Στην οθόνη της τηλεόρασης μια εκπληκτική Άνα ντε ΄Αρμας κερδίζει μέσα στα πρώτα λεπτά τον θεατή, που βλέπει πλέον την ίδια την Μέριλιν Μονρόε να «αφηγείται» τη λαμπερή και μαζί δυστυχισμένη ζωή της.

Η ταινία «Blonde» του Άντριου Ντόμινικ, που προβάλλεται εδώ και μερικές μέρες στο Netflix έχει το τεράστιο προσόν της συνταρακτικής ερμηνείας της πρωταγωνίστριας αλλά πέρα από αυτό, ας μην σκεφτεί κανείς, ότι πρόκειται για μία κανονική βιογραφία.

1

Ανα ντε Άρμας ως Μέριλιν στην ταινία «Blonde»

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Όουτς του 2000, το σενάριο αντιμετωπίζει χαλαρά την πραγματικότητα, παίζει, αναδιατάσσει και επινοεί τις λεπτομέρειες της ζωής της ηθοποιού και κυρίως φαντάζεται μία Μονρόε διχασμένη ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς εαυτούς.

Ανα ντε Άρμας ως Μέριλιν στην ταινία «Blonde»

Πράγματι, όπως εξηγεί η Άνα ντε Άρμας στο τρέιλερ της ταινίας, αυτή η σκηνική της προσωπικότητα δεν είναι αληθινή. «Όταν βγαίνω από το καμαρίνι μου, είμαι η Νόρμα Τζιν. Και εξακολουθώ να είμαι αυτή στη διάρκεια του γυρίσματος. Η Μέριλιν Μονρόε υπάρχει μόνο στην οθόνη».

Ανα ντε Άρμας ως Μέριλιν στην ταινία «Blonde»

Ποια ήταν επομένως η αληθινή Μέριλιν Μονρόε;

Στην τελευταία της συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Life» στις 3 Αυγούστου 1962 – μόλις μια μέρα πριν πεθάνει από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών – η Μέριλιν Μονρόε φαινόταν απογοητευμένη αλλά και προβληματισμένη: «Όταν είσαι διάσημος, συναντάς την ανθρώπινη φύση με ακατέργαστο τρόπο», είχε πει. «Αρχίζει ο φθόνος, λόγω της διασημότητας. Οι άνθρωποι που συναντάς λένε, μα καλά, ποια νομίζει ότι είναι, αυτή η Μέριλιν Μονρόε;».

Μέριλιν Μονρόε

Το ίδιο ερώτημα, ποια ήταν η πραγματική Μονρόε έχει πυροδοτήσει άπειρες συζητήσεις μεταξύ μελετητών του κινηματογράφου, κριτικών, ιστορικών, μυθιστοριογράφων, κινηματογραφιστών αλλά και του κοινού εδώ και δεκαετίες.

Μέριλιν Μονρόε

Ήταν η «Μέριλιν», η προσωπικότητα που δημιουργήθηκε από τον νεότερο εαυτό της σταρ, την Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, πραγματικό πρόσωπο;

Ή ήταν απλώς μια κατασκευασμένη εικόνα;

Η ταινία

«Δεν νομίζω ότι υπήρχε μια «πραγματική» Μέριλιν Μονρόε», απαντά στο ερώτημα η ιστορικός κινηματογράφου Μισέλ Βόγκελ, συγγραφέας του βιβλίου «Μέριλιν Μονρόε: Οι ταινίες, η ζωή της». «Ήταν ένας χαρακτήρας και μία περσόνα, που έπρεπε να παίζεται τόσο εντός όσο και εκτός οθόνης. Στην καρδιά όλων αυτών, η Μέριλιν ήταν ακόμα η Νόρμα Τζιν… Όταν λοιπόν ερμήνευε ένα ρόλο ήταν η Νόρμα Τζιν που έπαιζε τη Μέριλιν Μονρόε, που έπαιζε τον εν λόγω ρόλο. Δεν είναι εύκολο».

 

Αν και η ταινία, διάρκειας 166 λεπτών έχει λοιπόν, το σαρωτικό εύρος μιας βιογραφικής ταινίας, που καλύπτει τη ζωή της Μέριλιν από την παιδική ηλικία έως την άνοδό της σε σταρ του κινηματογράφου ως τον θάνατό της, δεν είναι ιστορικά ακριβής. Αντίθετα, όπως και το μυθιστόρημα, το «Blonde» επιδιώκει κυρίως να είναι πιστό στο πνεύμα στην εικόνα που ενσάρκωσε η ηθοποιός.

Έτσι, παρά τις ελευθερίες που παίρνει στο « Blonde» ο Ντόμινικ βλέπει την ταινία του ως μια προσπάθεια να απεικονίσει, αυτό που θεωρεί ο ίδιος ως την «πραγματική» Μονρόε. «Προσπάθησα να προσεγγίσω τις εμπειρίες της ζωής κάποιου άλλου με αυθεντικό τρόπο», λέει στο «Vanity Fair». «Ήθελα να περιγράψω λεπτομερώς τα παιδικά της τραύματα και στη συνέχεια να δείξω την ενήλικη ζωή της μέσα από το φακό αυτών των τραυμάτων. Όταν κοιτάζετε προσεκτικά τη Μέριλιν Μονρόε βλέπετε, ότι είναι η πιο ορατή γυναίκα στον κόσμο, ταυτόχρονα όμως είναι και εντελώς αόρατη».

Η άγουρη Νόρμα Τζιν

Γεννημένη στο Λος Άντζελες την 1η Ιουνίου 1926, η Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, μελλοντική Μονρόε μεγάλωσε μακριά από τις πολυτέλειες και τη φήμη, που θα απολάμβανε μια μέρα. Η μητέρα της, Γκλάντις Περλ Μπέικερ πάλευε για να τα βγάλει πέρα και ο πατέρας της δεν υπήρχε πουθενά. Καθώς στην οικογένεια δεν υπήρχαν χρήματα το κορίτσι μεταφερόταν σε ορφανοτροφεία και αναδόχους γονείς, ώσπου, μετά την διάγνωση της Μπέικερ με παρανοϊκή σχιζοφρένεια το 1934, την ανέλαβε τη φίλη της μητέρας της Γκρέις Γκόνταρντ.

Η Νόρμα Τζιν που ήθελε να γίνει Μέριλιν

«Μπορούσες να αγοράσεις ένα τσουβάλι παλιό ψωμί… για 25 σεντς», θυμάται η Μονρόε στην ημιτελή αυτοβιογραφία της. «Η θεία Γκρέις κι εγώ στεκόμασταν στην ουρά για ώρες. … Όταν σήκωσα κάποια στιγμή το βλέμμα, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Μην ανησυχείς, Νόρμα Τζιν. Θα γίνεις ένα όμορφο κορίτσι όταν μεγαλώσεις». Οι δυσκολίες της Μέριλιν παρέμειναν όμως, καθώς ενηλικιώθηκε, καθώς δεν μπορούσε να μη θυμάται, ότι σε ένα ανάδοχο σπίτι και ενώ ήταν μόλις οκτώ ετών κακοποιήθηκε από έναν ένοικο.

Αλλά και στο σχολείο, ήταν στόχος κακών αστείων των άλλων παιδιών.

«Ήμουν ψηλή για την ηλικία μου και αδύνατη και τα μαλλιά μου ήταν κοντά, αρκετά λεπτά και τσακισμένα», είπε σε μια συνέντευξη τον Μάιο του 1952. «Τα αγόρια φώναζαν με «Νόρμα Τζιν – φασόλια!» και πίστευαν, ότι ήταν πολύ αστείο, που ήθελα να γίνω ηθοποιός. … Κάπως νόμιζαν, ότι έμοιαζα με αγόρι, γιατί ήμουν ίσια, πάνω-κάτω».

Η αίγλη της οθόνης όμως βοηθούσε εκείνη την εποχή την Νόρμα Τζιν να τα ξεπερνά όλα. Οι ειδυλλιακές ταινίες της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ έδιναν τροφή στις παιδικές της φαντασιώσεις, δίνοντάς της την ελπίδα, ότι είχε μπροστά της ένα καλύτερο και φωτεινότερο μέλλον. Λάτρευε τις ταινίες, παρακολουθώντας τις διαρκώς ενώ οι κηδεμόνες της ήταν στη δουλειά. «Στο Γυμνάσιο, ήμουν εντελώς εντυπωσιασμένη από τον κινηματογράφο», είχε πει σε μια συνέντευξή της το 1951. «Συνήθιζα να βλέπω ταινίες που μου άρεσαν τρεις ή τέσσερις φορές, όταν είχα την οικονομική δυνατότητα». Φανταζόταν ότι ο ίδιος ο «Βασιλιάς του Χόλιγουντ», Κλαρκ Γκέιμπλ ήταν ο αγνοούμενος πατέρας της και η ίδια φιλοδοξούσε να γίνει ακριβώς σαν την ξανθιά βόμβα Τζιν Χάρλοου όταν θα μεγάλωνε.

Μια φωτογραφία για το Στρατό

Σε ηλικία 16 ετών η Νόρμα Τζιν παντρεύτηκε τον 21χρονο Τζιμ Ντόουερτι, προκειμένου να αποφύγει να μπει και πάλι σε ορφανοτροφείο. Το 1944, καθώς μαινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντόουερτι κατατάχθηκε στον Εμπορικό Ναυτικό, ενώ η σύζυγός του άρχισε να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο πυρομαχικών. Μια μέρα, ένας φωτογράφος που πήγε στο εργοστάσιο εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της 18χρονης πλέον κοπέλας και όπως θυμόταν η ίδια η Μονρόε αργότερα, της είπε, ότι ήταν η προσωποποίηση της ανύψωσης του ηθικού των στρατιωτών. «Θα βγάλω μια φωτογραφία σου για τα αγόρια του Στρατού, για να κρατήσουν το ηθικό τους ψηλά», της είπε και αυτό το πορτρέτο θα σημάδευε την ανακάλυψη της Μονρόε.

Η πρώτη της δουλειά σε εργοστάσιο, το 1944

Ο γάμος της διαλύθηκε, καθώς άρχισε να ακολουθεί καριέρα στο μόντελινγκ, αποφασισμένη πλέον να δημιουργήσει όνομα. Η φυσική της λάμψη, το ακτινοβόλο χαμόγελό της και σαφώς το μεγάλο μπούστο της, την έκαναν ιδανική για pin-up. Την περίοδο αυτή προσπαθούσε συνεχώς να βελτιωθεί υποκριτικά μέσα από μαθήματα μόντελινγκ και σπουδές. Παράλληλα έβαψε τα σγουρά, καστανοκόκκινα μαλλιά της και έγινε πλατινέ ξανθιά. Και όπως έλεγε η ίδια αργότερα «Δεν θα συμβιβαζόμουν με το δεύτερο καλύτερο. Έβγαζα φωτογραφίες του εαυτού μου στο σπίτι για να μελετήσω την εμφάνισή μου και προσπαθούσα να βελτιωθώ ποζάροντας μπροστά σε έναν καθρέφτη».

Μία φωτογραφία για το Στρατό ως pin-up, το 1944

Εξίσου σημαντικό όμως ήταν, πως έμαθε να γοητεύει τους άλλους. «Έκανε όλους με τους οποίους μιλούσε να νιώθουν σαν να ήταν οι μοναδικοί στον κόσμο», όπως είχε πει η ατζέντης μοντέλων Έμελιν Σνίβελι. Επιτέλους το 1946 η 20th Century Fox έμαθε γι΄αυτό το ανερχόμενο μοντέλου και την κάλεσε για ένα δοκιμαστικό. Με αυτό, η Νόρμα Τζιν Μόρτενσον έκανε ένα βασικό βήμα προς την επανεφεύρεση της ως Μέριλιν Μονρόε, μια νέα περσόνα, που ήταν ό,τι φιλοδοξούσε να γίνει ο νεότερός της εαυτός: μια σταρ του κινηματογράφου, όμορφη, αγαπημένη και ταλαντούχα.

Ο μύθος της υπέροχης ξανθιάς αρχίζει να στήνεται

Πάθος για μάθηση

Το αρχικό συμβόλαιο όμως με την 20th Century Fox απέτυχε, όπως και μια συνεργασία με την Columbia, αλλά μέσα από όλα αυτά, συνέχισε να προσπαθεί να μεταμορφωθεί στο πρόσωπο που ήθελε να γίνει. «Ήξερα πόσο τρίτης διαλογής ήμουν», έγραψε στα απομνημονεύματά της. «Μπορούσα πραγματικά να νιώσω την έλλειψη ταλέντου μου, σαν να ήταν φτηνά ρούχα που φορούσα. Αλλά, θεέ μου, πόσο ήθελα να μάθω, να αλλάξω, να βελτιωθώ».

Η αλλαγή του ονόματός της σε Μέριλιν Μονρόε – πρώτα στην οθόνη και ύστερα, το 1956 ως νόμιμο όνομά της – ήταν μόνο ένα μέρος της μεγαλύτερης μεταμόρφωσής της.

Οι αφηγήσεις και οι μύθοι για την ζωή της Μονρόε είτε βασίζονται στην πραγματικότητα είτε στη μυθοπλασία έχουν συσκοτίσει αυτό, που αρχικά την βοήθησε να γίνει διάσημη: το ταλέντο της ως ηθοποιού. Και δεν ήταν εύκολο να γίνει κανείς ηθοποιός στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1950. Εκείνη την εποχή, η κινηματογραφική βιομηχανία κυριαρχούνταν από το «σύστημα στούντιο», μια ρύθμιση μέσω της οποίας τα στούντιο «Big Five» _δηλαδή Metro-Goldwyn-Mayer, Warner Brothers, Paramount, 20th Century Fox και RKO_ μονοπωλούσαν την παραγωγή, διανομή και την προβολή. Αυτές οι ανδροκρατούμενες εταιρείες διέλυσαν τα ανεξάρτητα στούντιο, όπου είχαν σημειώσει επιτυχίες οι γυναίκες ηθοποιοί, σκηνοθέτες και παραγωγοί.

Ωστόσο, η Μονρόε τα κατάφερε. Η φυσική της ομορφιά τη βοήθησε να περάσει την πόρτα, αλλά η σκληρή δουλειά της ήταν αυτή που εδραίωσε την άνοδό της σε σούπερ σταρ.

«Είχε το πάθος να βελτιώσει τον εαυτό της, διαβάζοντας βιβλία για ψυχολογία, φιλοσοφία, ποίηση, τέχνη, το δράμα», λέει η Βόγκελ. «Σπούδασε στο διάσημο Actors Studio της Νέας Υόρκης, με τον Λι Στράσμπεργκ, γιατί είχε την επιθυμία να γίνει μαθήτρια θεάτρου, ακόμη κι όταν ήταν ήδη διάσημη ηθοποιός του Χόλιγουντ. Ήταν πρωτοπόρος και από πολλές απόψεις φεμινίστρια, πριν ο όρος γίνει πραγματικά γνωστός ή κατανοητός».

Η «χαζή ξανθιά»

Δεν είναι περίεργο λοιπόν που έγινε γρήγορα η πιο εμπορεύσιμη σταρ της 20th Century Fox. Αφού εμφανίστηκε ως τραγική μοιραία γυναίκα στον «Νιαγάρα» (1953), πρωταγωνίστησε σε μια σειρά ταινιών που καθιέρωσαν ως την «χαζή ξανθιά». Όπως τα κλασικά φιλμς «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» (1953), τα «Εφτά χρόνια φαγούρα» (1955) και «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959).

Στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν καυτό»
Στην ταινία «Επτά χρόνια φαγούρα»

Η γοητεία της άλλωστε, σε συνδυασμό με το άψογο κωμικό τάιμινγκ που την διέκρινε, τη διαφοροποιούσε από σύγχρονές της όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Ντόρις Ντέι και η Όντρεϊ Χέμπουρν, των οποίων τα πρόσωπα αντιπροσώπευαν διαφορετικά είδη θηλυκότητας.

Η Μονρόε είχε μια δραματική δύναμη εντελώς δική της. Στο «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» (1953), την ταινία που την απογείωσε, απέδειξε, ότι είναι ένα ταλέντο τριπλής δυνατότητας, θαμπώνοντας το κοινό της με το τραγούδι και το χορό, αλλά και κάνοντάς το να γελά. Και στα «Διαμάντια είναι ο καλύτερος φίλος ενός κοριτσιού» κλέβει απόλυτα την παράσταση.

Παρ΄ότι εξάλλου την τυποποιούσαν στις κωμωδίες, ταινίες όπως ο «Πρίγκιπας και η χορεύτρια» (1957) και «Οι απροσάρμοστοι (1961), ένα γουέστερν, όπου ήταν συμπρωταγωνίστρια του Κλαρκ Γκέιμπλ, μαρτυρούν το φάσμα της. Η «χαζή ξανθιά» μόνο χαζή δεν ήταν άλλωστε. «Μπορώ να είμαι έξυπνη όταν είναι κάτι σημαντικό, αλλά στους περισσότερους άντρες δεν αρέσει», λέει ο ίδια ως Λορελάι στην ταινία «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές».

Η αποτυχημένη προσωπική ζωή

Η επαγγελματική επιτυχία της σταρ είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή υπό το φως των προσωπικών της προβλημάτων και αγώνων. Η Μονρόε ήταν εμφανώς δύσκολο να συνεργαστεί, καθώς αργούσε συνεχώς στα γυρίσματα και συχνά έφευγε από αυτά. Αλλά δεν το έκανε, επειδή ήταν ντίβα. «Στην πραγματικότητα είχε σοβαρό σκηνικό τρόμο», λέει η Βόγκελ. «Ήταν νευρική στα γυρίσματα σκηνών κι αυτό συχνά ξεσπούσε σε εξάνθημα ή ήταν σωματικά άρρωστη ακόμη και στη σκέψη της παράστασης». Έκανε βέβαια και κατάχρηση βαρβιτουρικών και αμφεταμινών, που της συνταγογραφούσαν ανελέητα οι γιατροί για να αντιμετωπίσει το άγχος της.

Έτσι όσο η καριέρα της εκτινασσόταν στα ύψη τόσο η προσωπική της ζωή αποτύγχανε. Ξεκίνησε με δύο διαδοχικούς συζύγους, που απέτυχαν να την καταλάβουν ως γυναίκα. Ο ήρωας του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο αμφισβήτησε τη σεξουαλικότητα της δημόσιας εικόνας της συζύγου του ενώ ο θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ την απέρριψε εξ αιτίας της λατρείας της για τη διασημότητα.

Με τον Τζο Ντι Μάτζιο
Με τον Άρθουρ Μίλερ

«Η Μέριλιν Μονρόε ήθελε απεγνωσμένα να την αγαπήσουν», είχε πει σε συνέντευξή της η ιστορικός κινηματογράφου Καρίνα Λόνγκγουορθ. «Αλλά ποτέ δεν είχε το θάρρος να καταλάβει, ότι μπορούσε να επιλέξει ποιον θα αγαπήσει». Ένα παλιό ημερολόγιο αποκαλύπτει το βάθος της θλίψης της Μονρόε: «Πάντα φοβόμουν πολύ να γίνω πραγματικά η γυναίκα κάποιου, αφού από τη ζωή ξέρω, ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον άλλον, ποτέ, πραγματικά».

Εξώφυλλο στο περιοδικό «Time» το 1954

Το γεγονός επίσης, ότι η ηθοποιός ήταν φαινομενικά ανίκανη να φέρει ένα παιδί στον κόσμο επιδείνωσε αυτούς τους φόβους. Κατά την άποψή της, η αδυναμία της να κάνει παιδιά «έβλαψε τη θηλυκότητά της, την ιδιότητά της ως εκπροσώπου όλων των γυναικών», γράφει η ιστορικός Λόις Μπάνερ στο «Μέριλιν: Το πάθος και το παράδοξο».

Τα σκάνδαλα υπέρ της

Αλλά αυτή ήταν η ιδιωτική ζωή της. Δημόσια μπορούσε να μετατρέψει το σκάνδαλο σε επιτυχία και να εξατομικεύσει τη δημοσιότητά της. «Το σύστημα στούντιο του Χόλιγουντ συχνά δημιουργούσε πλασματικές παρασκηνιακές ιστορίες και σκάνδαλα συγκάλυψης για τα αστέρια τους, αλλά η Μέριλιν ήταν διαφορετική», λέει η Βόγκελ. «Ήταν ανοιχτή και ειλικρινής σχετικά με τη δυσλειτουργική παιδική της ηλικία, επομένως υπήρχε ένα πολύ πραγματικό, ελαττωματικό, ανθρώπινο στοιχείο πάνω της, που έκανε το κοινό να συνδέεται μαζί της και να την ερωτεύεται».

Το 1953, όταν το περιοδικό «Playboy» δημοσίευσε γυμνές φωτογραφίες της, που χρονολογούνταν από το 1949, χωρίς τη συγκατάθεσή της, εκείνη κράτησε ανέπαφη την καριέρα της μετατρέποντας το γεγονός σε δωρεάν διαφήμιση. Κι όταν σε μια συνέντευξή της στην «Chicago Tribune» ρωτήθηκε, γιατί πόζαρε γυμνή για τα ημερολόγια, εκείνη απάντησε: «Πεινούσα».

Στο αποκορύφωμα της φήμης της εξάλλου η Μονρόε αντιστάθηκε επίσης στο σύστημα των στούντιο, το οποίο επέτρεπε σε άντρες στελέχη να ασκούν άνευ προηγουμένου έλεγχο στις καριέρες των αστέρων τους. Αναγκασμένη να δεχθεί ρόλους, που θεωρούσε ότι ήταν κατώτεροί της, η ηθοποιός αποφάσισε να σπάσει το περιοριστικό συμβόλαιό της με την Fox το 1954 και να ξεκινήσει τη δική της εταιρεία παραγωγής – την Marilyn Monroe Productions – στην Ανατολική Ακτή. Και παρ΄όλο που η Fox προσπάθησε να την χτυπήσει, εκείνη βγήκε τελικά νικήτρια, κάνοντας νέο συμβόλαιο, που της παρείχε υψηλότερο μισθό και δημιουργικό έλεγχο στους μελλοντικούς της ρόλους.

Στο πάρτι για τα γενέθλια του Κένεντι με την Μαρία Κάλλας

Το ενδιαφέρον για τη Μέριλιν

Παρά την άνοδο της Μέριλιν όμως, στην κινηματογραφική βιομηχανία, τα τελευταία χρόνια της ζωής της σημαδεύτηκαν από επαγγελματικές δυσκολίες.

Η τελευταία της ταινία «Οι απροσάρμοστοι» που είχε γραφτεί από τον Μίλερ ως αλληγορία της φθίνουσας σχέσης τους ήταν για εκείνην μια ιδιαίτερα δυσάρεστη εμπειρία και αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία. Κατά τη διάρκεια εξάλλου, των γυρισμάτων του «Something’s Got to Give», το 1962 η Fox την απέλυσε παρ΄ότι βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Στη συνέχεια βέβαια, την προσέλαβε και πάλι, έτσι στην εποχή του θανάτου της βρισκόταν στο κατώφλι της αναζωπύρωσης της καριέρας της.

Στην τελευταία της συνέντευξη όμως αποκαλύπτει την απογοήτευσή της από την όλη υπόθεση: «Την είχα ρωτήσει, αν είχαν συσπειρωθεί πολλοί φίλοι γύρω της, όταν την απέλυσε η Fox», έγραψε ο συντάκτης του «Life» Ρίτσαρντ Μέριμαν. «Επικράτησε σιωπή, καθισμένη πολύ ίσια, πληγωμένη και με μάτια ανοιχτά, είχε απαντήσει με ένα μικροσκοπικό «Όχι».

Σε ηλικία 36 ετών, η Μονρόε βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Μπρέντγουντ.

Ήταν ο θάνατός της αυτοκτονία; ΄Ενα ατύχημα; Μία συγκάλυψη που επινοήθηκε από τους Κένεντι; Ένας φόνος στα χέρια των γιατρών της; Εξήντα χρόνια αργότερα, η ακριβής φύση του θανάτου της παραμένει αντικείμενο έντονων συζητήσεων.

Στο πάρτι για τα γενέθλια του Τζον Κένεντι το 1962

Για πολλούς όμως ο θάνατος της Μέριλιν είναι το δώρο, που η ίδια εξακολουθεί να δίνει στο κοινό της. Και το γεγονός, ότι πέθανε νέα σημαίνει, ότι δεν γέρασε ποτέ!.

Σύμφωνα με τον βιογράφο της Μπάνερ στην περίπτωση της Μέριλιν, οι άνθρωποι πιστεύουν αυτό, που θέλουν να πιστεύουν. «Ζει στο εθνικό φαντασιακό, είναι η ξανθιά, που έχει στοιχειώσει την αμερικανική φαντασία.

Πρέπει να νοιαζόμαστε για τη Μονρόε, γιατί νοιαζόταν για εμάς, το κοινό της. Οι ταινίες της ζωντανεύουν τον μύθο της αλλά μας θυμίζουν και το πρόσωπο που ήταν. Ναι, η ζωή της ήταν μια τραγωδία, αλλά ήταν επίσης ένας θρίαμβος — η αμερικανική ιστορία σε μικρογραφία».

Μιλώντας με τον Μέριμαν το καλοκαίρι του 1962, η Μονρόε είχε ένα μόνο ένα αίτημα. «Σε παρακαλώ μη με βγάλεις αστεία», είπε. «Ολοκλήρωσε τη συνέντευξη με αυτό που πιστεύω. Ότι δεν με πειράζει να κάνω αστεία, αλλά δεν θέλω να μοιάζω σαν αστείο. Θέλω να γίνω καλλιτέχνης, ηθοποιός με ακεραιότητα».

Τα λόγια της όμως δεν δημοσιεύθηκαν.

Πρωινό με την Μέριλιν