Ενα εκδοτικό επίτευγμα, που χρονολογείται  πριν από μισό αιώνα είναι το ιστορικό «Λεύκωμα του Ελληνικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, 1821», που πήραν μαζί τους, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, οι επίσημοι προσκεκλημένοι για τον εορτασμό των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης.

Πρόκειται για το δώρο του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ένα σπάνιο, δίτομο έργο των εκδόσεων «Μέλισσα», που περιλαμβάνει 1000 φωτογραφίες έργων ζωγραφικής, με τις σημαντικές στιγμές της μεγάλης εξέγερσης των Ελλήνων, τις ηρωικές μορφές των πρωταγωνιστών της αλλά και σπουδαίους χάρτες.

Ένα πραγματικό ντοκουμέντο, που ξεφυλλίζοντάς το μπορεί να παρακολουθήσει κανείς όλη την εξέλιξη του Αγώνα, που γέννησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος.

Το άλμπουμ, που είχε εκδοθεί το 1969 σε δύο γλώσσες  (ελληνικά – αγγλικά), τιμήθηκε με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το 1971 ενώ δικαίως είχε χαρακτηρισθεί ως μέγα γεγονός, καθώς ήταν το μεγαλύτερο, έγχρωμο βιβλίο (διαστάσεων 43×23 εκατοστά), που τυπώθηκε στην Ελλάδα. Το εξώφυλλο του πρώτου τόμου περιλαμβάνει μία αναπαραγωγή του έργου του Θεόδωρου Βρυζάκη «Η μάχη στα στενά των Δερβενακίων» ενώ στον δεύτερο εικονίζεται «Η  έξοδος του Άρεως» (1894) του Κωνσταντίνου Βολανάκη.

Το σετ δύο τόμων αποτελείται συνολικά από 700 έγχρωμες σελίδες, μεγάλου σχήματος και περιλαμβάνει συγκεκριμένα 400 ζωγραφικούς πίνακες, 600 σπάνια χαρακτικά, παλιούς χάρτες και ένα χρονοδιάγραμμα των επαναστατικών γεγονότων.

Η Άννη Ραγιά των εκδόσεων «Μέλισσα»

Εξαντλημένη ήδη από την δεκαετία του ΄70 ωστόσο είναι η ελληνική έκδοση, από την οποία υπάρχει μόνον ένα βιβλίο στο αρχείο της «Μέλισσας», όπως μας πληροφορεί η εκδότης Άννη Ραγιά.

«Όταν μας ζητήθηκε το βιβλίο, στα αγγλικά βεβαίως, χρειάστηκε να ψάξουμε στις αποθήκες για να δούμε αν υπάρχουν όντως τα 50 βιβλία που χρειάστηκαν. Τελικώς βρέθηκαν 70 βιβλία, από τα οποία όμως, και ύστερα από σχολαστικό έλεγχο για να εξακριβωθεί αν είναι άρτια, προέκυψαν τελικώς 54», διευκρινίζει. Προσθέτοντας, πως τέτοια βιβλία δεν βγαίνουν πλέον, αφού πραγματικά η έκδοσή του από τον Γιώργο Ραγιά, τον πατέρα της και δημιουργό της «Μέλισσας» ήταν ένας άθλος.

 Για την ειδική περίσταση πάντως, τα βιβλία, δεμένα με δέρμα, με ριζόχαρτο στα ενδιάμεσα και με το πιστοποιητικό της γνησιότητάς τους τοποθετήθηκαν σε κασετίνα για να προσφερθούν. Όσο για το βάρος της; 12 κιλά!

Tο δίτομο «Λεύκωμα του Ελληνικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, 1821», στα αγγλικά

                                           Η Μέλισσα της τέχνης

  Το Λεύκωμα της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν το πρώτο από τα βιβλία που εξέδωσε ο Γιώργος Ραγιάς, κάνοντας μια στροφή του εκδοτικού οίκου προς την τέχνη, μέσα στην δικτατορία, όταν οι πιέσεις είχαν γίνει ασφυκτικές. (Άλλωστε ένας από τους πρώτους εκδοτικούς οίκους, που είχε σφραγίσει το δικτατορικό καθεστώς για ένα διάστημα ήταν η «Μέλισσα»). Στη συνέχεια το 1971 κυκλοφόρησαν οι «Μεγάλοι Ζωγράφοι», επίσης εμβληματικό, εικονογραφημένο έργο και το 1973 οι «Έλληνες ζωγράφοι» ενώ σήμερα οι εκδόσεις τέχνης, αρχαιολογίας, αρχιτεκτονικής, του πολιτισμού γενικότερα και της ιστορίας αποτελούν προτεραιότητα του εκδοτικού οίκου.

«Εις το Λεύκωμα αυτό επιχειρούμεν να κάμωμεν μία σύνθεσιν, να παρουσιάσωμεν την Ελληνικήν Επανάστασιν μέσω του εικονογραφικού υλικού που έχει δημιουργήσει η τέχνη, αντλούσα τα θέματά της από αυτήν, συνοδεύοντες, όσον ήταν ανάγκη, με κείμενον τας απεικονίσεις» όπως αναφέρεται στον πρόλογο του λευκώματος. Διευκρινίζοντας στη συνέχεια ότι «Το εικονογραφικόν υλικόν το αναφερόμενον εις την Ελληνικήν Επανάστασιν, απεικονίζον σκηνάς του αγώνος, τόπους όπου διεδραματίσθησαν τα γεγονότα, πρόσωπα που έλαβαν μέρος εις αυτά και τα μέσα του πολέμου _όπλα και πλοία_ έχει ποικίλην προέλευσιν».

Το εσωτερικό της κασετίνας με το πιστοποιητικό γνησιότητας

Το εικονογραφικό υλικό βασίζεται έτσι, στους περιηγητές, όπως  ο Σουαζέλ Γκουφιέ,  Πουκεβίλ, ο Ληκ, ο Ντυπρέ, ο Στάκελμπεργκ  και άλλοι και σε φιλέλληνες που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση ως μαχητές στο πλευρό των Ελλήνων αλλά παράλληλα σχεδίασαν πρόσωπα και γεγονότα, όπως  ο Κρατσάιζεν, ο  Βουτιέ και άλλοι. Επίσης στους μεγάλους ζωγράφους της εποχής τον Ευγένιο Ντελακρουά, ο Κάρολο Λαγκλουά, τον Φραγκίσκο ντε Λανσάκ, οι οποίοι όπως αναφέρεται στην έκδοση «λαμβάνοντες θέματα από τα κατορθώματα ή τας συμφοράς του ελληνικού έθνους συνέθεταν έργα και τα παρουσίαζαν εις τας εκθέσεις των μεγαλουπόλεων _ των Παρισίων ιδίως _ ενώ νέαι ειδήσεις κατέφθαναν από το θέατρον του αδυσώπητου αγώνος. Εδημιουργήθησαν κατ΄αυτόν τον τρόπον μερικοί πίνακες σύγχρονοι σχεδόν προς τα γεγονότα με αξιώσεις μεγάλης τέχνης. Ο διάχυτος φιλελληνισμός συνετέλει επί πλέον εις την σύνθεσιν πλήθους λαϊκών λιθογραφιών, ιδίως εις Γερμανίαν και Γαλλίαν».

Η κασετίνα με το λεύκωμα

                                        Οι εικονογράφοι του Αγώνα                        

 Αργότερα επί της εποχής του ΄Οθωνος σειρά πινάκων δημιουργήσει ο ο Πέτερ φον Ες. Παράλληλα όμως «οι επιζήσαντες και αναδειχθέντες εκ των αγωνιστών, καθώς και αι οικογένειαι των μη επιζώντων, όσαι δεν είχον περιέλθει  εις εσχάτην ένδειαν, επεδίωξαν να απαθανατίσουν τον εαυτόν τους ή τους ιδικούς των παραγγέλλοντες προσωπογραφίας εις επαγγελματίας ζωγράφους  _ είχαν έλθει εν τω μεταξύ από την Επτάνησον κατά το πλείστον», πληροφορούμαστε επίσης.  Όπως και για το γεγονός,  ότι οι προσωπογραφίες γίνονταν εκ του φυσικού, όπου ήταν δυνταόν με τους αγωνιστές του ΄21 να φορούν την επίσημη στολή τους, με ταινίες και παράσημα, τα οποία τους είχαν απονεμηθεί. Όσο για τους μη επιζώντες οι καλλιτέχνες βασίζονταν στα ιχνογραφήματα του Κρατσάιζεν ή και άλλων.

Αλλά και λαϊκοί ζωγράφοι, εικονογράφοι εκκλησιών , αυτοδίδακτοι όλοι περιλαμβάνονται στο έργο με συνθέσεις που απεικονίζουν αγωνιστές ή σκηνές του Αγώνα, στηριζόμενοι  σε προσωπική εμπειρία ή αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων. Ανάμεσά τους ο Παναγιώτης Ζωγράφος που εργάσθηκε υπό τις οδηγίες του Μακρυγιάννη, ο Αλέξανδρος Ησαΐας  και ο ζωγράφος και χαράκτης Αθανάσιος Ιατρίδης. Συν τω χρόνω φθάνουν στην Ελλάδα και οι γερμανοσπουδαγμένοι νέοι έλληνες ζωγράφοι με πρώτον το Θεόδωρο Βρυζάκη, που από τα παιδικά του χρονιά είχε ζυμωθεί με τον πνεύμα της επανάστασης _τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι το 1821_ και ακολουθούν οι Νικηφόρος Λύτρας,  Νικόλαος Γύζης,  Χαράλαμπος  Παχής, Γεώργιος Ροϊλός, Δημ. Μπισκίνης,  Ανδρέας Γεωργιάδης κ.ά. Και επίσης οι θαλασσογράφοι Κωνσταντίνος Βολανάκης και Ιωάννης Αλταμούρας.

Και όπως καταλήγει ο εκδότης:

«Όλοι αυτοί οι ξένοι και Έλληνες ζωγράφοι και χαράκται, οι επίσημοι και ανεπίσημοι, εκτός του τρόπου και του βαθμού  γνωριμίας προς τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρουσιάζουν έχουν και ένα τρόπον με τον οποίον βλέπουν μια άποψιν που τους επιβάλλει η καλλιτεχνική τάσις εις την οποία ανήκουν ή η γενικωτέρα νοοτροπία τους. Οι ρομαντικοί αναζητούν  την Ανατολήν εις την Ελλάδα, οι νεοκλασικοί τον αρχαίον ελληνικόν τύπον κάτω από το σχήμα της εξωτερικής βαρβαρότητας κλπ. Η ποικιλία προελεύσεως αυτού του υλικού εις την πολυμορφίαν που το χαρακτηρίζει  και την εκ διαφόρων απόψεων αντιμετώπισιν  των ανθρώπων και των γεγονότων της Ελληνικής Επαναστάσεως  αποτελεί σημαντικόν βοήθημα δια την ορθήν θεώρησιν του μεγάλου τούτου ιστορικού γεγονότος».

Το πιστοποιητικό γνησιότητας του λευκώματος