Για αυτόν μετρούσαν μόνο τα λεφτά. Με σημερινές αποτιμήσεις η περιουσία του θα άγγιζε τα 10 δισ. δολάρια. Εκτός από το γεγονός ότι δεν πλήρωσε τα λύτρα στους απαγωγείς όταν είχαν απαγάγει τον εγγονό του αξίζουν να σημειωθούν και τα εξής:
- Είχε χτίσει ένα δυσνόητο πλέγμα εταιριών που η μια δάνειζε την άλλη με αποτέλεσμα να πληρώνει σχεδόν μηδενικούς φόρους στο βρετανικό Δημόσιο.
- Το φέρετρο του μεταφέρθηκε στον τάφο του μέσα σε αγροτική καρότσα για να μην πληρώσει υψηλά έξοδα κηδείας.
Ο άνθρωπος που συνήθιζε να λέει ότι «αν μπορείς να μετρήσεις τα λεφτά σου, τότε δεν έχεις ένα δισεκατομμύριο δολάρια» ήταν ένας αμερικανός μεγιστάνας που κρατούνταν διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μέχρι το 1957 τουλάχιστον, όταν το έγκριτο περιοδικό «Fortune» τον έβαλε από το παράθυρο στο κάδρο της προβολής ισχυριζόμενο ότι ήταν πιθανότατα ο πλουσιότερος άνθρωπος της οικουμένης! Το ποσό της περιουσίας του ήταν 1,2 δισ. δολάρια.
Το περιοδικό ρώτησε τον κροίσο πόσο θα έπιανε αν ρευστοποιούσε τις μετοχές του στις 200 και πλέον εταιρίες που έλεγχε και πουλούσε τα πάντα, κτήματα, πίνακες, έργα τέχνης και λοιπά: «Θα έβγαζα αρκετά δισεκατομμύρια», απάντησε ο Ζαν Πολ Γκετί (ή κατά το αμερικανότερο Τζον Πολ), σπεύδοντας να σημειώσει πως «θυμηθείτε βέβαια, ένα δισεκατομμύριο δολάρια δεν αξίζει σήμερα όσο άλλοτε».
Το ακριβές ποσό της περιουσίας του δεν ήταν εύκολο να υπολογιστεί, αν και το 1974 οι συνεργάτες του επιδόθηκαν σε μια οδύσσεια για την αποτίμηση του πλούτου του και τον τοποθέτησαν κάπου μεταξύ 2-4 δισ. δολαρίων!
Ο ίδιος έσπευσε τότε να αποκαλύψει τη μαγική φόρμουλα της επιτυχίας του: «Ξύπνα νωρίς, δούλεψε σκληρά, βρες πετρέλαιο».
Έναν χρόνο πριν, το 1973, ο αμερικανός πετρελαιάς θα γινόταν ευρύτερα γνωστός στον πλανήτη από μια άλλη ιστορία που δεν είχε να κάνει με την επιχειρηματική ελίτ και την οικονομική αυτοκρατορία του. Ο Γκετί ενημερώθηκε από τον αποκληρωμένο γιο του Τζον Πολ Γκετί Β’ ότι ο εγγονός του Τζον Πολ Γκετί Γ’ είχε απαχθεί από τη διαβόητη καλαβρέζικη μαφία Ντραγκέτα και δεν μπορούσε να πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση του εφήβου: 17 εκατ. δολάρια δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρεθούν.
Ο παππούς δεν ήθελε να πληρώσει για να μην υποθηκεύσει το μέλλον των άλλων 14 εγγονιών του, αν και όλοι ήξεραν ότι ο διαβόητος τσιφούτης δεν θα έδινε ποτέ 17 ολόκληρα εκατομμύρια από το υστέρημά του(!), κι έτσι οι μαφιόζοι, αφού περίμεναν υπομονετικά 5 μήνες, έκοψαν τελικά το αυτί του άτυχου κληρονόμου και το απέστειλαν στον μποέμ πατέρα του, ο οποίος είχε ήδη χάσει τη δεύτερη σύζυγό του από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο παππούς έριξε το ποσό στα 2,2 εκατ. δολάρια (ή 3,4 εκατ., κατ’ άλλες πηγές) και πλήρωσε τελικά τα λύτρα, ζητώντας ωστόσο από τον γιο του να του ξεπληρώσει το ποσό με επιτόκιο της τάξης του 4%!
Η ιστορία των Γκετί είναι το πλέον τρανταχτό παράδειγμα ότι το χρήμα με ουρά μπορεί να αγοράσει τα πάντα, όχι όμως και την ευτυχία. Ο Γκετί ανέλαβε την πετρελαϊκή που είχε ιδρύσει ο πατέρας του το 1903 στην Οκλαχόμα και την έφτασε σε απίστευτα ύψη, μέσω επιθετικών στρατηγικών και κερδοσκοπίας κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, φτιάχνοντας έναν πετρελαϊκό κολοσσό που θα γινόταν ακόμα δυνατότερος μετά τη συμφωνία με τον σαουδάραβα βασιλιά. Ο δισεκατομμυριούχος Γκετί είχε μόλις γεννηθεί…
Πρώτα χρόνια
Ο Ζαν Πολ Γκετί γεννιέται στις 15 Δεκεμβρίου 1892 στη Μινεάπολις της Μινεσότα ως γιος του Τζορτζ Φράνκλιν Γκετί, ενός δικηγόρου με μεγάλες φιλοδοξίες. Την ώρα που ο γιος φοιτούσε σε καλό ιδιωτικό σχολείο της πόλης, ο δαιμόνιος πατέρας εισέβαλε το 1903 στον πετρελαϊκό κλάδο αγοράζοντας μια πετρελαιοπηγή στην Οκλαχόμα, για τις ανάγκες της οποίας μετέφερε τη φαμίλια του εκεί.
Το 1905 ο πατέρας πουλά τη χρυσοφόρα πηγή στην Οκλαχόμα και αγοράζει νέο κοίτασμα στο Λος Άντζελες, μετακομίζοντας για άλλη μια φορά οικογενειακά στην Καλιφόρνια. Εκεί θα τελειώσει ο Ζαν Πολ το Γυμνάσιο το 1909, όταν και θα αποφασίσει να σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια. Εντωμεταξύ, ο Τζορτζ είχε ήδη βγάλει το πρώτο του δισεκατομμύριο δολάρια, όντας ένας από τους πρώτους αμερικανούς δισεκατομμυριούχους, κι έτσι στέλνει τον γιο του να ολοκληρώσει τις σπουδές στη βρετανική Οξφόρδη, απ’ όπου θα πάρει τελικά το πτυχίο του το 1913 στα οικονομικά και τις πολιτικές επιστήμες…
Πετρελαϊκή αυτοκρατορία
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Ζαν Πολ μπαίνει στην πατρική αυτοκρατορία και στέλνεται στην Οκλαχόμα σε διπλή αποστολή: από τη μία, πουλά και αγοράζει μετοχές σε πετρελαϊκές και από την άλλη, βυθίζει το ερευνητικό γεωτρύπανο στο χώμα ψάχνοντας διαρκώς νέα κοιτάσματα στο εν πολλοίς ανεξερεύνητο υπέδαφος της πολιτείας. Μέχρι το 1916, ο νεαρός Γκετί, που μέχρι τότε λειτουργούσε ανεξάρτητα από τον πατρικό κολοσσό, είχε ήδη βγάλει το πρώτο δικό του εκατομμύριο από μια μικρή πετρελαιοπηγή που είχε στήσει και αποδείχθηκε χρυσοφόρα.
Και τότε κάνει την κίνηση ματ: έχοντας βγάλει ήδη αρκετά για την ηλικία του, αποσύρεται από τις επιχειρήσεις και επιστρέφει στο Λος Άντζελες για να ζήσει τη μεγάλη ζωή! Τώρα είναι θρυλικός πλεϊμπόι και περνά τη μέρα του διασκεδάζοντας και κατασπαταλώντας τα δικά του λεφτά. Τρία χρόνια αργότερα, το 1919, τα έχει φάει όλα και ξαναφορά το κοστούμι της δουλειάς, επιστρέφοντας στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Με τον πατέρα στο πλευρό του, οι Γκετί συνεχίζουν να βγάζουν εκατομμύρια καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, τόσο νοικιάζοντας ξένες πετρελαιοπηγές όσο και από τη διαχείριση των δικών τους. Όσο ο νεαρός γυναικάς αποδείκνυε την αξία του στον επιχειρηματικό κόσμο, τόσο περισσότερες αρμοδιότητες έπαιρνε από τον πατέρα του, αλλά και μερίδιο φυσικά στην αυτοκρατορία: μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο Ζαν Πολ κατείχε ήδη το 1/3 του κολοσσού. Κι έτσι όταν ο Τζορτζ πέθανε το 1930, ο Ζαν Πολ έγινε πρόεδρος της Getty Oil Company και έλαβε προσωπική κληρονομιά 500.000 δολαρίων, ένα σχετικά ταπεινό ποσό σε σχέση με τα 10 εκατ. δολάρια που κόστιζε το κτήμα και μόνο του εκλιπόντος πατέρα.
Ο Ζαν Πολ είχε ωστόσο μεγάλα σχέδια και σύντομα θα εξασφάλιζε ότι τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο στην εξάπλωσή του. Τώρα ήθελε να κάνει την πετρελαϊκή του αυτάρκη και την παραγωγή κάθετη, με δραστηριότητες από την εξόρυξη του πετρελαίου και τη διύλισή του μέχρι τη μεταφορά και τη λιανική του πώληση. Αφού απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο της πατρικής φίρμας, ο Γκετί άρχισε να εξαγοράζει επιθετικά άλλες πετρελαϊκές, τις οποίες συνένωσε κάποια στιγμή στον όμιλό του.
Ο ίδιος έβγαλε πολλά στα χρόνια του χρηματιστηριακού κραχ, αν και η μεγάλη κίνηση που θα τον ενθρόνιζε στη θέση του πλουσιότερου ανθρώπου της εποχής θα ερχόταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ρισκάρισε σε μια τρελή επένδυση και πήρε την παρτίδα. Ήταν το 1949 όταν εξασφάλισε από τον σαουδάραβα μονάρχη την παραχώρηση για 60 χρόνια μιας στενής λωρίδας γης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κουβέιτ, έναντι 9,5 εκατ. δολαρίων, και έριξε περισσότερα από 30 εκατ. δολάρια στην εξερεύνηση του υπεδάφους της. Το τζογάρισμα θα αποδεικνυόταν χρυσωρυχείο το 1953, όταν χτύπησε τελικά φλέβα πετρελαίου και έβγαζε τώρα 16 εκατ. βαρέλια μαύρου χρυσού τον χρόνο! Ο κροίσος των κροίσων είχε μόλις γεννηθεί.
Τα υπόλοιπα είναι μια επιχειρηματική ιστορία που λίγη σημασία έχει, καθώς ο Γκετί διατήρησε τη θέση του προέδρου στον κολοσσό του για το υπόλοιπο της ζωής του χτίζοντας μια προσωπική αυτοκρατορία κοντά στα 4 δισ. δολάρια…
Προσωπική ζωή
Παρά το γεγονός ότι επιχειρηματικά ήταν πάντα ετοιμοπόλεμος και ήξερε τι θα έκανε και πώς θα το έκανε, η προσωπική του ζωή δεν ακολούθησε τα ίδια μονοπάτια. Μέχρι να φύγει από τον κόσμο το 1976, είχε ήδη πέντε γάμους και πρακτικά αμέτρητες ερωμένες, αφήνοντας πίσω του τρεις γιους (και άλλους δύο που πέθαναν), αν και δεν ήταν ποτέ δεμένος με τα παιδιά του.
Εξίσου παροιμιώδης ήταν και η φιλαργυρία του, που έκανε ακόμα και τον Σκρουτζ ΜακΝτακ να μοιάζει ο μεγαλύτερος φιλάνθρωπος του κόσμου, όπως ήθελε το διαβόητο ανέκδοτο του καιρού του. Ενδεικτικό εδώ είναι το γεγονός ότι τον μεγάλο του γιο τον αποκλήρωσε γιατί ήταν όπως εκείνος στα νιάτα του, μποέμ και γυναικάς, ενώ με κανένα παιδί του ή εγγόνι δεν διατήρησε ποτέ στενές σχέσεις, πιστεύοντας ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να κατασπαταλήσουν την περιουσία του. Όταν έφυγε μάλιστα από τον κόσμο, άφησε τη συντριπτική πλειονότητα της περιουσίας του στο Μουσείο Γκετί, το οποίο στεγάζει πια την τεράστια συλλογή του από έργα ευρωπαϊκής τέχνης και έχει στην κατοχή του την περίφημη Βίλα του, που ήταν αυθεντική αναπαράσταση μιας αρχαίας ρωμαϊκής έπαυλης του 1ου αιώνα μ.Χ. που είχε βυθιστεί στις στάχτες του Βεζούβιου.
Οι γιοι πάντως του Ζαν Πολ, Γκόρντον και Τζον Πολ Β’, αλλά και οι αδερφές του χτύπησαν τη δική τους φλέβα χρυσού, καθώς η μητέρα του Γκετί είχε δημιουργήσει ένα καταπίστευμα το 1934 με σοβαρό έρεισμα στην Getty Oil, το οποίο όταν κατάφεραν να σπάσουν οι κληρονόμοι το 1985 η αξία του (κατείχε το 40% της πετρελαϊκής) είχε εκτοξευτεί στα 4 δισ. δολάρια! Ο Γκόρντον κατάφερε να αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο του καταπιστεύματος και σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση που έφερε πικρία αλλά και πολύκροτες δικαστικές διαμάχες στο εσωτερικό της δυναστείας, ενορχήστρωσε την πώληση της Getty Oil στην Texaco έναντι 10,1 δισ. δολαρίων.
Για χρόνια, οι περιπέτειες του οίκου απασχολούσαν τον σκανδαλοθηρικό Τύπο, ο οποίος έμοιαζε μαγεμένος από τις εκκεντρικότητες των κληρονόμων. Οι οποίες έμοιαζαν να ακολουθούν κατά πόδας τις υπερβολές και την εξεζητημένη ζωή του ίδιου του πατριάρχη της δυναστείας Ζαν Πολ, ο οποίος γνώρισε πέντε φορές τη συζυγική ζωή, τις χώρισε όλες και έζησε αμέτρητα ειδύλλια και θυελλώδεις δεσμούς με σταρλετίτσες και γόνους καλών οικογενειών.
Η Βίλα άνοιξε για το κοινό το 1974 ως Μουσείο Γκετί, στο οποίο κληροδότησε με τη διαθήκη του ο Ζαν Πολ όλα τα έργα τέχνης, την ίδια στιγμή που το ομώνυμο ίδρυμά του έλαβε κληρονομιά 1,2 δισ. δολαρίων για την προαγωγή της τέχνης και του πολιτισμού…