Σε ανοδική τροχιά κινείται, για 3η χρονιά στη σειρά, η αγορά των καλλυντικών, μετά την μεγάλη συρρίκνωση (κατά τουλάχιστον 38%) που παρουσίασε κατά την περίοδο 2009- 2016. Το 2018 «έκλεισε» με αύξηση των πωλήσεων χονδρικής και λιανικής κατά περίπου 1,4 και 1,5%, αντίστοιχα, με εμφανή τα σημάδια της σταθεροποίησης κατά το τρέχον έτος.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχάνων & Αντιπροσώπων Αρωμάτων & Καλλυντικών (ΠΣΒΑΚ), οι πωλήσεις χονδρικής για το 2018 ανήλθαν στα 646 εκατ. ευρώ, έναντι 637 εκατ. του 2017, ενώ εκτιμάται ότι το 2019 θα φτάσουν τα 657 εκατ. Αντίστοιχα, αύξηση κατέγραψαν και οι πωλήσεις λιανικής κατά την προηγούμενη χρονιά, οι οποίες ανήλθαν στα 862 εκατ. από 849 που ήταν το 2017, με τις προβλέψεις να «ανεβάζουν» το ποσό στα 876 εκατ. το 2019.

Στις κατηγορίες προϊόντων, πρώτη ήρθε η περιποίηση προσώπου και σώματος καταλαμβάνοντας το 32,5% των συνολικών πωλήσεων, ενώ ακολουθούν η περιποίηση μαλλιών και τα προϊόντα υγιεινής, με 25% και 23,8%, αντίστοιχα.

Όσον αφορά στα κανάλια διανομής, τα «σκήπτρα» κρατά η ευρεία διανομή (σούπερ μάρκετ) με ποσοστό 42,3%. Τα σούπερ μάρκετ αποτελούν για μια ακόμη χρονιά το κυρίαρχο κανάλι, διαμορφώνοντας ιδιαίτερα ευοίωνες προοπτικές για την ανάπτυξη της αγοράς.

Ακολουθούν τα φαρμακεία, τα οποία παραμένουν στο 26,1% επί του συνόλου των πωλήσεων, ενώ αξιοσημείωτη αύξηση καταγράφει το ηλεκτρονικό εμπόριο (για όλα τα κανάλια), φτάνοντας το 5,8%  το 2018, έναντι του 4,9% του 2017.

Αύξηση καταγράφεται και στο πεδίο των εξαγωγών, οι οποίες όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία (ΣΕΒ) ανέρχονται πλέον στα 350 εκατ. ευρώ.

Ως προς τη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή αγορά, σύμφωνα με στοιχεία της Cosmetics Europe, η χώρα μας βρέθηκε το 2018 14η μεταξύ των 27, με το μέγεθός της να ανέρχεται στα 646 εκατ. (σε τιμές χονδρικής), ενώ χαμηλή παρέμεινε η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση, η οποία διαμορφώθηκε στα 80 ευρώ (σε τιμές λιανικής), την ώρα που στην Νορβηγία, η οποία είχε την υψηλότερη ατομική καταναλωτική δαπάνη, ανήλθε στα 229 ευρώ.

«Υπάρχει μία σταθεροποίηση της αγοράς Καλλυντικών, γενικώς. Όσον αφορά στο 2018, ειδικότερα, ήταν μία καλή χρονιά, λαμβάνοντας μια ισχυρή ώθηση από τις προσφορές. Ωστόσο, οι μικρές εταιρείες δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις προσφορές των μεγάλων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κατά κάποιον τρόπο ένας ‘αθέμιτος’ ανταγωνισμός. Ως εκ τούτου, υπάρχει μία τάση να παύσουν οι προσφορές και να παραμείνουν μόνο οι εκπτώσεις μία-δύο φορές το χρόνο», αναφέρει στο mononews.gr. ο πρόεδρος του ΠΣΒΑΚ, Θεόδωρος Γιαρμενίτης.

Ο «πονοκέφαλος» της Folli Follie

Αναστάτωση στον κλάδο των καλλυντικών έχει προκαλέσει η υπόθεση Folli Follie (FF Group), δεδομένου ότι ο Όμιλος έχει την αποκλειστική διανομή στην Ελλάδα της Shiseido Group (Shiseido, Dolce&Gabbana Make up, Skincare & Fragrances) και της COTY (Gucci, Boss, Escada, Max Factor, Bourjois, Rimmel κ.ά), απορροφώντας ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς.

Μάλιστα, η FF Group έχει επεκτείνει την συνεργασία της με την COTY, προσθέτοντας στο χαρτοφυλάκιό της και άλλα brands όπως Lancaster, Burberry, Calvin Klein, Chloe, Davidoff, Joop, Marc Jabobs, Bottega Veneta, Miu Miu, Balenciaga, Tiffany & Co κ.α.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την αποκλειστική διάθεση της COTY είχε μέχρι το τέλος του ’18 η NOTOS, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες του mononews, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι μία από τις εταιρείες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάληψη της διανομής της Shiseido, εάν τελικά η υπόθεση της FF Group καταλήξει σε “ναυάγιο”.

Σε κάθε περίπτωση, η σημαντική μείωση των καταστημάτων της Folli Follie, αλλά και η αβεβαιότητα ως προς το μέλλον του Ομίλου, δημιουργούν συνθήκες ανασφάλειας στον κλάδο, με ορατό τον κίνδυνο μείωσης των πωλήσεων, ειδικά όσον αφορά στις μάρκες που διανέμει.

Οι απομιμήσεις και οι απευθείας εισαγωγές

Μεγάλο πλήγμα για τον κλάδο αποτελούν οι απομιμήσεις που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, με τις απώλειες από τα προϊόντα «μαϊμού» να ανέρχονται στα 195 εκατ. ευρώ. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 16,8% της αγοράς (το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 8,9 στο σύνολο της Ευρώπης), ενώ εκτιμάται ότι ο αριθμός των παραποιημένων καλλυντικών αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, λόγω της συνεχούς ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου που καθιστά πιο εύκολη τη διάθεσή τους.

Την ίδια στιγμή, η εισαγωγή προϊόντων όχι από κάποιον επίσημο αντιπρόσωπο-προμηθευτή, αλλά απευθείας από τις εταιρείες παραγωγής αποτελεί, επίσης, μείζον ζήτημα, καθώς πρόκειται για μια δραστηριότητα που δεν υπάγεται και δεν ελέγχεται από τον κλάδο.

Το «κλιμακούμενο» χαράτσι

Παράλληλα, ο Σύνδεσμος δρομολογεί προσφυγή στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και τα Υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης & Υγείας για το «χαράτσι» 1-1,25%, που επιβάλλεται ετησίως στους παραγωγούς, αντιπροσώπους και εισαγωγείς καλλυντικών προϊόντων, μία πρωτοτυπία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή αγορά καλλυντικών.

Η εισφορά επί της καθαρής χονδρικής τιμής πώλησης, με πρόσφατο νόμο, επιβάλλεται κλιμακωτά σε ποσοστό 0,75% γα πωλήσεις μέχρι 100 χιλ. ευρώ, σε ποσοστό 1% για πωλήσεις 100 χιλ. έως 5 εκατ. ευρώ και σε αυξημένο ποσοστό 1,25% για πωλήσεις πλέον των 5 εκατ. Ευρώ.

«Το 95% των συνολικών πωλήσεων στη Ελλάδα πραγματοποιείται από εταιρίες με τζίρο μεγαλύτερο των 5 εκατ ευρώ, με αποτέλεσμα ο αυξημένος συντελεστής 1,25% να επιβαρύνει σχεδόν το σύνολο των Καλλυντικών προϊόντων», αναφέρει ο κος Θ. Γιαρμενίτης, τονίζοντας τον κίνδυνο η επιβάρυνση να μετακυλήσει τελικά στον καταναλωτή.