Σε μια διεθνή συγκυρία μειωμένου ενδιαφέροντος για τις μακροχρόνιες και αργής απόδοσης επενδύσεις στα υπεράκτια αιολικά, η Ελλάδα πασχίζει να μπει στο χάρτη των υποψήφιων χωρών για τις μεγάλες αυτές επενδύσεις.

Για να το πετύχει αυτό πρέπει να ωριμάσει τις εργασίες χωροθέτησης και αδειοδότησης των έργων, και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί καν το Εθνικό Σχέδιο, κάτι που αποτελεί και προαπαιτούμενο του Ταμείου Ανάκαμψης.

1

 Το Εθνικό Σχέδιο για τον ορισμό των εν δυνάμει περιοχών που θα αναπτυχθούν, αποτελεί μέρος της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, για την οποία εκκρεμεί η  έγκριση, καθώς η πολυαναμενόμενη ΚΥΑ  έχει κολλήσει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Εφόσον λάβει την έγκριση Γεραπετρίτη, το Εθνικό Σχέδιο θα οριστικοποιηθεί, ορίζοντας τις περιοχές, για τις οποίες, θα πρέπει η ΕΔΕΥΕΠ να ολοκληρώσει ξεχωριστές Μελέτες περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για κάθε περιοχή και επίσης να εγκριθούν.

Ειδικότερα, μετά την έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, αναμένεται η σύνταξη των Προεδρικών Διαταγμάτων για την οριοθέτηση των έξι πρώτων περιοχών, της πρώτης φάσης,  όπου θα εγκατασταθούν τα floating θαλάσσια αιολικά μέχρι το τέλος της 10ετίας. Επίσης, πρέπει να προχωρήσει η σύσταση του SPV, που θα προκηρύξει εντός του έτους τους διαγωνισμούς για την ανάθεση των μελετών, ώστε οι ανάδοχοι να τις ξεκινήσουν αρχές του 2025 και να μπορέσουν να τις παραδώσουν το 2026.

Η έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης θα ανοίξει τον δρόμο για τη διενέργεια των απαραίτητων μελετών στις θαλάσσιες περιοχές που έχουν προκριθεί για το πρώτο “κύμα” έργων, κατά τη Μεσοπρόθεσμη Φάση. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Εθνικού Προγράμματος που έχει συντάξει η ΕΔΕΥΕΠ, στο πλαίσιο της Μεσοπρόθεσμης Φάσης πρόκειται να αναπτυχθούν έως το 2030-2032 έργα συνολικής ισχύος περί τα 1,3 Γιγαβάτ.

Στις αγωνίες για τα υπεράκτια στην Ελλάδα, προστίθεται και η αβεβαιότητα για τη διασύνδεση με Γερμανία, τον Green Aegean. Όπως είπε ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης,  μιλώντας στην   εκδήλωση της ΕΛΕΤΑΕΝ την Παρασκευή, ότι “το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών είναι που θα πηγαίνουμε όλη αυτή την ενέργεια” , αφήνοντας να εννοηθεί  υπάρχει αβεβαιότητα για τη διεθνή διασύνδεση προς την Γερμανία, που είναι προαπαιτούμενο για να μπορεί η Ελλάδα να εξάγει τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας που σχεδιάζει να μπορεί να παράγει.

Δεν είναι πια προτεραιότητα των επενδυτών τα υπεράκτια αιολικά

Αν και το μειωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον της σημερινής συγκυρίας δεν είναι άμεσο πρόβλημα, καθώς απέχουμε ακόμη από την προκήρυξη των διαγωνισμών, προβληματίζει η “μειωμένη ορμητικότητα”.

“Στο θέμα των υπεράκτιων αιολικών πάρκων σε διεθνές επίπεδο δείχνουν να έχουν χάσει την ορμή τους για λόγους συγκυριακούς που δεν πρέπει να μας αποθαρρύνουν”, ανέφερε μιλώντας στην εκδήλωση της ΕΛΕΤΑΕΝ ο Πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ, Παναγιώτης Λαδακάκος.
“Η χώρα μας πρέπει να καλύψει το χαμένο χρόνο και να κάνει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες που απαιτούνται για προχωρήσει και να ωριμάσει τα έργα και να είναι παρούσα στη σωστή στιγμή, γιατί εκεί είναι το μέλλον. Μόνο αξιοποιώντας το αιολικό δυναμικό της θα μπορέσουμε να κάνουμε τη χώρα εξαγωγό ηλεκτρικής ενέργειας με όρους ανταγωνιστικούς και παράλληλα να αποκτήσει μια δυναμική η εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα”, πρόσθεσε.
Λόγω του υψηλού κόστους τους  και των αποδόσεων  σε μακροχρόνιο ορίζοντα,  στα πλωτά θαλάσσια αιολικά επένδυαν κυρίως οι μεγάλοι όμιλοι πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίοι διαθέτουν εμπειρία στη δημιουργία πλατφορμών για γεωτρήσεις και μπορούν να επενδύουν στοχεύοντας σε μακροχρόνια απόδοση. Όμως η σημερινή στροφή στην αμερικάνικη πολιτική για την ενεργειακή μετάβαση, έχει αλλάξει τα δεδομένα και μειώσει το ενδιαφέρον τους.
Ταυτόχρονα, οι μεγάλες εταιρίες κοινής ωφέλειας δεν φαίνονται πρόθυμες να επενδύσουν στον τομέα αυτό. Η δανέζικη πολυεθνική Orsted ανακοίνωσε τη διακοπή των εργασιών ανάπτυξης ενός offshore αιολικού πάρκου στις ΗΠΑ, ενώ τη χαριστική βολή φαίνεται να έδωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μίλησε για το τέλος των θαλάσσιων αιολικών.

Γιατί κάνουν πίσω στις ΑΠΕ

Η Shell και άλλες μεγάλες ενεργειακές εταιρείες έχουν στο παρελθόν προβάλει τα υπεράκτια αιολικά ως βασική αγορά στην οποία μπορούν να επενδύσουν ως μέρος της ενεργειακής μετάβασης στον κόσμο, πλέον κάνουν πίσω.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια από την αύξηση του κόστους, τα ζητήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα αυξανόμενα επιτόκια, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να επανεξετάζουν τις επενδύσεις τους καθώς τα περιθώρια κέρδους μειώνονται.
Τόσο η  Shell, όσο και η BP  και η Equinor έχουν ανακοινώσει ότι επιβραδύνουν τις μεγάλες επενδύσεις σε υπεράκτια, για να ενισχύσουν τις αποδόσεις και να διατηρήσουν τις υψηλά την αποδοτικότητά τους.
Η αλλαγή κατεύθυνσης αντανακλά δύο σημαντικές εξελίξεις – το ενεργειακό σοκ από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την πτώση της κερδοφορίας πολλών έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η Shell ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσει υπεράκτια αιολικά έργα που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη αλλά τους τελευταίους μήνες έχει αποσυρθεί από πολλά υπεράκτια αιολικά έργα, μεταξύ άλλων στη Νότια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο ίδιο πλαίσιο η νορβηγική Equinor πριν λίγες μέρες επαναπροσδιόρισε την πολιτική της.

Η Equinor, η οποία μετονομάστηκε από Statoil το 2018, θέλοντας να δώσει το σήμα ότι απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα,  πλέον όπως ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες,  σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και να μειώσει στο μισό τις δαπάνες της για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Anders Opedal να λέει ότι στοχεύει «να δημιουργήσει αξία για τους μετόχους για τις επόμενες δεκαετίες».

Σύμφωνα με τους νέους στόχους της, η εταιρεία σχεδιάζει να παράγει 2,2 εκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου την ημέρα έως το 2030, 10% υψηλότερα από τις προηγούμενες προσδοκίες.

Μείωσε ταυτόχρονα, τον στόχο της για δυναμικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε 10GW-12GW από προηγούμενο στόχο 12GW-16GW. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα μεταξύ 2025 και 2027 θα μειωθούν σε 5 δισεκατομμύρια δολάρια, από περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια προηγουμένως, εξαιρουμένης της χρηματοδότησης έργων.

Αντίστοιχα, η Orsted πέρυσι μείωσε τον στόχο του 2030 για την κατασκευή έργων πράσινης ενέργειας. Και η εταιρεία κοινής ωφελείας RWE AG είπε τον Νοέμβριο το σχέδιό της να δαπανήσει 55 δισεκατομμύρια ευρώ (57 δισεκατομμύρια δολάρια) σε πράσινες τεχνολογίες έως το 2030 ενδέχεται να παρουσιάσει καθυστερήσεις.