ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ένα εμβληματικό κτίριο, που αποτελεί τμήμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το γνωστό κτίριο Γκίνη, πρόκειται να αποκατασταθεί και να επαναλειτουργήσει, στο πλαίσιο της συνολικής ανάδειξης του συγκροτήματος της Πατησίων, συμβάλλοντας παράλληλα στην αναβάθμιση όλης της περιοχής.
Το πρώτο βήμα για το σκοπό αυτό έγινε με την κατάθεση στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων της σχετικής προμελέτης, η οποία υποβλήθηκε από τον δρα Ευάγγελο Σαπουντζάκη, πολιτικό μηχανικό, Αντιπρύτανη Οικονομικών, Προγραμματισμού και Ανάπτυξης του ΕΜΠ.
Πρόκειται για μία μελέτη στην οποία περιλαμβάνονται το ζήτημα της επανάχρησης του κτιρίου, η διερεύνηση προτύπων για περιβαλλοντική, δομική και αρχιτεκτονική αποκατάσταση ιστορικού μνημείου του 20ου αιώνα, επίσης η διερεύνηση των όρων ανάπλασης του περιβάλλοντος χώρου του και των όρων λειτουργίας του συγκροτήματος.
Σύμφωνα με αυτήν προβλέπονται τέσσερεις λειτουργικές ενότητες, έτσι το κτίριο θα μπορεί να λειτουργήσουν το Συνεδριακό κέντρο «Τεχνών και Επιστηµών», ένα ανοικτό Μουσείο Τεχνολογίας, το και επίσης γραφειακοί και ερευνητικοί χώροι, όπως και κοινόχρηστοι χώροι αναψυχής και συνάθροισης. Ένα σύνολο, που φιλοδοξεί να αποτελέσει την καρδιά της ακαδηµαϊκής συναναστροφής, κάτι που σήμερα απουσιάζει παντελώς από το συγκρότηµα του ΕΜΠ της Πατησίων.
Η πρόταση
Στόχος αλλεπάλληλων καταλήψεων από αντιεξουσιαστές και άλλα στοιχεία, μη έχοντα πάντα σχέση με σπουδαστές, βανδαλισμένο εντός και εκτός, το κτίριο Γκίνη, που έχει πάρει την ονομασία του από το όνομα του καθηγητή και διευθυντή της Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Άγγελο Γκίνη, ο οποίος είχε συμβάλλει στην διαμόρφωση του σύγχρονου Πολυτεχνείου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο έχει φθάσει ως τις μέρες μας σε κατάσταση, που χαρακτηρίζεται ως ντροπιαστική. Σύμφωνα με την πρόταση όμως, που διατυπώνεται από το ίδιο το ΕΜΠ αυτό μπορεί να αναστραφεί.
Η περιβαλλοντική και ενεργειακή απόδοση του κτιρίου, η δοµική και αρχιτεκτονική του αποκατάσταση µε στόχο την επανάχρησή του και η ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος, στο πλαίσιο της γενικότερης ανάδειξης του διατηρητέου του κτιριακού συγκροτήµατος του ΕΜΠ αποτελούν τους κύριους στόχους αυτής της πρότασης.
Πυρήνας της είναι η αρχιτεκτονική κληρονοµιά του ιστορικού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που ήταν έργο του Λύσανδρου Καυταντζόγλου (κτίριο Αβέρωφ, Πρυτανεία, Σχολή Καλών Τεχνών), με έµφαση όμως στο κτίριο Γκίνη.
Η ιστορικότητα του κτιρίου άλλωστε, δεν είναι το αποτέλεσµα µιας τυπικής κριτικής διαδικασίας, αλλά ορίζεται από τη σχέση που έχει αναπτύξει στο πέρασµα του χρόνου µε το περιβάλλον του. Ο ιστορικός χαρακτήρας δηλαδή του κτίσµατος είναι μια συνισταμένη της αλληλεπίδρασης τόσο των χρηστών του, όσο όμως και της ευρύτερης κοινωνίας, όπως και του περιβάλλοντός του, καθώς λειτουργεί ως φορέας πολιτιστικών αξιών.
Η αρχιτεκτονική
Το κτίριο Γκίνη, στο οποίο αποτυπώνονται τα οράματα και οι αντιθέσεις του νέου Ελληνισμού στη μακρά διάρκεια των 100 χρόνων από το 1920 μέχρι σήμερα, είναι μια συμπύκνωση της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής με τις αντιφάσεις και τη νεωτερικότητα που τη χαρακτηρίζουν.
Ένα κτίριο εντελώς μοντέρνο, λειτουργικά και οικοδομικά, αλλά συντηρητικό στη μορφή και την αισθητική, κατασκευασμένο προσθετικά και μεταλλαγμένο προσαρμοστικά ώστε να αποκτά δομή, που να ανταποκρίνεται σε διαρκώς νέες συνθήκες είναι σαν τα μυθικά όντα του ιδανικού παρελθόντος, που είναι υβριδικά.
Για αυτό είναι ξεχωριστό και μοναδικό, δικαίως χαρακτηρισμένο μνημείο και έργο τέχνης, καθώς εκφράζει ένα κόσμο που εκτινάσσεται προς τα εμπρός χωρίς να αποδεσμεύεται από το παρελθόν του.
Με την μνημειακή του όψη επί της οδού Στουρνάρη στέγασε για πολλές δεκαετίες τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών.
Η παλιά πτέρυγα οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1920 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη, μετέπειτα καθηγητή και κοσμήτορα της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, που ανέλαβε επίσης της επέκτασή του με προσθήκες και νέα πτέρυγα στις δεκαετίες του 1950 και ΄60. Είναι διατηρητέο ιστορικό μνημείο, όπως και τα άλλα κτίρια του συγκροτήματος, «για κοινωνικούς, αρχιτεκτονικούς, τεχνικούς, ιστορικούς και επιστημονικούς λόγους.
Σήμερα διαθέτει πέντε αμφιθέατρα των 250 θέσεων, τέσσερα από τα οποία είναι επάλληλα στη νέα πτέρυγα, πολλές μεγάλες αίθουσες με ευελιξία χρήσεων και ευρείς κοινόχρηστους χώρους γύρω από το μνημειακό κλιμακοστάσιο.
Παρά την ιστορική μορφολογία του εξάλλου, είναι μια στιβαρή κατασκευή από φέρουσα λιθοδομή και οπλισμένο σκυρόδεμα. Μετά τη μεταφορά πολλών Σχολών του ΕΜΠ στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου, το κτίριο παρήκμασε και εφθάρη. Σήμερα είναι κλειστό και δεν μπορεί να επαναλειτουργήσει χωρίς ολοκληρωμένη αποκατάσταση.
Η ανέγερση
Το κτίριο είναι αυτό από το οποίο άρχισε, το 1919, η μεγάλη επέκταση του εκσυγχρονισμένου Πολυτεχνείου, πίσω από τα νεοκλασικά κτίρια Καυταντζόγλου, μια επέκταση που ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1960. Το συγκεκριμένο υλοποιήθηκε σε τέσσερεις φάσεις με προσθήκες και μετατροπές, που έγιναν όλες από τον ίδιο αρχιτέκτονα, εκτός από την τελευταία του 1965 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Περικλή Γεωργακόπουλο.
Το κύριο σώμα του κτιρίου επί της οδού Στουρνάρη σχεδιάστηκε από τον Κιτσίκη με τη δηλωμένη πρόθεσή του να συνομιλήσει με την κλασική μορφολογία των κτιρίων Καυταντζόγλου αλλά να είναι να είναι δομικά μοντέρνο.
Πρόκειται για μια σύμμεικτη κατασκευή από λιθοδομή και οπλισμένο σκυρόδεμα, με ενδιαφέροντα σχεδιασμό για την εποχή του. Λόγω των συνθηκών του Μεσοπολέμου όμως κατασκευάστηκαν μόνο δύο όροφοι, με μνημειακό δωρική είσοδο από την οδό Στουρνάρη, μεγάλο αμφιθέατρο στο ισόγειο και μνημειακό κλιμακοστάσιο.
Μετά τον πόλεμο ακολούθησε προσθήκη τρίτου ορόφου, το 1948, στο ορθογώνιο πρίσμα του κτιρίου που βρίσκεται επί της οδού Στουρνάρη, και το 1964-65 νέα προσθήκη ορόφου σε ένα μόνο μέρος του κτιρίου, με μεταλλική στέγη επικαλύψεως. Σήμερα ακόμα το σύνολο του κτιρίου επί της οδού Στουρνάρη στεγάζεται με ελαφριά μεταλλική στέγη από πτυχωτή λαμαρίνα.
Τέλος, στην δεκαετία του 1960 καθαιρέθηκε το χαμηλό, κάθετο σκέλος του και οικοδομήθηκε νέα σύγχρονη πτέρυγα από οπλισμένο σκυρόδεμα με επάλληλα αμφιθέατρα και με μορφολογία πολύ πιο μοντέρνα, αποδεικνύοντας ότι ο αρχιτέκτονας ήθελε η μορφή του κτιρίου, που εξελισσόταν δομικά και χρηστικά, να εξελίσσεται και μορφολογικά.
Η ιστορία του Πολυτεχνείου
Η ιστορία του Πολυτεχνείου, από το αρχικό διάταγμα του 1836/37 «Περί εκπαιδεύσεως εις την Αρχιτεκτονικήν» ως τη μεγάλη αναδιοργάνωση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου του 1914/1917 είναι σηματοδοτημένη από τα ιστορικά κτίρια του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, που τοποθετούνται χρονικά στη δεκαετία του 1860.
Πρόκειται για αριστουργήματα της εποχής τους που δημιουργούν και σήμερα ακόμη, ιδίως το κτίριο Αβέρωφ, την εμβληματική εικόνα του Ιδρύματος. Η πρωτοβουλία της πλήρους αναδιοργάνωσης της τεχνικής εκπαίδευσης ανελήφθη στην περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του Βενιζέλου, με επισπεύδοντα τον διευθυντή (πρύτανη) Άγγελο Γκίνη, και αποτέλεσε αφετηρία του Πολυτεχνείου που γνωρίζουμε στις μέρες μας, δηλαδή του ανώτατου τεχνολογικού ιδρύματος με αυτόνομες Σχολές.
Η αναδιοργάνωση που θεσπίστηκε με τον Νόμο 388 στις 17 Νοεμβρίου 1914 και ενεργοποιήθηκε, λόγω των συνθηκών του διχασμού και του πολέμου, με το Νόμο 980 στις 24 Οκτωβρίου 1917, προέβλεπε πέντε Σχολές: Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων και Ηλεκτρολόγων, Αρχιτεκτόνων, Χημικών Μηχανικών και Τοπογράφων Μηχανικών. Για τη στέγαση των αναγκών τους ήταν απαραίτητη η επέκταση του Πολυτεχνείου πίσω από τα κτίρια του Καυταντζόγλου.
Οι πρώτοι φοιτητές
Ο σχεδιασμός προέβλεπε 1000 με 1150 σπουδαστές: 300 Πολιτικούς Μηχανικούς, 250 Μηχανολόγους, 200-250 Χημικούς Μηχανικούς, 150-200 Αρχιτέκτονες και 100-150 Τοπογράφους. Με κινητήριο δύναμη τον Γκίνη και αρωγό την Πολιτεία, που ανέλαβε τα έξοδα, την εποχή που διευθυντής των Δημοσίων Έργων ήταν ο μετέπειτα πρύτανης Νικόλαος Κιτσίκης σχεδιάστηκε άμεσα η επέκταση σε σχήμα διπλού Τ από τον αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη.
Ο Κιτσίκης (1893-1969) είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Βερολίνο, είχε συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης υπό τον Ernest Hebrard και ανέλαβε τα νέα κτίρια του Πολυτεχνείου το 1919. Το 1939 εξελέγη καθηγητής στην έδρα Κτιριολογίας και Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων και το 1956 κοσμήτορας της Σχολής Αρχιτεκτόνων.
Κατά τον Κιτσίκη, «καλώς εχόντων των πραγμάτων, το κτίριον δύναται να περατωθή μετά ένα και ήμισυ έτος από σήμερον, ενδεχόμενον δε το ισόγειον να δύναται να χρησιμοποιηθεί άμα τη ενάρξει του νέου σχολικού έτους, ήτοι κατά τον μήνα Οκτώβριο», όπως σημείωνε ο ίδιος. Τα χρόνια ήταν όμως δύσκολα, για πολιτικούς κυρίως λόγους, έτσι ο Γκίνης εξέπεσε του αξιώματος την περίοδο 1920-22 ως βενιζελικός -επανήλθε αργότερα- ενώ βεβαίως ακολούθησε η Μικρασιατική καταστροφή. Τα έργα σταμάτησαν για καιρό και ο πρώτος όροφος ολοκληρώθηκε το 1932.
Το 1939, όταν ο Κιτσίκης δημοσίευσε «Τα νέα κτίρια του Πολυτεχνείου» στα Τεχνικά Χρονικά είχαν ολοκληρωθεί και λειτουργούσαν οι δύο όροφοι. Σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο όμως , το υλοποιημένο τελικά κτίριο δείχνει λιτό και συγκρατημένα κλασικό, παρά το κλασικό πρόπυλο και εντυπωσιακό προοπτικό του εσωτερικού Hall στο ισόγειο της οδού Στουρνάρη.
Διαβάστε επίσης:
Μοντιλιάνι και Βαν Γκογκ: Οι κρυμμένοι πίνακες αποκαλύπτονται
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Βουλγαρία; Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε θεση για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ
- Κύπρος: Εντάχθηκε στην λίστα των ΗΠΑ για συμμετοχή σε προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης
- Βούλιαζει η Wall Street μετά τις ανανεωμένες προβλέψεις της FED
- Marc Benioff (CEO Salesforce): «Όχι» στην πώληση του Τime στον όμιλο Ant1