Είναι απλώς μια ακουαρέλα με την ονομασία «Στοίβες από σιτάρι», που ο Βαν Γκογκ είχε ζωγραφίσει σε μια αυλή της Προβηγκίας το 1888 και τώρα εκτιμάται, ότι μπορεί να φθάσει σε δημοπρασία των Christie’s ως και τα 30 εκατομμύρια δολάρια.
Ποσό τεράστιο, ειδικά για έργο σε χαρτί, όπως είναι οι ακουαρέλες, όμως πέρα από την υπογραφή του μεγάλου ζωγράφου που το συνοδεύει, υπάρχει και μια περιπετειώδης ιστορία πίσω του, με διαδοχικούς κατόχους που το διεκδικούσαν ως και σήμερα, διωγμούς από τους Ναζί αλλά και λεηλασία.
Επιπλέον αυτός ο πίνακας παρουσιάσθηκε για τελευταία φορά δημόσια το 1905!
Άλλο κίνητρο αυτό, ώστε να ανεβαίνει η τιμή του.
Ως τώρα πάντως, ας σημειωθεί, η υψηλότερη τιμή για μια ακουαρέλα του Βαν Γκογκ ήταν τα 8,8 εκατομμύρια λίρες που πληρώθηκαν στον Sotheby’s το 1997, έργο που ζωγραφίστηκε επίσης, τον Ιούνιο του 1888.
Τελευταίος κάτοχος του πίνακα ήταν ο αμερικανός επιχειρηματίας, Έντουιν Κόξ (Edwin L. Cox), που όταν πέθανε τον περασμένο χρόνο, οι κληρονόμοι του αποφάσισαν να εκποιήσουν την εξαιρετική συλλογή του με έργα ιμπρεσιονιστών, συλλογή που έχει θεωρηθεί ως μία από τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες για την περίοδο αυτή στην Αμερική.
Παράλληλα όμως ως διεκδικητές του συγκεκριμένου έργου του Βαν Γκογκ εμφανίστηκαν και οι απόγονοι εβραϊκών οικογενειών που κατείχαν τον Βαν Γκογκ στη περίοδο του Ναζισμού 1933-45:
Η οικογένεια Μεϊρόφσκι και η οικογένεια Ντε Ροτσίλντ.
Με ποιον απ΄ όλους θα έκαναν τις συνεννοήσεις οι Christie’s, καθώς θα ήταν αδύνατο να πουληθεί το έργο, εάν υπήρχαν διεκδικήσεις από την ναζιστική εποχή;
Οι διεκδικητές και η διαπραγμάτευση
Ο κληρονόμος του Μεϊρόφσκι, ενεργώντας μέσω των δικηγόρων του από το Βερολίνο, ισχυρίστηκε ότι ο Βαν Γκογκ είχε υποβληθεί σε «αναγκαστική πώληση» το 1938. Οι κληρονόμοι των Ντε Ροτσίλντ από την άλλη, υποστήριξαν, ότι η ακουαρέλα είχε λεηλατηθεί από τους ναζί κατακτητές τρία χρόνια αργότερα.
Όσο για τους κληρονόμους του Κοξ κι αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι ο πίνακας είχε αποκτηθεί νόμιμα…
Τελικά όμως και εν όψει ζεστού χρήματος, στο οποίο κανείς δεν αντιστέκεται, υπήρξε συμφωνία.
Συγκεκριμένα η καταχώριση του καταλόγου των Christie’s αναφέρει: «Το παρόν έργο προσφέρεται προς πώληση βάσει συμφωνίας διακανονισμού μεταξύ του σημερινού ιδιοκτήτη, του κληρονόμου του Μαξ Μεϊρόφσκι των κληρονόμων της Αλεξαντρίν ντε Ροτσίλντ. Η συμφωνία διακανονισμού επιλύει τη διαφορά σχετικά με την ιδιοκτησία του έργου και ο τίτλος θα περάσει στον πλειοδότη».
Οι όροι της συμφωνίας παραμένουν φυσικά εμπιστευτικοί, θεωρείται πιθανό όμως, ότι τα έσοδα από την πώληση θα χωριστούν σε συμφωνημένη αναλογία ή/και με σταθερά ποσά.
Ο Βαν Γκογκ στην Προβηγκία
Η οικογένεια Κοξ πουλά όμως επίσης, δύο ακόμη Βαν Γκογκ και όπως υπολογίζεται και τα τρία έργα μαζί θα αποφέρουν περισσότερα από 70 εκατομμύρια δολάρια. Όλα χρονολογούνται μεταξύ 1888-90, στην πιο περιζήτητη περίοδο του καλλιτέχνη στη Γαλλία.
Ειδικά οι «Στοίβες από σιτάρι» ζωγραφίστηκαν στις αρχές Ιουνίου του 1888, όταν ο Βαν Γκογκ εργαζόταν στην Αρλ και βρισκόταν στο απόγειο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Το έργο μάλιστα αντιπροσωπεύει μια μελέτη, που οδήγησε, λίγες ημέρες αργότερα σε μια ελαιογραφία του ίδιου θέματος, η οποία βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Kröller-Müller.
«Είμαι σε καλύτερη υγεία εδώ παρά στο βορρά», είχε γράψει ο ίδιος στον φίλο του, Εμίλ Μπερνάρ στα μέσα Ιουνίου 1888, «δουλεύω ακόμη και στα χωράφια με σιτάρι το μεσημέρι με όλη τη ζέστη του ήλιου, χωρίς καμία σκιά. Το απολαμβάνω σαν τα τζιτζίκια…». Και λίγο αργότερα στις αρχές Ιουλίου κάνοντας τον απολογισμό του έργου του έγραφε στον αδελφό του Τεό: «Όσον αφορά τα τοπία, αρχίζω να διαπιστώνω ότι μερικά, που γίνονται πιο γρήγορα από ποτέ, είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει»…
Η περιπέτεια του έργου
Η ακουαρέλα με τα στάχια είχε σταλεί ήδη στον Τεό, σε λίγα χρόνια όμως δεν θα υπήρχε κανείς από τους δύο, καθώς ο Βαν Γκογκ αυτοκτόνησε, όπως είναι γνωστό το 1890. Το 1905 η χήρα του Τεό δάνεισε την ακουαρέλα για την μεγάλη αναδρομική έκθεση του Βαν Γκογκ, που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ και δύο χρόνια αργότερα πούλησε το έργο στον παριζιάνο καλλιτέχνη και συλλέκτη Γουστάβ Φαγιέ.
Μετά τη Γαλλία το έργο βρέθηκε το 1913 στη Γερμανία, στο Βερολίνο συγκεκριμένα, αγορασμένο από τον Μαξ Μεϊρόφσκι (1866-1949), βιομήχανο, που κατασκεύαζε μονωτικά υλικά για την αναδυόμενη βιομηχανία ηλεκτρικών και κινητήρων αλλά ήταν και μεγάλος συλλέκτης.
Η συλλογή του με έργα ιμπρεσιονισμού και μετα-ιμπρεσιονισμού περιελάμβανε Ρενουάρ, Μονέ, Γκωγκέν, Πισαρό αλλά και Βαν Γκογκ, συμπεριλαμβανομένου του πορτρέτου του Καμίλ Ρουλέν, που είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος το 1888 (τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Τέχνης του Σάο Πάολο).
Με την άνοδο του Ναζισμού ο Μεϊρόφσκι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και τότε, προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα χρήματα αναγκάστηκε να δημοπρατήσει κάποια από τα έργα της συλλογής του σε «εβραϊκή δημοπρασία» στις 18 Νοεμβρίου 1938 στον οίκο δημοπρασιών του Βερολίνου H. W. Lange.
Ο ίδιος κατέφυγε στο Άμστερνταμ, όπου και εμπιστεύθηκε την ακουαρέλα του Βαν Γκογκ σε ένα γερμανοεβραίο έμπορο τέχνης, τον Πάουλ Γκράουπε, που τότε εργαζόταν στο Παρίσι. Εκεί το έργο αγοράστηκε αμέσως από την Αλεξαντρίν ντε Ροτσίλντ (1884-1965), μέλος της πλούσιας εβραϊκής οικογένειας τραπεζιτών και μεγάλης θαυμάστριας του Βαν Γκόγκ.
Είχε μάλιστα στην κατοχή της και το περίφημο «Σπίτι με τα ηλιοτρόπια», που τώρα βρίσκεται σε άλλη ιδιωτική συλλογή.
Λίγο μετά, με το ξέσπασμα του πολέμου η Ντε Ροτσίλντ κατέφυγε στην Ελβετία, αλλά ο πίνακας έμεινε στο Παρίσι.
Τον Ιούνιο του 1940 τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην γαλλική πρωτεύουσα και το 1941 όλα τα έργα τέχνης, μαζί και οι «Στοίβες από σιτάρι» κατασχέθηκαν και αποθηκεύτηκαν στο Jeu de Paume, όπου συγκεντρώθηκε όλη η λεηλατημένη τέχνη ενώ στη συνέχεια στάλθηκαν στην Αυστρία. Μετά τον πόλεμο η Ντε Ροτσίλντ προσπάθησε να ανακτήσει το έργο αλλά δεν το κατόρθωσε.
Πατέρας και γιος Κοξ
Στη συνέχεια η διαδρομή της ακουαρέλας είναι ασαφής, ως το 1978 όμως, όταν το έργο εμφανίστηκε στο υποκατάστημα της γκαλερί Wildenstein στη Νέα Υόρκη, ιδιοκτησίας μιας εβραϊκής οικογένειας με έδρα το Παρίσι. Το επόμενο έτος ο Βαν Γκογκ είχε πουληθεί στον Έντουιν Κοξ.
Ο Κοξ κρέμασε την ακουαρέλα στο σαλόνι του αρχοντικού του, αξίας 40 εκατομμυρίων δολαρίων στο Ντάλας κι όπως φάνηκε εκ των υστέρων, η απόκτησή της παρέμεινε μυστική για τους πολλούς, καθώς την απολάμβανε μόνον η οικογένεια και οι στενοί φίλοι του.
Γεννημένος στο Αρκάνσας με σπουδές στο Χάρβαρντ ο Έντουιν Κοξ μόνον τυχαία περίπτωση δεν ήταν, αφού έδρεψε δάφνες δραστηριοποιούμενος σε επιχειρήσεις πετρελαίου και αερίου, μην παραλείποντας όμως και τη φιλανθρωπία.
Υποστηρικτής εξάλλου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ήταν σημαντικός δωρητής στις εκστρατείες των δύο Προέδρων Μπους, όπως επίσης της Προεδρικής Βιβλιοθήκης και Μουσείου Μπους στην Πανεπιστημιούπολη του Τέξας.
Ο γιος του πάντως, Έντουιν Λ. Κοξ Τζ. προφανώς δεν του έμοιασε στην προκοπή, αφού βρέθηκε στη φυλακή καταδικασμένος για έξι μήνες συν ένα πρόστιμο 250.000 δολαρίων, λόγω παραποίησης εγγύησης σε δάνεια 78 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η φιλία που είχε ωστόσο ο πατέρας του με την οικογένεια Μπους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποφυλάκισή του, αφού λίγο πριν αποχωρήσει από την προεδρία των ΗΠΑ ο Τζωρτζ Μπους τον Ιανουάριο του 1993, του απέδωσε χάρη…
Ο συλλέκτης
Οι περιγραφές θέλουν ωστόσο τον πατέρα Κοξ και παθιασμένο συλλέκτη, ειδικά του ιμπρεσιονισμού, με έργα που είχε αρχίσει να συλλέγει πριν από πενήντα χρόνια, κρατώντας τα πάντως μακριά από ξένα βλέμματα.
Έτσι μερικά από αυτά ήταν «εξαφανισμένα», αφού δημοσίως είχαν να εμφανιστούν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι περίεργο λοιπόν, που η δημοπρασία της συλλογής Κοξ θεωρείται τώρα ως ορόσημο στην αγορά τέχνης, μια ευκαιρία ζωής για οποιονδήποτε συλλέκτη ή και μουσείο.
Μαζί με τις «Στοίβες από σιτάρι» εξάλλου, στην δημοπρασία των Christie’s θα εμφανιστούν άλλοι δύο Βαν Γκογκ.
Είναι οι «Ξύλινες καλύβες ανάμεσα στις ελιές και τα κυπαρίσσια», ένα έργο που αποδίδει την πεμπτουσία του τοπίου της Προβηγκίας, ζωγραφισμένο τον Οκτώβριο του 1889, λίγο έξω από το άσυλο όπου ζούσε τότε ο καλλιτέχνης. Και παρ΄ όλο που δεν έχει ανακοινωθεί καμία εκτίμηση, ο οίκος θεωρεί, ότι το έργο θα φθάσει τα 40 εκατομμύρια δολάρια!
Ο τρίτος Βαν Γκογκ είναι ο «Νεαρός άνδρας με αραβόσιτο» ζωγραφισμένος τον Ιούνιο του 1890, έναν μήνα πριν από το θάνατο του καλλιτέχνη. Οι Christie’s περιγράφουν το άγνωστο μοντέλο ως «νεαρό των χωραφιών», αν και στις αρχές του 20ού αιώνα είχε θεωρηθεί ότι είναι κορίτσι.
Το σίγουρο είναι, ότι πρόκειται για ένα περίεργο πορτραίτο ενός νεαρού με άστατα μαλλιά, κοκκινωπό πρόσωπο και αραβόσιτο στο στόμα του. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα, ότι όταν εκτέθηκε στην πρωτοποριακή έκθεση «Ο Μανέ και οι Μετά-Ιμπερσιονιστές στο Λονδίνο το 1910, οι κριτικοί περιέγραψαν τον πίνακα ως «μια μελέτη για την προχωρημένη τρέλα» (Tatler, 23 Νοεμβρίου 1910) και «την οπτικοποιημένη μανία ενός ενήλικα μανιακού». (Morning Post, 7 Νοεμβρίου 1910).
Ως ασυνήθιστος πάντως, που είναι ο πίνακας δεν εκτιμάται για πάνω από 5 – 7 εκατομμύρια δολάρια και εν τέλει και οι τρεις μαζί Βαν Γκογκ φθάνουν άνετα τα 70 εκατομμύρια.
Συνολικά 25 έργα της συλλογής Κοξ δημοπρατούνται, συμπεριλαμβανομένων αριστουργημάτων του Σεζάν, που το έργο του «Το Εστάκ με κόκκινες στέγες» αναμένεται να φθάσει στα 35 ως 55 εκατομμύρια, καθώς και ο «Νέος άνδρας στο παράθυρό του» του Γκουστάβ Κάγιεμποτ, που ωστόσο δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη.
Επίσης, μια ειδική πώληση αμερικανικών επίπλων και διακοσμητικών τεχνών θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά τον Δεκέμβριο.
Ένα μέρος των εσόδων από την πώληση θα χρησιμοποιηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Εξάλλου, μία παγκόσμια περιοδεία με τις καλύτερα κομμάτια της συλλογής θα περιλαμβάνει στάσεις στην Ταϊπέι, το Τόκιο, το Χονγκ Κονγκ και το Λονδίνο, πριν από την προεπισκόπηση της δημοπρασίας στις γκαλερί Christie’s Rockefeller Center στη Νέα Υόρκη.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- «Μπλόκο» Στουρνάρα στο σχέδιο των τραπεζών για το νέο IRIS
- Άμεση ανάλυση: Τι συμβαίνει με τις μετοχές των ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Eurobank, τον χρυσό και το πετρέλαιο
- O Σαμαράς, οι μετοχές, το ΜΜ και ο Ηλιάδης, ο «Τρελαντώνης» και οι 6, η BSB στο ΧΑ, ο Κούστας και η ηθοποιός της βιντεοκασέτας, η απαίτηση του pirouetter, τι λέει η EDISON για τα media και η συγκίνηση του Χατζηδάκη
- Έξι ναυτιλιακές εταιρείες έχουν ρευστότητα 2, 5 δισ. δολάρια και πέντε εξασφαλισμένα έσοδα 14,65 δισ. δολάρια!