρδιά φούστα, με το ‘να χέρι τεντωμένο ίσια μπρος σαν να έδειχνε το πέλαγος, ενώ η μούρη της ήταν φθαρμένη από την πολυκαιρία, την αρμύρα και τον άνεμο»…
Διαβάστε επίσης:
Αρχαία Μεσσήνη και θέατρο Σικυώνας: Έργα στους δύο σπουδαίους χώρους της Πελοποννήσου
Συλλεκτικό crypto – έργο του Μικελάντζελο πουλάει η Πινακοθήκη Ουφίτσι