Μια σειρά από κινδύνους, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και μακροπρόθεσμο επίπεδο εγκυμονεί τυχόν μείωση ή παύση της παραγωγικής δραστηριότητας στη βιομηχανία Υψηλής Τάσης. Αυτό αναφέρουν κύκλοι της αγοράς, που τονίζουν πόσο κρίσιμο είναι να διατηρήσει η ελληνική βιομηχανία την παραγωγική της δυναμικότητα, να εξυπηρετεί τα συμβόλαιά της και τη βιωσιμότητα των θέσεων εργασίας σε αυτή, εν όψει των μέτρων που αναμένεται να ανακοινωθούν για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας και φυσικού αερίου.

Όπως αναφέρουν πηγές της βιομηχανίας, η ανθεκτικότητα της βιομηχανίας, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο  συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας. Δεδομένου ότι η συμμετοχή της βιομηχανίας στην κατανάλωση φυσικού αερίου δεν ξεπερνάει το 15% (όσο και τα νοικοκυριά, με την ηλεκτροπαραγωγή να καλύπτει το 70%) τυχόν υποχρεωτική μείωση κατανάλωσης θα έχει ανεπαίσθητα οφέλη, αλλά σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση και τις εξαγωγές. Σημειώνεται, επίσης, πως οι βιομηχανίες και μάλιστα εκείνες που το ενεργειακό κόστος συνιστά τη σημαντικότερη παράμετρο της οικονομικής επιβίωσής τους, έχουν, ήδη, προβεί (προ ενεργειακής κρίσης) στις αναγκαίες πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας.

1

Τονίζεται ότι η βιομηχανία,  μπορεί να στηρίξει την εθνική προσπάθεια για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας συμμετέχοντας σε μηχανισμό βραχυπρόθεσμης «διακοψιμότητας» (ωρών-ημερών) σε εθελοντική βάση, και εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες ζήτησης ή/και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής.

Σε εθελοντική βάση οι περικοπές στο φυσικό αέριο

Ειδικά για τις περικοπές σε φυσικό αέριο, αναφέρεται ότι  οι δυνατότητες μείωσης της κατανάλωσης ΦΑ είναι πολύ περιορισμένες, ιδίως σε σημαντικούς κλάδους έντασης ενέργειας, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες σε καθοριστικές αλυσίδες αξίας, τόσο για την Ελληνική όσο και για την Ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία.

Γι αυτό και είναι ιδιαίτερα σημαντικό η μείωση της κατανάλωσης στον τομέα του ΦΑ  να λειτουργήσει σε εθελοντική βάση αντίστοιχος μηχανισμός βραχυπρόθεσμης ή και πιο παρατεταμένης διακοπής ή μείωσης της κατανάλωσης, εφόσον όμως τα τεχνικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένων παραγωγικών διεργασιών αλλά και οι συνθήκες ζήτησης (ή/και άλλοι παράγοντες) μπορεί να επιτρέπουν τέτοια συνδρομή από ορισμένες βιομηχανικές μονάδες.

Τονίζεται ότι «η χρήση του ΦΑ δεν μπορεί να μειωθεί βραχυπρόθεσμα χωρίς να διαταραχθεί η λειτουργία της βιομηχανίας», αφού σε ορισμένους κλάδους, «η αναγκαστική μείωση της παραγωγής θα έχει ως συνέπεια σειρά αρνητικών επιπτώσεων, την ίδια στιγμή, που η  βιομηχανία με σημαντικές επενδύσεις επιχειρεί, ήδη, να αξιοποιήσει τις διαθέσιμες τεχνολογίες για την εξοικονόμησης ενέργειας».

Οι επιπτώσεις θα είναι ορατές σε πολλαπλά επίπεδα: με την πιθανή απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, εξέλιξη που εάν συμβεί θα θέσει σε κίνδυνο την προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας. Επιπλέον, η αδυναμία λειτουργίας, κρίσιμων για την παραγωγική βάση της χώρας βιομηχανιών, μπορεί να οδηγήσει, άμεσα, σε ελλείψεις α’ υλών και προϊόντων που είναι απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση της ασφάλειας εφοδιασμού και τη μη διατάραξη κρίσιμων, για την καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων, αλυσίδων αξίας.

Σημειώνεται ότι έχει δοθεί παράταση μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου για την κατάθεση των φακέλων από τις βιομηχανίες που θέλουν να ενταχθούν στην κατηγορία κρίσιμες βιομηχανίες και να εξαιρεθούν από τις περικοπές φυσικού αερίου.

Το NET METERING και για τη βιομηχανία Υψηλής Τάσης

Η αυτοπαραγωγή με ενεργειακό συμψηφισμό (netmetering) είναι ένα σύγχρονο εργαλείο που επιτρέπει στις βιομηχανίες να συνδυάζουν την ιδιο-παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ, με αυτήν που αντλούν από το δίκτυο. To net metering βρίσκει ιδιαίτερη εφαρμογή στη μέση τάση («μεσαίες» βιομηχανίες), μιας και για την παραγωγή υψηλής τάσης απαιτείται πολύ μεγάλη έκταση για τις ΑΠΕ. Ωστόσο, το ΥΠΕΝ δεν έχει εγκρίνει τη χρήση του εργαλείου αυτού και στις βιομηχανίες Υψηλής Τάσης.

Η ενεργειακή κρίση ανέδειξε το net metering ως μία πρώτης γραμμής λύση για την άμβλυνση του ενεργειακού κόστους αλλά και της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης για τις «μεσαίες» βιομηχανίες. Επίσης, βοηθά σημαντικά στη γενικότερη ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Ωστόσο, η εφαρμογή του net metering στις «μεσαίες» βιομηχανίες αντιμετωπίζει προβλήματα. Ειδικότερα, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στις υποδομές δικτύου (υποσταθμοί, μετασχηματιστές) για την πραγματοποίηση νέων διασυνδέσεων (πχ σε Θεσσαλία, Θράκη, Δυτική Ελλάδα, στα άκρα της Αττικής, κτλ), που έχουν μεγάλη συγκέντρωση «μεσαίας» βιομηχανίας, ο προγραμματισμός των υποδομών δεν έχει γίνει με βάση τις ανάγκες της βιομηχανίας, γραφειοκρατικά εμπόδια, καθυστερήσεις ή/και απορριπτικές αποφάσεις κατά την εξέταση των αιτημάτων, κτλ. Επίσης, λύσεις όμως οι ενεργειακές κοινότητες ή αποθήκευση ενέργειας δεν είναι ελκυστικές για «μεσαίες» βιομηχανίες.   

Η επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ της 12ης Σεπτεμβρίου: Αφήστε την υψηλή Τάση να στραφεί στις ΑΠΕ

Η ιδιοπαραγωγή ενέργειας και ο ενεργειακός συμψηφισμός είναι αναφέρει η Ενωση Ενεργοβόρων Βιομηχανιών, ο πιο δόκιμος τρόπος αποτελεσματικής μείωσης της κατανάλωσης των βιομηχανιών Υψηλής Τάσης και παρ’ όλ΄αυτά η σχετική ρύθμιση δεν εγκρίνεται από το υπουργείο Ενέργειας. Τονίζει την ανάγκη ο ηλεκτρικός χώρος να εξυπηρετεί και τη βιομηχανία ειδικά καθώς μετά δε την εφαρμογή του πλαφόν στις αμοιβές των παραγωγών στη χονδρεμπορική αγορά δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα σύναψης μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων-ΡΡΑ με παραγωγούς ΑΠΕ.

Η στροφή προς τις ΑΠΕ θα μπορούσε να αποτελέσει λύση για τη βιομηχανία η οποία είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις εφόσον υπάρξει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, ενώ λύσεις όπως η προσωρινή στροφή σε άλλα καύσιμα όπως για παράδειγμα το LPG είναι εξαιρετικά δύσκολη χρονοβόρα, κοστοβόρα, δε διέπετε από τις ίδιες θερμικές αποδόσεις και είναι ενδεχομένως επικίνδυνη.

Για το θέμα αυτό η ΕΒΙΚΕΝ που εκπροσωπεί τις ενεργοβόρες βιομηχανίες απέστειλε στις 12 Σεπτεμβρίου σχετική επιστολή προς τον κ. Σκρέκα με την οποία ζητά την επέκταση της εφαρμογής του ενεργειακού συμψηφισμού (net metering), όπως ισχύει για τις βιομηχανίες ΜΤ, και για τις βιομηχανίες ΥΤ, δηλαδή με την παραγωγή από εγκατάσταση ΑΠΕ ισχύος 3 – 10 MW, στους χώρους των επιχειρήσεων.

Ειδικότερα η επιστολή ανέφερε:

“Με τις από 6/12/2021 και 3/7/2022 επιστολές μας σας ζητήσαμε την επέκταση της εφαρμογής του ενεργειακού συμψηφισμού (net metering), όπως ισχύει για τις βιομηχανίες ΜΤ, και για τις βιομηχανίες ΥΤ  με ενέργεια παραγόμενη από εγκατάσταση ΑΠΕ στους χώρους τους, έστω και για 3-10 MW. Σημειώνουμε ότι αντίθετα με τα Δίκτυα ΜΤ, οι υποσταθμοί ΥΤ των εργοστασίων (Σύστημα) διαθέτουν επαρκή χώρο για εγκατάσταση ΑΠΕ 3-10ΜW. Ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ εξήγγειλε τη λήψη μέτρων για τη στήριξη των βιομηχανιών έντασης ενέργειας.

Εν τω μεταξύ εν όψει των νέων μέτρων που θα αποφασιστούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, εκτός της μείωσης της κατανάλωσης του φ.α κατά 15% περιλαμβάνεται και η υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10%.

Ο πιο δόκιμος τρόπος αποτελεσματικής μείωσης της κατανάλωσης των βιομηχανιών ΥΤ είναι ο ενεργειακός συμψηφισμός, ρύθμιση που όμως δυστυχώς δεν έχει εγκριθεί μέχρι σήμερα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Ο ηλεκτρικός χώρος δεν ανήκει αποκλειστικά μόνο στους ιδιώτες παραγωγούς.

Ταυτόχρονα, μετά δε την εφαρμογή του πλαφόν στις αμοιβές των παραγωγών στη χονδρεμπορική αγορά δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα σύναψης μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων-ΡΡΑ με παραγωγούς ΑΠΕ.

Βάσει των ανωτέρω σας ζητούμε άμεσα να προχωρήσετε σε ρύθμιση ώστε να επεκταθεί η ισχύς του ενεργειακού συμψηφισμού που ισχύει για την ΜΤ και στην ΥΤ. “

Markus J. Beyrer (BusinessEurope ): Καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις από τις αναγκαστικές περικοπές

Ο Γενικός Διευθυντής της Business Europe  (που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία) Markus J. Beyrer είχε δηλώσει σχετικά με τις αναγκαστικές περικοπές στην παραγωγή ευρωπαϊκών βιομηχανιών: “Η αναγκαστική περιστολή της παραγωγής θα είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις και συχνά μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις. Θα πρέπει να θεωρείται μόνο ως μια έσχατη λύση. Η εστίαση πρέπει να είναι  στη διερεύνηση των υφιστάμενων ευελιξιών ζήτησης, παρέχοντας κίνητρα στους καταναλωτές που μπορούν να μειώσουν την κατανάλωσή τους να το κάνουν. Η διαφοροποίηση των προμηθειών και η αύξηση της παραγωγής όπου είναι δυνατό μπορεί να  περιορίσει τη σημαντική ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία στο μέτρο του δυνατού».