Το κτίριο των διαμεταφορέων και του τελωνείου αποτελεί μία από τις βασικές χρήσεις που υποστηρίζουν την λειτουργία του νέου διεθνή αερολιμένα Αθηνών “Ελευθέριος Βενιζέλος” στα Σπάτα. Οι ενότητες που εξυπηρετεί, συνολικής επιφάνειας 7.500 τ.μ., αναπτύσσονται σε πέντε ορόφους εκ των οποίων οι τέσσερις υπέργειοι και ο ένας υπόγειος. Αναλυτικά περιλαμβάνει τις εξής χρήσεις : στο ισόγειο επίπεδο τους γραφειακούς χώρους του τελωνείου, ταχυδρομείο, τράπεζα, εστιατόριο και café στον πρώτο όροφο εξυπηρετούνται οι λοιπές υπηρεσίες του τελωνείου, γραφεία του Σ.Δ.Ο.Ε. και εργαστήρια / γραφεία του γενικού χημείου του κράτους στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο αναπτύσσονται οι γραφειακοί χώροι των εταιρειών των διαμεταφορέων, ενώ ο υπόγειος όροφος, που δυτικά καταλήγει ισόγειος, περιλαμβάνει τους αποθηκευτικούς χώρους των διαμεταφορέων, την αποβάθρα τροφοδοσίας, τον σταθμό αυτοκινήτων και βοηθητικές χρήσεις.

Χωροταξικά συναντάει κανείς το κτίριο πριν από την πρώτη είσοδο του αερολιμένα, στην περιοχή που αναπτύσσονται οι εγκαταστάσεις που αφορούν στις υπηρεσίες διοίκησης και υποστή¬ριξης. Η ανάπτυξη του κτιρίου έχει προσαρμοστεί στις γενικές αρχές σχεδιασμού που προδιαγράφει ο ΑΙΑ, ως προς την εξωτερική εικόνα των κτιρίων του αεροδρομίου, ενώ ακολούθησε την κατακόρυφη και οριζόντια λειτουργική οργάνωση που προγραμματικά είχε ορίσει ο κύριος του έργου. Οι παράμετροι αυτοί και οι περιορισμοί στην κάλυψη και στο ύψος σε συνδυασμό με το συνολικό εμβαδόν του κτιριολογικού προγράμματος οδήγησαν τον σχεδιασμό σε ένα συμπαγές πρίσμα του οποίου ο μεγάλος άξονας είναι παράλληλος προς την Αττική Οδό. Η σύνθεση ξετυλίγεται γύρω από το αίθριο που στεγάζεται στο επίπεδο του ισογείου από μία εκτεταμένη γυάλινη οροφή. Το “σκάψιμο” αυτό στην εσωτερική περιοχή της κτιριακής μάζας επιτρέπει την διείσδυση του φυσικού φωτός στις σκοτεινές ζώνες των χώρων, ενώ σχηματίζει, στη στάθμη της εισόδου, έναν κεντρικό φωτεινό χώρο που λειτουργεί ως foyer, τόπος συνάντησης και υποδοχή της κατακόρυφης κυκλοφορίας.

Η ειδική μελέτη που εκπονήθηκε εξασφαλίζει την προστασία του αιθρίου από την υπερθέρμανση και την θάμβωση, επιτρέποντας παράλληλα τον άπλετο φυσικό φωτισμό του. Η διευθέτηση, εν γένει, του φυσικού φωτισμού ηλιασμού διασφαλίζεται μέσω των εκτεταμένων ανοιγμάτων των όψεων, του εσωτερικού κενού που διαμορφώνεται στον όγκο, των ενδεδειγμένων υλικών και χρωματισμών των εσωτερικών χώρων και των σκιαδίων ηλιοπροστασίας που διατάσσονται στην επιδερμίδα του κτιρίου. Η χρωματική μελέτη, αντίστοιχα, όρισε ζώνες “έντασης” που σημαίνουν επιλεγμένες οριζόντιες ή κατακόρυφες επιφάνειες των εισόδων, των κοινόχρηστων περιοχών και των πυρήνων κυκλοφορίας. Στα πλαίσια αυτά επιτυγχάνεται τόσο η είσοδος του φυσικού φωτός βαθιά στο εσωτερικό του κτιρίου και η προστασία του κατά τις χρονικές περιόδους της δυσμενής θέσης του ήλιου, όσο το κατάλληλο περιβάλλον εργασίας αλλά και η δημιουργία “ειδικών γεγονότων”.

Η λειτουργική οργάνωση προβλέπει τρεις διακεκριμένες ζώνες : την πρώτη των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων (ταχυδρομείο, τράπεζα, εστιατόριο), την δεύτερη του αιθρίου που συνδυάζεται με τις κατακόρυφες κινήσεις και την τρίτη των γραφειακών χώρων και των εργαστηρίων. Με τον τρόπο αυτό, αφενός αρθρώνεται η κυκλοφορία, ενώ αφετέρου εξασφαλίζεται η επιλεκτική λειτουργία των επιμέρους χρήσεων κατά τις διαφορετικές ώρες του 24ώρου. Η διαμερισμάτωση των εσωτερικών χώρων πραγματοποιείται από ελαφρά πετάσματα σε κάνναβο bandrasters που επιτρέπουν την ευέλικτη προσαρμογή των κατόψεων σε μελλοντικές απαιτήσεις. Στα δάπεδα των χώρων έχουν διαστρωθεί φύλλα linoleum που εκτείνονται μονολιθικά σε όλα τα επίπεδα του κτιρίου, ενώ οι ψευδοροφές είναι ορυκτών ινών. Επενδύσεις και ειδικές κατασκευές έχουν προβλεφθεί στις περιοχές των εισόδων, στο κοινόχρηστο αίθριο και στους πυρήνες της κατακόρυφης κυκλοφορίας.

Οι όψεις του κτιρίου μορφώνονται βάσει ενός ορθογωνικού καννάβου μεταλλικών πανέλων στον οποίο εντάσσονται οι συνεχείς οριζόντιες ζώνες των εξωτερικών κουφωμάτων και τα σκιάδια που προστατεύουν το εσωτερικό από την πρόσπτωση του ήλιου. Την είσοδο σημαίνει ένα επίμηκες μεταλλικό στέγαστρο αναρτημένο από μία αντίστοιχη κατακόρυφη κατασκευή που εξέχει από το επίπεδο της ανατολικής όψης. Ο σχεδιασμός περιγράφει έναν παραλληλεπίπεδο όγκο που εξαντλεί τα όρια του ιστού οργάνωσης του αεροδρομίου στο συγκεκριμένο σημείο, με ένα κέλυφος που πλάθεται από τις χρήσεις του κτιρίου. Η όλη φιλοσοφία στην επιλογή των υλικών και της μορφολογίας απορρέει από μία ιδέα μορφής που βασίζεται στην ανάγνωση της εσωτερικής λειτουργίας και του χειρισμού του φυσικού φωτισμού και της ηλιοπροστασίας. Το μέταλλο ως επιφάνεια, ως επίπεδο δικτύωμα ή ως γραμμικό στοιχείο δομεί την ψυχρή επιδερμίδα σε αυστηρές ορθοκανονικές γεωμετρίες αφήνοντας κυρίαρχα τα κενά που υποδέχονται το φυσικό φως.

Στοιχεία έργου:
Αρχιτεκτονική μελέτη: Ποτηρόπουλος Δ+Λ Αρχιτέκτονες
Αρχιτέκτονες έργου: Δημήτρης Ρ. Ποτηρόπουλος, Λιάνα Ποτηροπούλου
Στατική μελέτη: γραφεία μελετών και συμβούλων “METE Α.Ε.”
Ηλεκτρομηχανολογική μελέτη: “ΕΛΤΕΜΕ Ε.Π.Ε.”
Κυκλοφοριακή μελέτη: “ΔΡΟΜΟΣ Α.Ε.Μ.”
Ακουστική μελέτη: Θ.Τιμαγένης, μηχανολόγος μηχανι­κός
Ενεργειακή μελέτη: Μ. Σανταμούρης, καθηγητής Πανεπ/μίου Αθηνών
Μελέτη: 2000
Κατασκευή: 2001 – 2002
Φωτογράφος: Μπ. Λουϊζίδης

Πηγή: ktirio.gr