Μέσα στον 20ό αιώνα ο Ισπανός σχεδιαστής Κριστόβαλ Βαλενσιάγα εμπλούτισε το βεστιάριο της υψηλής ραπτικής με επαναστατικές ιδέες και σχέδια, που αντλούσαν έμπνευση από την παράδοση της Ισπανίας.

Ο Βάσκος καλλιτέχνης ενοφθάλμισε τις δημιουργίες με ό,τι υλικό μπορούσαν να του δώσουν τα παραδοσιακά κοστούμια, οι ταυρομαχίες, το φλαμένκο, ο Καθολικισμός και κυρίως η Ιστορία της Τέχνης. Ο ίδιος είχε δηλώσει κάποτε πως «ένας καλός σχεδιαστής μόδας οφείλει να είναι ένας αρχιτέκτοντας για τα πατρόν, ένας γλύπτης για τις γραμμές, ένας ζωγράφος για τα σχέδιά του, ένας μουσικός για την αρμονία και ένας φιλόσοφος για το ταίριασμα των ρούχων».

Μία νέα έκθεση στη Μαδρίτη με τίτλο «Ο Βαλενσιάγα και η ζωγραφική» στο Εθνικό Μουσείο Τίσεν -Μπορνεμίτσα, που θα διαρκέσει έως τις 22 Σεπτεμβρίου αναδεικνύει το πώς η πλούσια καλλιτεχνική και ενδυματολογική παράδοση της Ισπανίας αποτυπώνεται στις δημιουργίες ενός από τους πιο εμπνευσμένους δημιουργούς μόδας.

Ο επιμελητής της έκθεσης, Ελόι Μαρτίνεθ ντε λα Πέρα, έχει ταιριάξει 90 ενδυματολογικές δημιουργίες του Βαλενσιάγα με μία επιλογή από πίνακες των μεγαλύτερων ζωγράφων της Ισπανίας, από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο συσχετισμός μεταξύ τους βασίζεται σε εννοιολογικά στοιχεία, αρχιτεκτονικές μορφές και όγκους και σε χρωματικές απηχήσεις.

Από τυπικά μορφολογικής απόψεως το συνταίριασμα αυτό κρίνεται απολύτως επιτυχημένο. Μπορεί ο 20ός αιώνας να χαρακτηρίζεται από τον μοντερνισμό στο σχέδιο της μόδας, όμως οι εφάμιλλες ενός γλυπτού τολμηρές δημιουργίες των βραδινών φορεμάτων του Βαλενσιάγα, μοιάζουν να είναι βγαλμένες απευθείας από το στυλ των ρούχων που επιδεικνύουν πάνω στον καμβά οι γυναίκες και οι θρησκευτικές φιγούρες ακόμη-ακόμη, που είναι ζωγραφισμένες πριν πολλούς αιώνες.

Ορισμένες φορές είναι εμφανές πως ο μόδιστρος αντλεί υλικό κατευθείαν από την Ιστορία της Τέχνης. Η δημιουργία του φορέματος «Ινφάντα» του 1939 παρουσιάζει μία μοντέρνα εκδοχή του φορέματος με το μεγάλο «φουρό» της πρωτότοκης πριγκίπισσας (Ινφάντα) Μαργαρίτας της Αυστρίας στον περίφημο πίνακα «Λας Μενίνας» του Ντιέγο Βελάσκεθ (1656).

Ο Βαλενσιάγα σχεδίασε το φόρεμα αυτό από κρεμ μετάξι και κόκκινο βελούδο το 1936 στο Παρίσι, όπου είχε καταφύγει για να γλιτώσει τον Εμφύλιο Πόλεμο. Όλες οι δημιουργίες του μόδιστρου εκείνην την εποχή είναι γεμάτες μνήμες και νοσταλγία για την πατρίδα του.

Το μαύρο χρώμα, που αποτελεί σήμα κατατεθέν του Βαλενσιάγα, έχει βαθιές ρίζες στην παράδοση της ισπανικής κουλτούρας. Στην Αυλή του Φιλίππου Β’ είχε αναδειχθεί μάλιστα ως το κατεξοχήν έμβλημα της υψηλής κοινωνικής θέσης. Το διαχρονικό τούτο χρώμα παραμένει και σήμερα «ένα από τα αρχέτυπα της Ισπανικής ταυτότητας», τονίζουν οι διοργανωτές της έκθεσης, ίσως και χάρη στη συμβολή των δημιουργιών του Βαλενσιάγα, για τον οποίο το Harper’s Bazaar έγραφε το 1938 σχετικά με το «μαύρο» του πως «είναι τόσο μαύρο, που σε κτυπά σαν γροθιά».

Ένα μαύρο φόρεμα με ψηλό λαιμό, ασορτί κουμπιά και δύο κάθετες λευκές γραμμές να διατρέχουν κομψά όλο το μήκος του, μοιάζει σαν μία εκδοχή της στολής ενός καθολικού ιερέα. Επίσης θυμίζει τον μινιμαλισμό στα συντηρητικά μαύρα φορέματα της Δυναστείας των Αψβούργων, όπως το ρούχο της Δουκίσσης της Μιράνδα, που απαθανατίζεται στον πίνακα του καλλιτέχνη του 16ου αιώνα Χουάν Παντόχα ντε λα Κρουθ.

Στο φόρεμα αυτό, η Δούκισσα κοσμεί τα μανίκια και την φούστα με κοσμήματα, αντίθετα από τη συγκεκριμένη δημιουργία του Βαλενσιάγα, ο οποίος όμως χρησιμοποίησε τούτο το διακοσμητικό στοιχείο σε άλλα ρούχα του.

Αλλά και το πνεύμα καθολικισμού της Ισπανίας γίνεται απόλυτα σαφές στα ρούχα του μόδιστρου, ιδίως στην αντιπαράθεσή τους με τα έργα του Φρανθίσκο Γκόγια. Το κόκκινο ράσο του καρδινάλιου Λουίς Μαρία ντε Μπορμπόν Βαλιαμπρίγα του 1800 μοιάζει σχεδόν πανομοιότυπο με το κόκκινο φόρεμα και το μπολερό -ζακετάκι, που δημιούργησε ο Βαλενσιάγα το 1960.

Σε έναν από τους πιο πρόσφατους πίνακες της έκθεσης, το πορτραίτο της Δουκίσσης της Άλμπα που φιλοτέχνησε ο επίσης Βάσκος και γνωστός του Βαλενσιάγα, Ιγνάθιο Θουλοάγα το 1921, παρουσιάζεται στις ενδυματολογικές επιλογές του μοντέλου μία χρωματική πανδαισία που αντλεί στοιχεία από την παράδοση (φλαμένκο) και την Ιστορία της Τέχνης (τις πολύχρωμες φούστες σε πορτραίτα του Γκ’ογια, όπως της Βασίλισσας Μαρίας Λουΐζας. Το φόρεμά της μοιάζει εκπληκτικά με δημιουργία του Βαλενσιάγα του 1952, που χρησιμοποιεί τρία διαδοχικά στρώματα ταφτά. Μολονότι μία γυναίκα είναι δύσκολο να χορέψει φλαμένκο φορώντας ένα τόσο βαρύ φόρεμα, όμως η κυματιστή κίνηση του φλαμένκο αποτελεί τον πρώτο συσχετισμό που κάνει κανείς αντικρίζοντας την αρχιτεκτονική δομή του.

Ο Βαλενσιάγα απώλεσε την πρωτοκαθεδρία του «βασιλιά της υψηλής ραπτικής» στα τέλη του ’60, όταν επικράτησε η τάση του πρετ-α-πορτέ (του έτοιμου ρούχου) που εγκαθίδρυσε ο Υβ Σαιν Λοράν. Ωστόσο, ο οίκος υψηλής ραπτικής που ίδρυσε ο Βαλενσιάγα εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα υπό τη διεύθυνση του προκλητικού δημιουργού Ντέμνα Γκβασάλια, όμως οι σημερινές δημιουργίες που προτείνει ουδεμία σχέση έχουν με τα πανάκριβα υλικά και τις λεπτεπίλεπτες λεπτομέρειες που διέκριναν τα ρούχα που «λάνσαρε» στις πασαρέλες και στην αγορά ο Ισπανός σχεδιαστής.