Είναι γνωστός ως σχεδιαστής μόδας, σκηνοθέτης, επιχειρηματίας, συγγραφέας. Τώρα, ο Tom Ford κέρδισε έναν ακόμη τίτλο: δισεκατομμυριούχος.

Μετά την πώληση του brand Tom Ford στην Estee Lauder, συναλλαγή συνολικής αποτίμησης 2,8 δισ. δολαρίων, ο επιχειρηματίας θα δει την περιουσία του να εκτινάσσεται στα 2 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον Bloomberg Billionaires Index.

Από την άλλη πλευρά, το Forbes εκτιμά ότι ο 61χρονος σχεδιαστής θα λάβει περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά από την πώληση, μετά την αφαίρεση των εκτιμώμενων φόρων. Η συναλλαγή αναμένεται να κλείσει το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Ο Ford κατείχε σχεδόν το 64% της εταιρείας σύμφωνα με τα ενημερωτικά αρχεία του 2013 και έκτοτε δεν φαίνεται να έχει πουλήσει μέρος του μεριδίου του.

Κατέχει επίσης τουλάχιστον δύο σπίτια, συμπεριλαμβανομένου ενός στο Holmby Hills στο Λος Άντζελες και ενός άλλου στο Upper East Side της Νέας Υόρκης, συνολικής αξίας 65 εκατ. δολαρίων, σύμφωνα με το Forbes.

H εταιρεία του Tom Ford εμφάνισε κέρδη 96 εκατ. δολαρίων με πωλήσεις 1,7 δισ. δολαρίων το 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέθεσε στο χρηματιστήριο η εισηγμένη εταιρεία πολυτελών ειδών Zegna, η οποία έχει ποσοστό 15% σε αυτήν.

Η περυσινή χρονιά σηματοδότησε την ανάκαμψη του ομίλου μετά από τις ζημιές που κατέγραψε το 2020 και το 2019.

Η εταιρεία Tom Ford διαθέτει 98 καταστήματα σε πολλές χώρες, όπως η Κίνα, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Ελβετία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ο σχεδιαστής θα παραμείνει στην εταιρεία του ως «δημιουργικός οραματιστής» μέχρι το τέλος του 2023, σύμφωνα με τη ανακοίνωση της συμφωνίας εξαγοράς.

«Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος με αυτή την εξαγορά, καθώς η Estée Lauder είναι το ιδανικό σπίτι για το brand», δήλωσε ο ίδιος.

Η πρώτη γνωριμία με τη μόδα

Γεννημένος στο Όστιν του Τέξας το 1961, ο Ford μεγάλωσε στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στο NYU.

Στη συνέχεια μεταπήδησε στο Parsons School of Design, σπουδάζοντας Αρχιτεκτονική στα campus του πανεπιστημίου σε Νέα Υόρκη και Παρίσι.

Το ενδιαφέρον του για τη μόδα ξεκίνησε όταν πήρε ένα χρόνο άδεια από το κολέγιο για να εργαστεί στο γραφείο Τύπου του γαλλικού οίκου Chloé στο Παρίσι. Μετά την αποφοίτησή του, έπιασε δουλειά στη σχεδιάστρια αθλητικών ειδών Cathy Hardwick.

Ωστόσο, το πρώτο μεγάλο βήμα του το έκανε το 1990, όταν μετακόμισε στο Μιλάνο για να εργαστεί ως σχεδιαστής γυναικείων ενδυμάτων στην Gucci. Η εξέλιξη του ήταν θεαματική. Το 1992 έγινε διευθυντής σχεδιασμού και δύο χρόνια μετά διευθυντής δημιουργικού.

Εκεί γνώρισε και τον τωρινό συνεργάτη του στις επιχειρήσεις Domeno De Sole, ο οποίος ήταν τότε CEO της Gucci. Οι δύο άνδρες το 1995 βοήθησαν στην εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας πολυτελών ειδών στα χρηματιστήρια του Άμστερνταμ και της Νέας Υόρκης.

Η μάχη τιτάνων για την Gucci

Η δημόσια προσφορά έβαλε την εταιρεία στο στόχαστρο των κολοσσών της μόδας. Τον Ιανουάριο του 1999, ο Bernard Arnault —ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου LVMH— απέκτησε μερίδιο 5% στην Gucci. Ακολούθησαν και άλλες αγορές και τον Φεβρουάριο του 1999 η  LVMH ήλεγχε το 26,7% των μετοχών της εταιρείας.

Ένα μήνα αργότερα, τον Μάρτιο του 1999, ένας άλλος Γάλλος δισεκατομμυριούχος της μόδας – ο François Pinault, ο ιδρυτής του ομίλου πολυτελών ειδών Kering, αγόρασε το 40% των μετοχών της Gucci έναντι 3 δισ. δολαρίων.

Η μάχη μεταξύ των δύο Γάλλων μεγιστάνων για τον έλεγχο της Gucci συνεχίστηκε μέχρι το 2001, όταν ο Pinault αγόρασε το μισό μερίδιο του Arnault στην εταιρεία έναντι 752 εκατ. δολαρίων και συμφώνησε να εξαγοράσει τις υπόλοιπες μετοχές της Gucci μέχρι το 2004.

Από το 1994 -όταν ο Ford έγινε διευθυντής δημιουργικού της Gucci- έως το 2003, οι πωλήσεις της αυξήθηκαν σχεδόν κατά 1.200% σε σχεδόν 3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, ο Ford αποχώρησε από την Gucci αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της από τον Pinault τον Απρίλιο του 2004, σύμφωνα με πληροφορίες λόγω διαφωνιών σχετικά με τον έλεγχο της εταιρείας.

Η εταιρεία Tom Ford

Τον Μάρτιο του 2005, ο Ford δημιούργησε το δικό του brand, με τον De Sole να συμμετέχει ως πρόεδρος της νέας εταιρείας.

Το πρώτο κατάστημα ναυαρχίδα της εταιρεία Tom Ford άνοιξε στη Νέα Υόρκη το 2007, ενώ την ίδια χρονιά πούλησε μερίδιο 25% της επιχείρησης στην Grupo Amorim, χωρίς να γίνει γνωστό το ποσό της συναλλαγής.

Το 2015, η Amorim πούλησε το 15% στη Zegna, διατηρώντας το 10% της Tom Ford.

Παράλληλα ο Ford ίδρυσε μια εταιρεία παραγωγής ταινιών, την Fade to Black, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο ως σκηνοθέτης και παραγωγός της ταινίας A Single Man του 2009, στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι Colin Firth και Julianne Moore, με τον Firth να κερδίζει υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου.

Επενδύσεις σε ακίνητα και τέχνη

Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Ford έκανε επενδύσεις σε έργα τέχνης και ακίνητα: Το 2010, σύμφωνα με πληροφορίες, πούλησε μια αυτοπροσωπογραφία του Andy Warhol έναντι 32,6 εκατ. δολαρίων.

Κατείχε επίσης το 20.662 στρεμμάτων Cerro Pelon Ranch στο Νέο Μεξικό —το οποίο χρησιμοποίησε για γυρίσματα ταινιών, συμπεριλαμβανομένων των Silverado και Thor— μέχρι που το πούλησε για άγνωστο ποσό τον Ιανουάριο του 2021.

Δύο μήνες αργότερα, πούλησε επίσης μία τετραώροφη Βικτωριανή έπαυλη στην πολυτελή συνοικία Τσέλσι του Λονδίνου στην τιμή των 17 εκατ. δολαρίων.

Δεν είναι γνωστό τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον πολυσχιδή Ford μετά το 2023, όταν θα λήξει η συνεργασία του με την Estée Lauder. Ωστόσο, ότι και αν επιλέξει να κάνει το σίγουρο είναι ότι θα έχει πολλά μετρητά για να υλοποιήσει τις επόμενες κινήσεις του.

Διαβάστε ακόμη:

Deal ύψους 2,8 δισ. δολαρίων για την Estée Lauder: Εξαγοράζει την Tom Ford